ΠΟΙΑ ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΤΑΞΗ; ΠΑΕΙ ΑΥΤΗ!...
H εργατική τάξη πάει στο χρονοντούλαπο
Το νόημα του στυλ: ανανεωμένος μικροαστισμός
H εργατική τάξη πάει στο χρονοντούλαπο
Είναι γεγονός ότι η εργατική τάξη “εξαφανίστηκε” σε μια συγκεκριμένη, και πολύ πρόσφατη, ιστορική περίοδο των αναπτυγμένων καπιταλιστικά κοινωνιών. Δεν εξαφανίστηκε σαν φυσικά υποκείμενα. Εξαφανίστηκε σαν πολιτική κατηγορία, σαν πολιτικό υποκείμενο αναφοράς. Όμως δεν εξαφανίστηκε μόνη της! Μαζί με την έκλειψη των αναφορών και της σημασιοδότησης της εργατικής τάξης εξέλειπαν οι στρατηγικές αναφορές και αναλυτικές δεσμεύσεις σε σχέση με τον καπιταλισμό και τις κοινωνικές τάξεις γενικά. Στη θέση του εννοιακού πολιτικού περιβάλλοντος που συγκροτούνταν από την λόγω και έργω κριτική (ή τις κριτικές) στον καπιταλισμό και στο κράτος, στο όνομα του προλεταριάτου και υπέρ της καταστροφής των ιεραρχήσεων των κοινωνικών τάξεων όπως αυτές διαμορφώνονται μέσω (και) της υπεξαίρεσης της εργασίας και του παραγόμενου πλούτου (: αταξική κοινωνία), εγκαταστάθηκε ένα άλλο εννοιακό πολιτικό περιβάλλον. Συγκροτημένο απ’ τις πολιτικές της ταυτότητας, την αναγνώριση και την αντιμετώπιση των αποκλεισμών, την αναγνώριση, την καταγραφή και την διαμόρφωση των καταπιέσεων και των αντιστάσεων σ’ αυτές. Αυτή η διανοητική και πολιτικοϊδεολογική στροφή γενικεύτηκε στον τότε δυτικό κόσμο στη δεκαετία του 1980· και απ’ την επόμενη δεκαετία έγινε σχεδόν το μοναδικό έδαφος αντίληψης και κατανόησης του κόσμου. Τόσο (σχεδόν) μοναδικό έδαφος έγιναν οι πολιτικές της ταυτότητας ώστε η οποιαδήποτε αναφορά σε “καπιταλισμό” ή σε “εργατική τάξη” ή σε “εργατικό ανταγωνισμό” (κι ας μη μιλήσουμε για “κομμουνισμό”!) να αναδύει “φυσιολογικά” ένα άρωμα μούχλας· εκτός εάν επρόκειτο για εξειδικευμένη ακαδημαϊκή μελέτη, με προορισμό κάποιο διδακτορικό και κάποιο ράφι.
Αυτή η πολιτικοϊδεολογική μεταστροφή, τέτοιας έντασης και βάθους μάλιστα ώστε θα μπορούσαμε να την ονομάσουμε “αλλαγή παραδείγματος” στον τρόπο σκέψης και δράσης στα “αριστερά” του αναπτυγμένου καπιταλιστικά κόσμου (οπωσδήποτε, στην “κοινωνική” αριστερά), αποτελεί το βασικό ιστορικό και ιδεολογικό υπόβαθρο όλων όσων σήμερα (και χθες και προχτές...) μας ειρωνεύονται κουνώντας το κεφάλι ή το δάκτυλο υπέρ της ανυπαρξίας της εργατικής τάξης. Δεν το ξέρουν ότι είναι δεύτερης ή τρίτης γενιάς κομπάρσοι σ’ ένα ιστορικό έργο που έχει τουλάχιστον 30 χρόνια ζωής - τόσο το χειρότερο γι’ αυτούς λοιπόν! Σ’ ότι αφορά εμάς, επειδή είμαστε σύγχρονοι εργάτες και καθόλου δεν ντρεπόμαστε γι’ αυτό, έχει μεγάλη σημασία να ξέρουμε ποιές ήταν εκείνες οι διαδικασίες που “παρήγαγαν” με διάφορους τρόπους την “εξαφάνισή” μας. Στο κάτω κάτω ένας αναγκαίος τρόπος κατανόησης των εαυτών μας και των ζωών μας σαν τάξης και όχι σαν αθροιζόμενων και διαιρούμενων ατόμων, είναι η βαθιά συναίσθηση της ιστορικότητάς μας. Ακόμα και να “εξαφανιζόμαστε” (ή μας εξαφανίζουν...) κατά περιόδους.
