το νόημα του στυλ: ανανεωμένος μικροαστισμός

Η ίδια “σιδηρά κυρία” (η Θάτσερ) που προτίμησε να διακινδυνεύσει την πρωθυπουργία της παρά να υποχωρήσει μπροστά τους ανθρακωρύχους και το κίνημα συμπαράστασης σ’ αυτούς, είχε την ιδέα να κάνει ένα δώρο στην αγγλική εργατική τάξη, εκεί στο πρώτο μισό της δεκαετίας του 1980. Να τους επιτρέψει να αγοράσουν (σε χαμηλές τιμές) τα back-to-back σπίτια, δημοτικής ιδιοκτησίας, που ήταν επί αιώνες το σήμα κατατεθέν της εργατικής κατοικίας στην αγγλία.
Γιατί αυτή η γενναιοδωρία; Η αγγλίδα νεοφιλελεύθερη πρωθυπουργός το δήλωσε καθαρά και ανοικτά: αν γίνουν ιδιοκτήτες των σπιτιών τους θα μικροαστικοποιηθούν. Τέλεια! Αυτό δεν ήταν μια καθόλου άσχημη ιδέα για την καπιταλιστική σταθερότητα στην αγγλία (όπως και παντού): μικροαστικοποίηση της εργατικής τάξης. Αυτό κι αν είναι η ιδανική συνταγή “εξαφάνισης”!
Πώς επιτυγχάνεται η μαζική μικροαστικοποίηση μέσα σ’ ένα συγκεκριμένο ιστορικό μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης και σ’ ένα σύντομο χρονικό διάστημα; Δεν θα πρέπει να υπάρχει μια και μοναδική απάντηση, αλλά μάλλον μια γκάμα συγγενικών μεταξύ τους εκδοχών για το πως η ιδιοκτησία (ακόμα και ασήμαντων πραγμάτων) μπορεί να σημασιοδοτηθεί έτσι ώστε να γίνει συνειδησιακός καταλύτης.
Σε μια ανάλυσή τους που παρουσιάστηκε δημόσια στις 2 Μάρτη του 2011, με τίτλο νέες εργατικές φιγούρες, τα μητροπολιτικά συμβούλια αυτόνομων έδειξαν την ελληνική εκδοχή αυτής της μαζικής μικροαστικοποίησης. Αν και είναι φορτωμένη με ιστορικές ιδιαιτερότητες η ελληνική εκδοχή μαζικής μικροαστικοποίησης της εργατικής τάξης (και άρα “εξαφάνισής” της), αξίζει να θυμηθούμε μερικές απ’ τις παρατηρήσεις εκείνης της εισήγησης, πριν αντιμετωπίσουμε το ζήτημα κάπως γενικότερα:

