ΠΟΙΑ ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΤΑΞΗ; ΠΑΕΙ ΑΥΤΗ!...
H εργατική τάξη πάει στο χρονοντούλαπο
Το νόημα του στυλ: ανανεωμένος μικροαστισμός
Το χαρτί και το συμβόλαιο
το χαρτί και το συμβόλαιο
Εκείνο που δεν μπορούσαν να πετύχουν ούτε οι πολιτικές της ταυτότητας ούτε οι νεανικές (υπο)κουλτούρες, δηλαδή την υπόσχεση απτής, υλικής, κοινωνικής ανόδου το πέτυχε, σε μεγάλο βαθμό, η μαζικοποίηση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.
Είναι γεγονός πως αυτή η μαζικοποίηση είχε ξεκινήσει στα περισσότερα αναπτυγμένα καπιταλιστικά κράτη απ’ την δεκαετία του ‘50. Και πολλοί απέδωσαν (εκ των υστέρων) την έκρηξη του φοιτητικού ριζοσπαστισμού το 1968 και τα επόμενα χρόνια στη μαζικότητα της υπόσχεσης για κοινωνική άνοδο και αποκατάσταση που έμοιαζε ήδη από τα ‘70s να χλωμιάζει. Η “ανησυχία της προλεταριοποίησης” των πτυχιούχων δεν ήταν καθόλου σπάνια ή κρυφή εκείνη την δεκαετία. Ωστόσο, είτε ιδεολογικοί παράγοντες (οι οργανώσεις της “νέας αριστεράς”) είτε οι δυναμικές αρνήσεις τμημάτων της (βιομηχανικής συνήθως) εργατικής τάξης, έστρεψαν μεγάλο μέρος των “εν δυνάμει αυριανών αφεντικών” (φοιτητών και φοιτητριών) προς την μεριά της προετοιμαζόμενης επανάστασης. Δεν είναι σίγουρο ότι η συνάντηση της “καθαρόαιμης” εργατικής τάξης με τους νεαρούς διανοούμενους της δεκαετίας του ‘70 είχε μόνο θετική επίδραση στην πρώτη - αλλά δεν είναι αυτό το θέμα μας εδώ.
Το σίγουρο είναι ότι τα αφεντικά διεθνώς ασχολήθηκαν γρήγορα (και αναγκαστικά...) με την αναδιαμόρφωση της οργάνωσης της εργασίας· και καθόλου, με την ίδια ένταση, με την αναδιαμόρφωση της οργάνωσης της εκπαίδευσης. Μάλλον το αντίθετο συνέβη, στον δεύτερο τομέα: εάν υπήρχε ήδη ένας επικίνδυνος πληθωρισμός (πτυχίων), αυτός ο πληθωρισμός εντάθηκε ακόμα περισσότερο απ’ την δεκαετία του ‘80 και μετά. Σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα ο πολλαπλασιασμός των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων και των γνωστικών αντικειμένων έγινε με όρους χωροταξίας, σχεδόν υποδειγματικά, σαν αντίβαρο των αντιεργατικών κυβερνητικών πρακτικών. Παράδειγμα η αγγλία: οι άλλοτε βιομηχανικές πόλεις που “κτυπήθηκαν” απ’ την αναδιάρθρωση που ξεκίνησε η Θάτσερ, μετατράπηκαν (ή αυτή ήταν η προσπάθεια) σε “πανεπιστημιουπόλεις” - και σε ότι αφορούσε την τοπική “οικονομία” τους.
Όλες οι αναλύσεις μας σαν αυτόνομων συγκλίνουν στο συμπέρασμα, ότι σαν αποτέλεσμα των μαζικών αρνήσεων και σα συνέπεια των πρώτων σταδίων της καπιταλιστικής αλλαγής παραδείγματος, η τριτοβάθμια εκπαίδευση άρχισε να εξελίσσεται (σχεδιασμένα) σε έναν ημι-ανεξάρτητο κύκλο “παραγωγής και κατανάλωσης” (ειδικών χαμηλότερου ή υψηλότερου επιπέδου), άσχετα με το πως και σε ποιό βαθμό θα μπορούσαν να “απορροφηθούν” οι πτυχιούχοι απ’ την “αγορά εργασίας”.