Στην αφετηρία της ανάδυσης και της κατάκτησης του κέντρου της κριτικής απ’ τις πολιτικές της ταυτότητας βρίσκεται το ίδιο των ανταγωνιστικό παρελθόν των αναπτυγμένων καπιταλιστικά κοινωνιών. Τα κινήματα των γυναικών, των ομοφυλόφιλων ανδρών και γυναικών, των μαύρων (στις ηπα)· και, λίγο αργότερα, διάφορων άλλων δυναμικών κοινωνικών μειοψηφιών / μειονοτήτων - συμπεριλαμβανόμενων εκείνων που αυτοπροσδιορίζονταν με όρους “εθνικότητας”. Αυτά τα κινήματα, που αποτελούν το μισό του ανταριασμένου ουρανού των δεκαετιών του 1960 και του 1970, δεν εμφανίστηκαν στο κέντρο της δημόσιας σφαίρας “μόνα” τους, ή διαχωρισμένα απ’ το άλλο μισό, που ήταν (ακόμα και με τυπικούς όρους) εργατικό και αντικαπιταλιστικό. Για ένα ορισμένο διάστημα συνυπήρξαν, ξεδιπλώθηκαν παράλληλα με οσμώσεις (αλλά και αντιθέσεις). Ωστόσο η διαλεκτική αφομοίωσή τους, και οι τρόποι που επέβαλαν τους όποιους μετασχηματισμούς (στην οργάνωση της εργασίας και την υπεξαίρεσή της· στη νομοθεσία· στα ήθη, τα έθιμα και τις ιδεολογικές παραστάσεις και αναπαραστάσεις), άρχισαν να χωρίζουν τους δρόμους τους ήδη προς τα τέλη της δεκαετίας του 1970.
Για τους ιστορικούς της ιδεολογικής κίνησης στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, ένα απ’ τα γενέθλια και πλέον επιδραστικά ντοκουμέντα των πολιτικών της ταυτότητας είναι η δημοσιοποίηση της Ανακοίνωσης της Συλλογικότητας του Combahee River, στις ηπα, (Combahee River Collective Statement) τον Απρίλιο του 1977. Επρόκειτο για συλλογικότητα / συνέλευση μαύρων φεμινιστριών (που δημιουργήθηκε το 1974), με ζητούμενο την απελευθέρωση των μαύρων γυναικών. Την δεδομένη ιστορική περίοδο (μέσα της δεκαετίας του ‘70) και με ζωντανή ολόκληρη την γκάμα των κινημάτων στις ηπα (απ’ το αντιπολεμικό / αντιιμπεριαλιστικό ως το κίνημα των μαύρων πανθήρων, και απ’ την γενικευμένη εργατική ανταρσία ως το κίνημα των χίππις) το ντοκουμέντο των μαύρων φεμινιστριών προσδιόριζε ταυτόχρονα τρεις στόχους / αντιπάλους: τον καπιταλισμό, τον ιμπεριαλισμό, την πατριαρχία. Ωστόσο, η ισχυρή εντύπωση και επίδραση που άσκησε βρισκόταν στον συνδυασμό της (ως τότε) περιθωριακής υποκειμενικότητας των μαύρων γυναικών (και ακόμα περισσότερο των μαύρων φεμινιστριών) και του απελευθερωτικού / ελευθεριακού πνεύματος του.