...
Το προλεταριάτο έχει υπάρξει πλούσιο σε ανταγωνιστική ιστορία στην ελλάδα, δεν υπάρχει αμφιβολία επ’ αυτού. Αλλά υπάρχει μια ιδέα που είναι ευθέως εχθρική στην αυτοσυνείδηση των εργατών. Είναι η ιδέα του “λαού”. Είναι πάντα ασαφές που αρχίζει και που τελειώνει ο “λαός”, ποιούς περιλαμβάνει και ποιούς αποκλείει. Είναι όμως ξεκάθαρο ότι δεν χωράει μόνο τους εργάτες, αλλά και τους μικροαστούς, αυτούς που η αριστερά (και όχι μόνον αυτή άλλωστε) ονομάζει “μικροεργοδότες”. Σα να λέμε “μικροεκμεταλλευτές”.
Για να βάλουμε λοιπόν μια χρονική αφετηρία στην εξιστόρηση αυτού του ιδεολογικού παράγοντα, μπορούμε να αρχίσουμε απ’ το 1981. Επειδή τότε, όπως ειπώθηκε, ο λαός ανέλαβε την εξουσία. Εμφανίστηκε, δηλαδή, αυτό το ασαφές πράγμα που ονομάζεται “λαός” όχι μόνο σαν πολιτικό υποκείμενο, αλλά και σαν πολιτικό υποκείμενο που κυριαρχεί στους θεσμούς. Τι συγκεκριμένες μορφές είχε αυτή η κυριαρχία;
Δεν είναι δύσκολο να τις βρούμε. Σε μεγάλο τους μέρος οι απτές μορφές του “λαού στην εξουσία” έχουν να κάνουν με την οργάνωση της εργασίας. Έχοντας άμεση πρόσβαση στους κυβερνητικούς / κρατικούς θεσμούς και μηχανισμούς, οι οπαδοί και οι ψηφοφόροι των σοσιαλδημοκρατών και των “λοιπών δημοκρατικών δυνάμεων” μπορούν (μετά από δεκαετίες διώξεων, ας το θυμίσουμε) να διορίζονται στον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Υπάρχουν, φυσικά, και επιπλέον δυνατότητες: επιδοτήσεων και τραπεζικών δανείων σε επιχειρήσεις, χορήγησης αδειών για ταξί, φορτηγά ή περίπτερα, εκδουλεύσεων σε ότι αφορά τις άδειες οικοδομής, κλπ. Πρέπει όμως να ρίξουμε φως ειδικά στη σχέση εργοδότη - προσλαμβανόμενου. Εφόσον ο εργοδότης είναι το κράτος, και εφόσον το κράτος έχει γίνει “λαϊκό”, η σχέση εργοδότη - προσλαμβανόμενου στο δημόσιο (είτε αφορά μια τεχνική ειδικότητα στη ΔΕΗ και στον ΟΤΕ είτε μια δουλειά γραφείου σε τράπεζα ή σε δήμο, ή σε νοσοκομείο ή σε υπουργείο) παύει να είναι σχέση αφεντικού - εργάτη. Μοιάζει περισσότερο με σχέση προστάτη - προστατευόμενου, όπου υπάρχουν ιδεολογικοί ενοποιητικοί δεσμοί ανάμεσα στις δύο φιγούρες.
Είναι νομίζουμε σαφές ότι απ’ το 1981 και μετά, και με τον “λαό στην εξουσία”, οι τρόποι με τους οποίους γίνεται αντιληπτή η εργασία και, κυρίως, οι αντιθέσεις γύρω απ’ αυτήν, αλλάζουν ριζικά. Και έχει σημασία ότι αυτός ο “λαός” είναι η κεντροαριστερά και η αριστερά στην ελλάδα. Αυτοί, δηλαδή, οι πολιτικοί οργανισμοί που ιστορικά είχαν επιφορτιστεί με την υπεράσπιση των συμφερόντων των εργατών. Συνεπώς, συμβαίνει το εξής: οι ιστορικοί πολιτικοί “εκπρόσωποι” της εργατικής τάξης κηρύσσουν πανηγυρικά το τέλος της ταξικής πάλης, όχι με απόφαση συνεδρίου φυσικά, αλλά μετατρέποντας την εργασία (το να την βρεις στο δημόσιο, το να ανελιχθείς ιεραρχικά σ’ αυτήν, το μέγεθος των μισθών, κλπ) σ’ ένα είδος εξασφαλισμένης ατομικής ιδιοκτησίας, που παρέχεται απ’ το κράτος. Οι εργαζόμενοι στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, που δεν ήταν καθόλου λίγοι στη δεκαετία του 1980, ανακαλύπτουν πόσο βολικό είναι να εννοεί κανείς την εργασία όχι σαν έναν πόλο που έχει διαρκώς πολεμικές σχέσεις με τον άλλο (το αφεντικό) αλλά σαν έπαθλο πάνω σ’ έναν καμβά τριών ειδών σχέσεων: συνδικαλιστικών, πολιτικών, και οικογενειακών.
Το “μέσο”, το “βύσμα”, ο “γνωστός”, ο κάθε είδους μεσάζων και οι πρακτικές που τους συνοδεύουν σε ό,τι αφορά την οργάνωση της “αγοράς εργασίας” και τις εννοήσεις αυτής της οργάνωσης, είναι βέβαια καταστάσεις απόλυτα οικείες στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό. Όμως στο μεγαλύτερο μέρους του 20ου αιώνα, ειδικά απ’ τα μέσα της δεκαετίας του ‘30 ως και τα τέλη εκείνης του ‘70, υπήρχε ισχυρή μονομέρεια στην άσκηση και στην απόλαυση αυτών των πρακτικών. Το κράτος ήταν της δεξιάς, και ήταν πολεμικό εναντίον των ιδεολογικών του αντιπάλων, άρα και ενός μεγάλου τμήματος της εντόπιας εργατικής τάξης. Ήταν απ’ το 1981 και μετά, που η επανόρθωση των ιστορικών αδικιών, η κατάργηση των παλιών αποκλεισμών, ο εκδημοκρατισμός του πολιτικού συστήματος και η μετατόπιση της κρατικής διεύθυνσης προς τα αριστερά, θα επιτρέψουν στο “μέσο” να γίνει γενικός κανόνας. Αλλά το “μέσο”, που είναι τώρα ο καμβάς των σχέσεων που περιγράψαμε νωρίτερα, κάνει - σαν “αριστερό μέσο” - την ίδια δουλειά που έκανε και στις δεκαετίες που ήταν αποκλειστικά “δεξιό”: αναδιαμορφώνει τις σχέσεις εργασίας, καθιερώνει την κουλτούρα των προνομίων, μικροαστικοποιεί μαζικά τους μισθωτούς. Θα διαμορφωθεί λοιπόν, χάρη στην “κοινωνική δικαιοσύνη” σε ό,τι αφορά την απόλαυση μικρότερων ή μεγαλύτερων προνομίων, ένας μικροαστικός κορμός κατευθείαν μέσα απ’ τις τάξεις των μισθωτών. Είναι ένα πλήθος που δεν θέλει να αντιλαμβάνεται πια τον εαυτό του σαν “εργάτη”, αλλά με οποιονδήποτε άλλον τρόπο. Είναι ένα πλήθος που θεωρεί την θέση εργασίας του σαν ανταμοιβή για την ψήφο του, είναι λοιπόν η δική του θέση εργασίας. Και πρόκειται για μια ιδιοκτησία “κερδοφόρα”, με τον τρόπο της. Γιατί οι ίδιες μεσολαβήσεις που εξασφαλίζουν την αρχική πρόσληψη εδώ ή εκεί, διαμορφώνουν την καθημερινότητα των σχέσεων εργασίας (δικαιολογημένες απουσίες, τεμπέλιασμα) αλλά και τις προοπτικές καριέρας και βαθμολογικής / μισθολογικής ανόδου. Εξασφαλίζουν ακόμα και την δυνατότητα να γίνει ο χθεσινός ευεργετημένος, ευεργέτης ενός άλλου· να γίνει ο χθεσινός “αξιοποιητής” ενός βύσματος, βύσμα ο ίδιος. Όντως, είναι σχεδόν αδύνατο να μιλήσει κανείς για εργάτες υπ’ αυτές τις συνθήκες!