Το αποτέλεσμα ήταν ότι ανάλογα με το είδος, το μέγεθος, και τις ανάγκες της καπιταλιστικής παραγωγής ανά κράτος, τα άλλοτε “υψηλής αξίας” πτυχία της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης άρχισαν να χάνουν την “αξία” τους σταθερά. Αδιάψευστος μάρτυρας η μαζική προσθήκη ενός ακόμα επιπέδου, της τεταρτοβάθμιας εκπαίδευσης, των master και των διδακτορικών· έως ότου κι εκεί εμφανίστηκε έντονος πληθωρισμός.
Αντιγράφουμε και πάλι απ’ την εισήγηση των μητροπολιτικών συμβουλίων αυτόνομων, για τις νέες εργατικές φιγούρες. Πρόκειται για δημοσίευμα της γαλλικής εφημερίδας le monde, του Δεκέμβρη του 2008:
Νέος με πολύχρονη θητεία στα θρανία αναζητεί (μάταια) εργασία με αμοιβή στοιχειωδώς αξιοπρεπή, ώστε να εγκαταλείψει την οικογενειακή εστία προτού τριανταρίσει: δεν συμβαίνει μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στην Ιταλία, την Ισπανία, τη Γαλλία... Στην πραγματικότητα, οι αναλυτές απορούν που οι νέοι σ’ όλες αυτές τις χώρες δεν εξεγείρονται περισσότερο.
Στην Ελλάδα είναι η γενιά των 700 ευρώ, στην Ιταλία η γενιά των 1000 ευρώ, στην Ισπανία ονομάζονται Χιλιάρηδες, στη Γαλλία είναι η γενιά του CPE, του Συμφώνου Πρώτης Πρόσληψης... Γενιά καγκουρό: αυτό είναι το προσωνύμιο που τους δίνουν οι κοινωνιολόγοι. Διότι, παρά τα διπλώματά τους και τις πολυετείς σπουδές τους, καταλήγουν να μένουν με την μαμά και τον μπαμπά μέχρι να κλείσουν τα 30. Τα 27 είναι ο μέσος όρος αποχώρησης από την οικογενειακή εστία στην Ελλάδα, στην Ισπανία και την Πορτογαλία, τα 30 έτη στην Ιταλία, όπου υπάρχει λαός ολόκληρος από Bamboccioni, δηλαδή “μικρομέγαλους”.
...
Τα ποσοστά ανεργίας στους νέους ηλικίας 15 - 24 ετών μιλούν από μόνα τους: 25,2% στην Ελλάδα ... 22,6% στη Γαλλία, 21,6% στην Ιταλία - στην Ισπανία είναι χαμηλότερο, αλλά αυξάνεται με ταχείς ρυθμούς. Ακόμα, όμως, και όταν οι νέοι βρίσκουν μια δουλειά, συνήθως δεν αντιστοιχεί στην επένδυση που έκαναν σε έτη σπουδών. Και όπως επισημαίνει η ερευνήτρια Μαρί Ντουρού - Μπελά, η απογοήτευση για αυτήν την “υπόσχεση που δεν τηρήθηκε” καθίσταται ακόμα πιο έντονη από το γεγονός ότι οι χώρες αυτές έκαναν, μέσα σε μερικά χρόνια, ένα σημαντικό άλμα ανάμεσα στη γενιά των γονιών που δεν σπούδασαν και τη γενιά των παιδιών με τα υπερβολικά προσόντα. Πρόκειται για μια δραματική κατάσταση σε μια Νότια Ευρώπη που μοιράζεται τη θρησκεία του διπλώματος και το χάσμα ανάμεσα στο πανεπιστήμιο και την αγορά εργασίας.
...