Δεν χαρακτήριζαν οι ίδιες οι μαύρες φεμινίστριες, τότε, τις πολιτικές τους στοχεύσεις, σαν πολιτική της ταυτότητας. Όμως ο αγώνας για πλήρη πολιτικά δικαιώματα και ελευθερίες, συγκρουσιακός την συγκεκριμένη ιστορική περίοδο, κοινός επίσης για μια μεγάλη γκάμα διαφορετικών κοινωνικών υποκειμένων, επιβεβαίωνε ότι στην πρώτη γραμμή δεν βρίσκεται υποχρεωτικά η εργατική τάξη σαν τέτοια· και, επιπλέον, ότι το ψηφιδωτό των απαιτήσεων για ισότητα και ελευθερία θα μπορούσε να εννοηθεί με όρους κοινωνικής αξιοπρέπειας χωρίς να ανατραπεί αναγκαστικά η καπιταλιστική δομή. Μια σειρά προοδευτικών νομοθεσιών θα μπορούσε, πράγματι, να αποκαταστήσει τις αδικίες της ως τότε περιθωριοποίησης διάφορων και διαφορετικών κοινωνικών υποκειμένων, που συγκροτούνταν δυναμικά / διεκδικητικά σαν κοινές ταυτότητες.
Ο εντυπωσιακός νεωτερισμός που επέβαλαν πολλά απ’ τα κοινωνικά κινήματα της περιόδου ήταν, πράγματι, ο δυναμισμός της “κοινής ταυτότητας”, ακόμα κι αν επρόκειτο για μειοψηφικά ή και εξαιρετικά μειοψηφικά σύνολα. Η ιστορική ταξική εννόηση των αντιθέσεων, των αντιπαλοτήτων και των συμφερόντων έμοιαζε στην καλύτερη των περιπτώσεων εξαιρετικά δυσκίνητη έως ανίκανη να συμπεριλάβει, κατά μήκος μιας κοινής, ενιαίας και από άκρη σε άκρη γραμμής αντιπαράθεσης, το πλήθος των διαφορετικών συλλογικοτήτων και των ιδιαίτερων συμφερόντων ή στοχεύσεών τους. Στη χειρότερη των περιπτώσεων (και αυτή ήταν συχνό φαινόμενο) αυτή η ιστορική ταξική εννόηση εκδηλωνόταν εχθρικά απέναντι σε τέτοιου είδους υποκειμενικούς δυναμισμούς. Η αντιμετώπιση του γυναικείου κινήματος στους κόλπους ακόμα και των πιο ριζοσπαστικών εργατικών οργανώσεων της περιόδου σ’ όλον τον δυτικό κόσμο, είναι χαρακτηριστική: πεισμένοι ότι ο πόλεμος κατά του καπιταλισμού και του κράτους είναι βασικά αντρική υπόθεση, και ότι σε κάθε περίπτωση η ανάδειξη εγκάρσιων διαφοροποιήσεων ή και αντιθέσεων (με όρους φύλου, ή σεξουαλικότητας, ή φυλής) αποδυναμώνει την “κεντρική αντίθεση” (με τα αφεντικά), πολλοί απ’ τους πρωταγωνιστές ακόμα και των πιο βίαιων εργατικών αγώνων απέρριπταν για καιρό σαν εχθρικές αυτές τις άλλες ταυτότητες. Για να εισπράξουν τις δικαιολογημένες κατηγορίες για σεξισμό ή/και ρατσισμό...
Στη βάση μιας ορισμένης προσέγγισης θα ήταν δυνατό η κινηματική, δυναμική ανάδυση αυτών των άλλων ταυτοτήτων να εμπλουτίσει και να δυναμώσει την ιστορική ταξική συνειδητοποίηση. Αυτό προσπάθησε να κάνει, κι ως ένα βαθμό πέτυχε, η Αυτονομία στην ιταλία (όμως οι αναλύσεις και οι πρακτικές της έγιναν γνωστές εκ των υστέρων, όταν είχε ηττηθεί... Κι αυτό γιατί; λόγω γλώσσας...). Όμως ήταν εξίσου δυνατό να την διαλύσει. Απ’ τις ίδιες τους τις προδιαγραφές, οι προσδιορισμοί αυτών των ταυτοτήτων (“γυναίκα”, “μαύρος”, “ομοφυλόφιλος/η”, “φυσιολάτρης”, κλπ) διέτρεχαν όλες τις τάξεις. Την ίδια στιγμή που η εργατική, ταξική “ταυτότητα” έδειχνε (και κατ’ αρχήν ήταν) φτωχή, αδύναμη ή συντηρητική ενώπιον των άλλων ταυτοτήτων, η διαταξική συνομάδωση μπορούσε να προσφέρει όχι μόνο δύναμη και νομιμοποίηση αλλά ακόμα και αποτελεσματικότητα (στις διεκδικήσεις). Η καινοτομία των πολιτικών της ταυτότητας ήταν ότι αναδείκνυαν μια πολλαπλότητα εξουσιών στη θέση της ιστορικής μονοδιάστατης αντίληψης περί καπιταλιστικής / κρατικής εξουσίας και προλεταριακής αντιεξουσίας. Αλλά η αχίλλειος πτέρνα αυτής της ανάδειξης ήταν πως οι πολλαπλές εξουσίες και αντιεξουσίες ήταν διαταξικές. Συνεπώς θα ήταν δυνατή (και συχνά επιθυμητή) η διαταξική συνεργασία κάτω απ’ την ομπρέλα της μιας ή της άλλης αγωνιζόμενης ταυτότητας. Η σημασία των κυρίαρχων τάξεων σαν τέτοιων, και ο πόλεμος εναντίον τους (και πάλι σαν τέτοιων) έμπαινε, έτσι, πρακτικά, σε δεύτερη μοίρα...