...
Στον “ιδιωτικό τομέα” η εξέλιξη υπήρξε διαφορετική μεν, αλλά όχι και το αποτέλεσμα. Μια σειρά “προβληματικών” βιομηχανιών “κοινωνικοποιήθηκαν” απ’ τις πρώτες σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις, πέρασαν δηλαδή υπό τον έλεγχο των (τότε κρατικών) τραπεζών. Σα συνέπεια, χιλιάδες βιομηχανικοί εργάτες και εργάτριες, άλλοι με ιστορία αγώνων κι άλλοι χωρίς, μεταμορφώθηκαν σε “ημιδημόσιους υπαλλήλους”. Στην ουσία το μεγαλύτερο μέρος της βιομηχανικής “σπονδυλικής στήλης” της εντόπιας εργατικής τάξης μπήκε μαζικά στη σφαίρα της κομματικής / μεσολάβησης με το κράτος, υιοθετώντας (ως την κατάρρευση των “προβληματικών” στα τέλη της δεκαετίας του ‘80) την κουλτούρα του “δημόσιου” τομέα.
Στην υπόλοιπη “ιδιωτική αγορά εργασίας” αναπτύχθηκε την ίδια εποχή, κυρίως από νέους σε ηλικία εργάτες, μια ειδική απόρριψη της προλεταριακής συνθήκης, που σε πρώτο χρόνο έμοιαζε ριζοσπαστική: είτε η συνειδητή επιλογή της μαύρης δουλειάς (“τα ένσημα στο χέρι”) είτε η συνειδητή επιλογή των φιλικών - σχέσεων - με - το - αφεντικό, ειδικά στις επιχειρήσεις διασκέδασης και τουρισμού. Το σημαντικότερο όμως ήταν η γενική μετατόπιση του κέντρου βάρους των ατομικών και συλλογικών ταυτοτήτων στις (υπο)κουλτούρες του ελεύθερου χρόνου. Όταν, μετά το 1987, άρχισε να κορυφώνεται η ιδεολογική εκστρατεία εμπορευματοποίησης και “αποενοχοποίησης του πλούτου” [επιχείρηση Κλικ...] το έδαφος ήταν ήδη έτοιμο. Η εξίσωση “είσαι ό,τι αγοράζεις” επούλωσε τα πιθανά συμπλέγματα κατωτερότητας (λόγω εργατικής θέσης), είτε μαζικά είτε ατομικά.
Έγινε λοιπόν σχεδόν αδύνατο να μιλήσει κανείς για εργάτες, αφού μιλούσαν και μιλούν οι πάντες, χωρίς να χρησιμοποιούν τέτοιες “ταπεινές” λέξεις και έννοιες. Μιλάει το κράτος (σαν κόμματα, συνδικάτα, κλπ), μιλάει το εμπόρευμα και οι καταναλωτικές ταυτότητες, μιλάει και η οικογένεια.
...

