η αποδιάρθρωση της εργασίας
Ποιές επρόκειτο να είναι οι συνέπειες των ριζικών αλλαγών που άρχισαν, πειραματικά κατ’ αρχήν, να μπαίνουν σε εφαρμογή ήδη απ’ τα τέλη της δεκαετίας του ‘70, σε ότι αφορά την οργάνωση της καπιταλιστικής παραγωγής; Η προσπάθεια να αντιμετωπιστούν τα μεγάλα κύματα άρνησης της βιομηχανικής εργασίας δεν ήταν, και δεν θα μπορούσε να είναι, παθητική. Η ανάκτηση του ελέγχου των επιχειρήσεων, εκ μέρους των ιδιοκτητών ή/και της διοίκησής τους, ήταν ασφαλώς ο επείγων στόχος· όχι, όμως, με οποιοδήποτε κόστος. Αυτός ο στόχος θα άξιζε να κυνηγηθεί υπό την προϋπόθεση ότι, η σχέση μισθών / κέρδους θα ξαναγινόταν οφέλιμη για τους μετόχους των εταιρειών.
Μια απ’ τις κύριες στοχεύσεις της καινούργιας στρατηγικής των επιχειρήσεων ήταν (περισσότερα για την γέννηση αυτής της στρατηγικής στο 4ο τεύχος των κόκκινων σελίδων) η σημαντική αύξηση εκείνου που απ’ την δεκαετία του ‘80 και μετά ονομάζεται ευελιξία. Επίσημα η αναγκαιότητα της επιχειρηματικής “ευελιξίας” δικαιολογείται με επιχειρήματα σχετικά με την καλύτερη προσαρμογή της παραγωγής στις όποιες διακυμάνσεις ή και αλλαγές στην αγορά εμπορευμάτων. Αυτό είναι αληθινό μόνο εν μέρει. Το κυριότερο κίνητρο για να μελετηθούν, να οργανωθούν και να εφαρμοστούν μέθοδοι ευέλικτης παραγωγής ήταν το να γίνει εφικτή η μεταφορά, εν μέρει ή και ολική, των ζημιών απ’ τις αβεβαιότητες της αγοράς εμπορευμάτων, απ’ τους ισολογισμούς των επιχειρήσεων στους μισθούς· αλλά επίσης σε υπεργολάβους ή άλλους παρόχους υπηρεσιών. Η ευελιξία, σαν ιδέα κι ακόμα περισσότερο σαν εφαρμογή, κοιτούσε ταυτόχρονα προς δύο πλευρές. Προς το εσωτερικό των επιχειρήσεων, δηλαδή προς τον έλεγχο της εργασίας· και προς το εξωτερικό της κάθε μιας, δηλαδή προς τον ανταγωνισμό μεταξύ τους. Συνεπώς, χωριζεται σε δύο υποτομείς. Την εσωτερική ευελιξία, που βασίστηκε στον βαθύ μετασχηματισμό της οργάνωσης της εργασίας και στις τεχνικές που επιλέχτηκαν γι’ αυτόν (πολλαπλότητα καθηκόντων, αυτοέλεγχος, ανάπτυξη μιας σχετικής ανεξαρτησίας από τμήμα σε τμήμα) και την εξωτερική ευελιξία. Αυτή η δεύτερη χρειαζόταν αυτό που ονομάστηκε “δικτυακή οργάνωση της εργασίας”, όπου οι “απογυμνωμένες” από διάφορες δραστηριότητες επιχειρήσεις θα τροφοδοτούσαν (και εν τέλει τροφοδοτούν) τις ανάγκες τους σε πάγιο κεφάλαιο (πρώτες ύλες, εξαρτήματα, ανταλλακτικά) ή σε μεταβλητό κεφάλαιο (δηλαδή εργασία) από ένα φάσμα υπεργολάβων και, κυρίως, από εργατική δύναμη διαχειρίσιμη σε σχέση με τις συνθήκες εργασίας (περιστασιακή ή και ενοικιαζόμενη εργασία, αυτοαπασχολούμενοι εργάτες), και τον χρόνο εργασίας (μερική ή/και ελαστική απασχόληση).