Εν τω μεταξύ στο πεδίο των αναμετρήσεων που θα μπορούσε να θεωρηθεί “αμιγώς εργατικό”, οι εξελίξεις δεν ήταν καθόλου ευνοϊκές για το προλεταριάτο του αναπτυγμένου καπιταλιστικού κόσμου, καθώς η δεκαετία του 1970 προχωρούσε προς το τέλος της. Ο συνδυασμός “μαστιγίων” και “καρότων”, απολύσεων ή και διώξεων απ’ την μια μεριά και των πρώτων βημάτων ριζικής αναδιάρθρωσης της οργάνωσης της εργασίας απ’ την άλλη (περισσότερα επ’ αυτού στο 4ο τεύχος των κόκκινων σελίδων) συσσώρευε δυσκολίες, αδιέξοδα και ήττες στις μαχητικές εργατικές οργανώσεις. Κι αν, απ’ τις αρχές κιόλας της δεκαετίας του ‘80, οι πολιτικές της ταυτότητας πήραν την κεντρικότητα που είχε ως λίγα μόνο χρόνια νωρίτερα η ταξική αναμέτρηση, αυτό δεν οφειλόταν σε κάποιο σατανικό σχέδιο των αφεντικών ή σε κάποια συνομωσία τους. Ήταν το “σχεδόν φυσιολογικό” αποτέλεσμα μιας ασυμμετρίας στην εξέλιξη του κοινωνικού ανταγωνισμού: πολλές ήττες μαζεμένες στην ταξική μεριά, πολλές επιτυχίες στην πολιτιστική. Στο κάτω κάτω, ακόμα και οι εργάτες / εργάτριες, σαν φυσικά άτομα, μπορούσαν να ανακαλύψουν ή/και δημιουργήσουν στοιχεία άλλων ταυτοτήτων ή και ολοκληρωμένες τέτοιες έξω και πέρα απ’ αυτήν καθ’ αυτήν την εργασιακή εκμετάλλευση σε βάρος τους. Όχι μόνο “άντρες” ή “γυναίκες”, “μαύροι” ή “λευκοί”, “straight” ή “gay / lesbian”, αλλά πολύ περισσότερες: φίλοι του τάδε ή του δείνα σπορ· φίλοι των μοτοσυκλετών ή των ποδηλάτων· φίλοι του χορού ή του σινεμά· φίλοι των κατοικίδιων ή των άγριων ζώων· υποστηρικτές της τάδε απειλούμενης εθνότητας· και ούτω καθ’ εξής.