Θα επιμείνουμε κάπως περισσότερο στο τελευταίο σημείο, την συγκρότηση ατομικών και συλλογικών ταυτοτήτων μέσα στις (υπο)κουλτούρες του ελεύθερου χρόνου. Κι αυτό επειδή δεν υπάρχει κάποια έντονη ελληνική ιδιαιτερότητα εδώ.
Κατ’ αρχήν η άνθηση και η γενίκευση του ατομικού και συλλογικού “αυτοπροσδιορισμού” με όρους στυλ, στη νεολαία (γενικά) και στην προλεταριακή νεολαία (ειδικά), ξεκίνησε δυναμικά απ’ την δεκαετία του ‘60 - μέσω μουσικής κατά κύριο λόγο. Η οργανωμένη και μεθοδική αξιοποίηση αυτής της συνθήκης, όχι μόνο για λόγους κατανάλωσης αλλά και σαν ευρύτερο μοντέλο (ιδεολογικής) ενσωμάτωσης, άρχισε αργότερα· κι αυτό εξαιτίας του συντηρητισμού όσων βρίσκονταν σε θέσεις εξουσίας και αποφάσεων, είτε στο κράτος είτε στην “ιδιωτική οικονομία”, μέχρι - χοντρικά - τα μέσα ή τα τέλη της δεκαετίας του ‘70.
Τότε, ένας συνδυασμός παραγόντων, άρχισε να λειτουργεί με επιτυχία. Απ’ την μια οι πολιτικές των ταυτοτήτων, παρότι δεν εστίαζαν κυρίως την περιοχή “αυτοπροσδιορισμών μέσω στυλ”, άνοιξαν τον δρόμο για μια γενικότερη εννόηση (και νομιμοποίηση) του δικαιώματος στη διαφορά. Απ’ την άλλη το “μικρο” επιχειρηματικό underground διάφορων νεανικών στυλ (δισκοπωλεία, ρουχάδικα, σημεία συνάντησης / διασκέδασης) αποδείχθηκε “καλή ιδέα” για “μεγαλύτερες επενδύσεις”. Ακόμα και σε επίπεδο “ειδικών” άρχισαν να πληθαίνουν εκείνοι που προέρχονταν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, από τέτοιες (υπο)κουλτούρες ή τα πέριξ τους. Η ευρύτερη εμπορευματοποίηση αυτών των νεανικών “πολιτιστικών αυτοπροσδιορισμών” αποδείχθηκε εύκολη υπόθεση.

Κόκκινες Σελίδες

Παρ’ όλα αυτά δεν είναι νομοτελειακό ότι μέσω αυτής της διαδικασίας κερματισμού διαλύεται ακαριαία ο ταξικός (εργατικός) χαρακτήρας ή η ανάλογη προέλευση διάφορων “στυλ” - εάν, φυσικά, υπάρχει εργατική καταγωγή τους. Απόδειξη είναι τα πρώτα χρόνια του αγγλικού punk. Το στυλ εξασφαλίζει κατ’ αρχήν αναγνωρισιμότητα και αυτοπεποίθηση· όχι όμως κοινωνική άνοδο: μένεις στην ίδια εργατογειτονιά που μένουν και οι γέροι σου, κι ας ντύνεσαι όπως θες... Το πράγμα είναι εντελώς διαφορετικό όταν τα στυλ αποεδαφικοποιούνται και κινούνται / μεταδίδονται σαν “αυτοτελείς ταυτότητες”. Τότε μπορούν να υιοθετηθούν κατά βούληση, και πάντως “ελεύθερα” από ταξικούς προσδιορισμούς. Οι μουσικές και οι χοροί των αφροαμερικάνων της αμερικής, για παράδειγμα, ήταν πάντα μουσικές και χοροί της μαύρης εργατικής τάξης· στη διάδοσή τους όμως το κοινωνικό, ταξικό υπόβαθρο “εξαφανιζόταν”. Ακριβώς απ’ αυτό το σημείο και μετά είναι που οι ατομικές και συλλογικές ταυτότητες των στυλ μπορούν να λειτουργήσουν διαβρωτικά σε βάρος της εργατικής, ταξικής ταυτότητας. Ακόμα ευκολότερα αν πουλιούνται και αγοράζονται “άνευ βαρών” κοινωνικής, ταξικής προέλευσης και περιεχομένων.
Εάν, λοιπόν, η διαχείριση - του - ελεύθερου - χρόνου αποκτούσε έναν επείγοντα χαρακτήρα ατομικής ή/και παρεϊστικης φυγής απ’ την αντιηρωϊκή εργατική καθημερινότητα, κι αν βρίσκονταν οι κατάλληλοι να εμπορευτούν και να “προπαγανδίσουν” αυτήν την ατομική ή/και παρεΐστικη φυγή (πράγμα που έγινε συστηματικά διεθνώς μετά το μεγάλο κύμα αρνήσεων των ‘60s και ‘70s) θα χρειαζόταν υψηλού επιπέδου εργατική συνείδηση για να (δοκιμάσει να) εμποδίσει όχι τα στυλ αυτά καθ’ εαυτά, αλλά την ταξική συνθηκολόγηση μέσω των στυλ. Και τέτοια δεν υπήρξε.

κορυφή