Δεν περιορίζεται το θέμα στη νότια ευρώπη. Και, φυσικά, από κοινωνιολογική και δημαγωγική άποψη, είναι προτιμότερες οι κουβέντες για “γενιά καγκουρό” παρά η αναγνώριση ότι πρόκειται για ένα τμήμα της νέας εργατικής τάξης! Πρώτον, γιατί τέτοια τάξη “δεν υπάρχει” - το λένε και το ξαναλένε τόσοι εδώ και 30 τουλάχιστον χρόνια! Δεύτερον, γιατί ακόμα κι αν υπήρχε, αυτές οι εκατοντάδες χιλιάδες “δεν ανήκουν σ’ αυτήν” επειδή, απλά, πολύ απλά, δεν θέλουν - προβλέφτηκε απ’ το 1982 αυτό! Και, τρίτο και βασικότερο, επειδή οι καλές σπουδές και τα καλά πτυχία, θεωρούνται ατομική ιδιοκτησία, και μάλιστα “πολύτιμη” (καθώς έχει συσσωρευμένο πίσω της κόπο, χρόνο και έξοδα), ακόμα κι αν σου σφυρίζουν στ’ αυτί ότι “δεν έχει σπουδαία αξία”.
Εάν η εργατική τάξη δεν είχε κηρυχθεί “τετελεσμένη”, κι αν αυτοί κι αυτές που παράγονται μαζικά απ’ το παραδοσιακό εκπαιδευτικό σύστημα σαν “περιττοί” είχαν αποκηρύξει τον μικροαστισμό των πτυχίων με τον οποίο ποτίστηκαν απ’ τα γεννοφάσκια τους, θα μπορούσαν (με την έννοια των στοιχειωδών διανοητικών προσόντων) να ασχοληθούν με το πως και γιατί ο καπιταλισμός προλεταριοποιεί κατά κύματα, μαζικά, σ’ όλη του την ιστορία, εκατομμύρια υποτελείς του. Εάν η εργατική τάξη δεν είχε κηρυχθεί “ανύπαρκτη”, τότε όλοι αυτοί θα μπορούσαν να αναγνωρίσουν ότι όπως γινόταν πάντα, έτσι και στην δικιά τους περίπτωση, αποτελούν τμήμα αυτής της τάξης· όχι - επειδή - το - διάλεξαν (και πόσοι άραγε το “διάλεξαν” ποτέ με την κυριολεκτική έννοια της “ελεύθερης επιλογής”;) αλλά επειδή έτσι δουλεύει αυτό το σύστημα του οποίου τις μεσαίες θέσεις τόσο λάτρεψαν. Εάν η εργατική τάξη δεν είχε ανακηρυχθεί “ξοφλημένη” τότε όλοι αυτοί θα μπορούσαν ίσως να συνειδητοποιήσουν ότι “εργάτης” δεν σημαίνει “φουκαράς”, όχι υποχρεωτικά σίγουρα, αλλά σημαίνει, μπορεί να σημαίνει, πρέπει να σημαίνει, (συλλογική) θέση μάχης. Εάν η εργατική τάξη δεν είχε θεωρηθεί ένα ογκώδες μαστόδοντο που εξαφανίστηκε χάρη στην εξέλιξη, αυτοί που καταλήγουν στους ψυχίατρους για να αντιμετωπίσουν εκείνο που θεωρούν προσωπικό ξεπεσμό, θα μάθαιναν επίσης πολλά και σημαντικά για τις ουσιαστικές αιτίες του γενικού και επιβεβλημένου ξεπεσμού - που πριν λεγόταν “κατανάλωση” και τώρα “κρίση”.
Με τα “εάν”, φυσικά, δεν γίνεται τίποτα. Ωστόσο τα πτυχία, αυτά τα (σε γενικές γραμμές) χωρίς σπουδαίο αντίκρυσμα διαβατήρια προς την ατομική επιτυχία, είναι μια ακόμα απόδειξη της εφευρετικότητας και της ιδεολογικής αποτελεσματικότητας του καπιταλισμού. Είναι εύκολο να θεωρήσει κανείς “απολίτιστους” εκείνους τους ευγενείς άγριους που άλλοτε ξεγελιόνταν απ’ τους λευκούς αποικιοκράτες με χάντρες και καθρεφτάκια. Όμως τι παραπάνω είναι τα πτυχία εκτός από χάντρες - και - καθρεφτάκια, που κοιτώντας τα μπορεί βέβαια να θαυμάζει και να χαζεύει κανείς τον εαυτό του· ενόσω είναι θύμα μιας βαθιάς λεηλασίας;