Κατ’ αυτήν την έννοια η εργατική τάξη “εξαφανίστηκε” απ’ τον ορίζοντα σαν υποκείμενο αναφοράς για μείζονες αναμετρήσεις (άρα και σαν το συλλογικό υποκείμενο της λόγω και έργω κριτικής) - και εξαφανίστηκε γρήγορα - στα ‘80s. Πολύ φτωχός αυτοπροσδιορισμός (θεωρήθηκε...) το “εργατική τάξη” για να συμπεριλάβει τον πλούτο (πραγματικό ή φανταστικό αυτό είναι άλλη συζήτηση...) των εμπειριών, των δυνατοτήτων, των επιθυμιών, των προσανατολισμών, της αυτο-εννοούμενης ταυτότητας καθενός και καθεμιάς χωριστά... Η εργατική τάξη “εξαφανίστηκε” κατά κάποιον τρόπο μυστηριωδώς, ενόσω εξίσου μυστηριωδώς άρχισε να γίνεται λόγος - μετά - βεβαιότητας για την διόγκωση και την εξάπλωση μιας άλλης τάξης: της “μεσαίας”. Αυτή η εξάπλωση δεν ήταν μόνο ποσοτικό γεγονός. Ήταν, επιπλέον, ποιοτικό φαινόμενο. Γιατί ενόσω συνέβαιναν και σταθεροποιούνταν αυτές οι πολιτικοϊδεολογικές μεταβολές στις αναπτυγμένες καπιταλιστικά κοινωνίες, ήταν επίσης οφθαλμοφανές ότι υπήρχαν πολλές εκατοντάδες χιλιάδες (ή και εκατομμύρια) που δεν χωρούσαν σ’ αυτό το ταχέως αναπτυσσόμενο “κέντρο”. Ήταν επίσης οφθαλμοφανές ότι οι πραγματικοί μισθοί για χιλιάδες ή και εκατομμύρια μισθωτών μίκραιναν (πάντα στη δεκαετία του 1980) ενόσω οι πραγματικές ώρες εργασίας (τους) αυξάνονταν. Προκειμένου να μην ξυστούν πληγές που μόλις είχαν κλείσει, κανείς (απ’ όσους ενδεχομένως θα είχαν μια κάποια απήχηση) δεν έπρεπε να μιλήσει για “εργατική τάξη”, ούτε καν με οφθαλμοφανείς αφορμές. Η υπεροχή του “κέντρου” και της “μεσαίας τάξης” δεν το επέτρεπε. Ανακλήθηκαν παλιές ορολογίες ή δημιουργήθηκαν καινούργιες: “φτωχοί” (εργαζόμενοι φτωχοί...) ή underclass... Οι πολιτικές της ταυτότητας μπορούσαν επίσης να μιλήσουν επ’ αυτού, με έναν τρόπο που ωστόσο παρέπεμπε στο (και νομιμοποιούσε ηθικά και πολιτικά το) “κέντρο”: αποκλεισμός. Αφού “εργατική τάξη” με όλες τις ιστορικές συνδηλώσεις και τα επικίνδυνα ενδεχόμενα δεν υπήρχε πια (ή συρρικνωνόταν διαρκώς αριθμητικά), δημιουργήθηκε μια διαφορετική εννοιακή κατηγορία: οι αποκλεισμένοι. Οι χωρίς πρόσβαση στο... Σχεδόν: οι περιθωριοποιημένοι. Όχι μόνο με όρους “οικονομικούς”, αλλά και κοινωνιολογικούς, αισθητικούς, κλπ: “διαλυμένες” ή μονογονεϊκές οικογένειες· χρόνια άρρωστοι και γενικά “προβληματικοί” (συχνά “ψυχολογικά”)· πολιτιστικά μη εντάξιμοι (βασικά: μετανάστες)· επιρρεπείς στο νομαδισμό (άστεγοι)· ξεπεσμένοι των γκέτο· κλπ κλπ.
Εν τέλει, οι πολιτικές της ταυτότητας άρχισαν να λειτουργούν με επιτυχία, απ’ τα ‘80s και μετά, σε δύο διαφορετικά επίπεδα. Απ’ την μια μεριά απελευθέρωναν τμήματα των πληβείων του αναπτυγμένου καπιταλιστικού κόσμου απ’ τα δεσμά του “ετεροπροσδιορισμού” των κοινωνικών τάξεων, επιτρέποντάς τον ατομικό και συλλογικό αυτοπροσδιορισμό κατά βούληση. Απ’ την άλλη απελευθέρωναν την κοινωνική κινητικότητα (ή, πιο σωστά, το φάντασμά της) σταθεροποιώντας την “μεσαία τάξη” και τις μυθολογίες της σαν την “Ιθάκη” αυτής της (ανοδικής φυσικά!) κινητικότητας. Παρά την ενοχλητική (έως αντιαισθητική) ύπαρξη των “αποκλεισμένων”, αυτή η διπλή λειτουργία ταίριαζε με τα βασικά ιδεολογικά δόγματα του νεοφιλελευθερισμού που ακόμα κι αν δεν έγιναν στα ‘80s κρατική πολιτική παντού, έγινε όμως συνειδητή (ή υποσυνείδητη) κοινωνική κοινοτοπία. Εν τέλει ο νεοφιλελευθερισμός μπορούσε να υπερασπιστεί αποτελεσματικά τις κυρίαρχες ιδέες περί κοινωνίας και ατόμου, και να δώσει απαντήσεις ακόμα και για τους “αποκλεισμένους”. Αφού η κοινωνική και προς τα πάνω κινητικότητα ήταν ελεύθερη (πράγμα που το επιβεβαίωναν τα όνειρα και οι ατομικοί υπολογισμοί εκατομμυρίων υπηκόων)· αφού “ταξικοί φραγμοί” δεν υπήρχαν πια (ή τέτοια ήταν η κοινή πεποίθηση)· αφού ο κανένας ήταν υπεύθυνος για την καλλιέργεια των δυνατοτήτων του (“ατομικό κεφάλαιο”) και για την προκοπή του· ποιός ο λόγος να βρίσκεται κάποιος “εκτός νυμφώνος”; Μήπως δεν προσπαθούσε αρκετά; Μήπως τεμπέλιαζε; Μήπως ήταν πολιτιστικά καθυστερημένος; Έτσι θα πρέπει να ήταν τα πράγματα...
Θα μπορούσε κάποιος να υποστηρίξει, όχι αβάσιμα, ότι οι πολιτικές της ταυτότητας επέτρεψαν σε κοινωνικές ομάδες που ήταν περιθωριοποιημένες ως την δεκαετία του 1970, αν όχι να βελτιώσουν τη θέση τους (πράγμα που συνέβη αλλά όχι για όλα τα μέλη αυτών των κοινωνικών ομάδων) σίγουρα να τραβήξουν την προσοχή· και να ανακτήσουν μια ορισμένη αυτοπεποίθηση. Το αμερικανικό κίνημα των μαύρων είναι η πιο χαρακτηριστική συνηγορία μιας τέτοιας εκτίμησης, κι όχι άδικα. Μαύρος πρόεδρος στις ηπα θα ήταν αδιανόητος πριν λίγες μόνο δεκαετίες. Απ’ την άλλη μεριά όμως, κι επειδή στον καπιταλισμό τίποτα δεν είναι δωρεάν, η Μεγάλη Αντίθεση (εργάτες εναντίον αστικής τάξης) εξαφανίστηκε· η Μεγάλη Πολεμική Ταυτότητα διαλύθηκε· και δεν είναι καθόλου βέβαιο (για εμάς, σαν αυτόνομους, το αντίθετο) ότι θα έπρεπε οι πάντες να πανηγυρίσουν γι’ αυτό. Μοιάζει σαν τις επιτυχίες του “όχι όλοι μαζί, ένας ένας παρακαλώ”: πράγματι “λίγοι λίγοι”, υπό την προϋπόθεση μιας συλλογικής αυτοθέσμισης με όρους διακριτής ταυτότητας, κατάφεραν να βελτιώσουν την κατάστασή τους· ή, έστω, να λαμβάνονται πιο σοβαρά υπ’ όψη· όμως οι επιτυχίες τους, σε βάθος χρόνου, ήταν μια παραλλαγή ανανέωσης της ταξικής διαστρωμάτωσης, μιας και από κάθε ταυτότητα προέκυψαν καινούργιες ελίτ και καινούργιοι πληβείοι. Κι ήταν σαφώς πιο αβέβαιες (αυτές οι επιτυχίες) από εκείνες που είχε πετύχει νωρίτερα η εργατική τάξη σαν τέτοια. Ασφαλώς οι πολιτικές της ταυτότητας έδειξαν την πολυμέρεια των σύγχρονων σχέσεων εξουσίας, κι απ’ αυτή την άποψη συνέβαλαν στην απομυθοποίηση της “κεντρικής εξουσίας”. Επιπλέον ενίσχυσαν (ή αποκατέστησαν εκ των υστέρων) τα αντι-αποικιοκρατικά κινήματα. Απ’ την άλλη μεριά όμως κύλησαν τελικά στη γενικευμένη ατομική ψυχολογικοποίηση. Και στην μεγάλη κλίμακα, συνέβαλαν στο να απαλλαγούν τα αφεντικά απ’ τις άλλοτε γενικές δεσμεύσεις τους: δεν απελευθερώθηκε μόνο η διαδικασία του ατομικού ή συλλογικού αυτοπροσδιορισμού· απαλλάχτηκαν και οι κύριοι αυτού του κόσμου (κάποιοι προερχόμενοι απ’ τις άλλοτε περιθωριακές μειονότητες...) απ’ τους κινδύνους μιας γενικευμένης και ανατρεπτικής εργατικής αντιεξουσίας. Όντως, “δωρεάν γεύμα” δεν υπάρχει στον καπιταλιστικό κόσμο, είτε θυμούνται όλοι ότι είναι καπιταλιστικός είτε όχι· είτε νομίζουν κάμποσοι ότι έγινε “liberal” είτε όχι.
Μια απροσδόκητη αλλά όχι ανεξήγητη συνέπεια της διπλής εξέλιξης, της “εξαφάνισης” της εργατικής τάξης και της ηγεμονίας των πολιτικών της ταυτότητας, ήταν, απ’ την δεκαετία του 1980 κιόλας, η ανανέωση των εθνικιστικών (αρχικά...) επιχειρημάτων της πρωτοκοσμικής άκρας δεξιάς. Η γαλλία θα μπορούσε να θεωρηθεί “πρωτοπόρα” απ’ αυτήν την άποψη. Ακόμα και τα ρατσιστικά επιχειρήματα προσαρμόστηκαν στο γενικό κλίμα της “αναγνώρισης των ταυτοτήτων”. Δεν είναι θέμα “ανωτερότητας” ή “κατωτερότητας” άρχισαν να αγορεύουν τα think tank του νέου ολοκληρωτισμού· είναι θέμα διαφορετικότητας και μη συμβατότητας πολιτισμών, ηθών, εθίμων, κουλτούρας... Σ’ ότι αφορά μάλιστα την ανανέωση των εθνικιστικών ρητορειών, η διαφορά αναγορεύτηκε σε υποχρέωση. Σε “πατριωτικό καθήκον” διάσωσης...
Σε πολιτική αντίληψη (αυτή των ταυτοτήτων) που μπορούσε να περιλάβει, με ενιαίο τρόπο, ακόμα και την διάσωση σπάνιων ζώων, η ακροδεξιά ρητορική δεν θα δυσκολευόταν να εκσυγχρονίσει ακόμα και τον παραδοσιακό “φυσιοκεντρισμό” της: όπως στη φύση έτσι και στις ανθρώπινες κοινωνίες τα “είδη” δεν μπλέκονται. Καθώς οι πολιτικές των ταυτοτήτων αγίαζαν τις ομοιότητες και έκριναν ότι οι ταυτότητες συγκροτούνται με όρους αντιπαλότητας και διαφοροποίησης-από (και πάντως όχι μέσω σεβασμού ή θαυμασμού προς το “διαφορετικό”), κάθε επιμέρους “πολιτιστική” ή ιδεολογική αντίθεση ήταν, θεωρητικά τουλάχιστον, νόμιμη και εύλογη. Το τέλειο πεδίο επιβεβαίωσης τέτοιων προσεγγίσεων ήταν τα νεανικά στυλ (με τις κάποτε ισχυρές έριδες μεταξύ των οπαδών τους) και, φυσικά, τα γήπεδα και οι οπαδοί των ποδοσφαιρικών ομάδων. Εάν η κατ’ αρχήν φιλελεύθερη πολιτική των ταυτοτήτων μπορούσε να εξηγήσει την αξία “ζωής και θανάτου” τέτοιου είδους αντιθέσεων και ανταγωνισμών (και όντως το έκανε), η άκρα δεξιά θα αρκούσε να πάρει αυτά τα συμπεράσματα και να τα εφαρμόσει σε εθνοκρατική κλίμακα. Εκείνο που είχε ξεπηδήσει μέσα απ’ την γενική ανταρσία των ‘60 και των ‘70 αποτελώντας οργανικό της κομμάτι, εξελισσόταν ήδη στα ‘80 (κι ακόμα περισσότερο και ευκολότερα στα ‘90) στο αντίθετό του. Διαλεκτική της εξουσίας λέγεται αυτό...