αλλαγές στην εσωτερική οργάνωση της εργασίας
Όπως είδαμε ήδη, η εννόηση της κρίσης των ‘60s και ‘70s σαν κρίσης του Ταιηλορισμού προκάλεσε, ήδη απ’ τις αρχές της δεκαετίας του ‘70, μια σειρά πρωτοβουλιών των εργοδοτών για αλλαγές στην οργάνωση της εργασίας. Αυτές οι αλλαγές, πειραματικές εν πολλοίς στο ξεκίνημά τους, συνεχίστηκαν και διευρύνθηκαν την δεκαετία του ‘80. Είναι γεγονός ότι οι αλλαγές δεν έγιναν τόσο γρήγορα όσο θα ήθελαν οι σχεδιαστές τους, ειδικά εκείνες που αφορούσαν τον περιορισμό της ιεραρχικής πυραμίδας στη διοίκηση των επιχειρήσεων και την μεγαλύτερη υπευθυνότητα των μισθωτών. Αλλά τα πειράματα και οι πρωτοβουλίες δεν σταμάτησαν καθόλου. Συνεπώς, όπως έγινε και με το προηγούμενο παράδειγμα, εκείνο του Ταιηλορισμού / Φορντισμού, ο ρυθμός, η ένταση και το βάθος των αλλαγών στην οργάνωση της εργασίας είχαν μεγάλη ποικιλία και διάρκεια, ανάλογα με το μέγεθος ή την ειδικότητα των επιχειρήσεων. Έτσι, την ίδια περίοδο που οι μεγάλες επιχειρήσεις δοκίμαζαν το μεγάλο άλμα προς ένα καινούργιο παράδειγμα, κάτω απ’ το βάρος των εργατικών αρνήσεων, οι μικρές παρέμεναν εν πολλοίς προ-Ταιηλορικές, ενώ οι μεσαίου μεγέθους προσπαθούσαν να αποκαταστήσουν την κερδοφορία τους καταφεύγοντας στον ορθολογικό σχεδιασμό τύπου Ταίηλορ, ακριβώς εκείνον που οι μεγάλες θεωρούσαν ήδη ξεπερασμένο. [1]
Οι σχετικές μελέτες δείχνουν ότι ήταν αρχικά στις μεγάλες μεταποιητικές βιομηχανίες (τσιμεντοβιομηχανίες, πετροχημικές, χαλυβουργίες, κλπ) που εκδηλώθηκαν οι πιο αξιοσημείωτες τομές με τον Ταιηλορισμό. Αντίθετα, άλλοι τομείς, όπως η οικοδομική βιομηχανία ή η βιομηχανία ρουχισμού, μάλλον προσπάθησαν να εντατικοποιήσουν την Ταιηλορική οργάνωση της εργασίας παρά να την ξεπεράσουν. Συνεπώς, τα στοιχεία που αφορούν μια μεγάλη περίοδο στα ‘80s, δίνουν μια μικτή εικόνα των εξελίξεων. Για παράδειγμα το ποσοστό της εργασίας στην αλυσίδα συναρμολόγησης δεν μειώθηκε κατ’ αρχήν, και μάλιστα επεκτάθηκε σε εργάτες 40 - 45 χρονών. Ορισμένοι τομείς, όπως η βιομηχανία κρέατος, μηχανοποιήθηκε έντονα και γρήγορα στα ‘80s. Ακόμα σημαντικότερο, διάφορες Ταιηλορικές προσεγγίσεις άρχισαν να εφαρμόζονται πλατιά στον τομέα των υπηρεσιών.
Άλλα στοιχεία δείχνουν όμως μια μεγάλης κλίμακας αναδιάρθρωση σε άλλους τομείς της οργάνωσης της εργασίας. Τα αυστηρά ωράρια άρχισαν να μειώνονται: το 1978 αφορούσαν το 65% των μισθωτών, το 1984 το 59% και το 1991 το 52%, κι αυτό ήταν μια εξέλιξη παράλληλη με την αύξηση των ευέλικτων ωραρίων, που ενώ το 1984 αφορούσαν το 16% των μισθωτών, το 1991 αφορούσαν το 23%. Όμως αυτές οι αλλαγές δεν εφαρμόστηκαν ομοιόμορφα σ’ όλη την ιεραρχία της μισθωτής εργασίας. Για τους ανειδίκευτους βιομηχανικούς εργάτες τα ευέλικτα ωράρια επεκτάθηκαν απ’ το 6% στο 10% το διάστημα μεταξύ 1984 και 1991· ενώ για τα στελέχη από 44% σε 57%, και για τους υπαλλήλους γραφείου από 13% σε 19%.
Μια έρευνα που έγινε απ’ τον Thomas Coutrot έδειξε ότι το 1992 περίπου το 20% όλων των εργοστασίων στη Γαλλία είχε εφαρμόσει σε μεγάλο βαθμό τους οργανωτικούς νεωτερισμούς που σχετίζονταν με την αλλαγή μοντέλου. Το 23% είχαν οργανώσει την παραγωγή στη βάση του just-in-time· το 34% χρησιμοποιούσε “κύκλους ποιότητας”· το 27% είχε καταργήσει ένα επίπεδο στην ιεραρχία της διοίκησης· και το 11% είχε υιοθετήσει πρότυπες νόρμες του είδους ISO. Συνολικά, σύμφωνα μ’ εκείνη την έρευνα, το 61% των εργοστασίων είχε υιοθετήσει τουλάχιστον μια οργανωτική καινοτομία, και το 20% είχε υιοθετήσει τρεις ή και περισσότερες. Μιας και οι περισσότερες αλλαγές έγιναν στις μεγάλες βιομηχανικές μονάδες, είναι εύλογο να εκτιμήσουμε ότι ο αριθμός των μισθωτών εργατών που επηρεάστηκαν απ’ αυτές άμεσα ή έμμεσα είναι μεγαλύτερος απ’ τα στοιχεία που μνημονεύσαμε πιο πάνω. Επιπλέον, απ’ το 1992 και μετά, ο ρυθμός της αναδιάρθρωσης εντάθηκε, και οι αλλαγές επεκτάθηκαν.
αλλαγές στην παραγωγική δομή
Η ανάπτυξη των υπεργολαβιών υπήρξε σημαντική, πηγαίνοντας απ’ το 5,1% της βιομηχανικής παραγωγής το 1974 στο 8,9% το 1991· κι αυτά τα μεγέθη αφορούν μόνο την απευθείας ανάθεση τμήματος της παραγωγής σε υπεργολάβους. Μια έρευνα του γαλλικού υπουργείου βιομηχανίας, που έγινε σε βιομηχανίες που είχαν από 20 μισθωτούς και πάνω, ανέβασε το ποσοστό της υπεργολαβικής βιομηχανικής παραγωγής στο 21%. Καθώς διαμορφώθηκε συν τω χρόνω και το νομικό καθεστώς της επίβλεψης των υπεργολαβικών εταιρειών από εκείνες που έκαναν τις παραγγελίες, το μοντέλο των υπεργολαβιών άρχισε να αναπτύσσεται από τότε σε πολλά επίπεδα: οι μεγάλες εταιρείες απευθύνονται σε υπεργολάβους, αυτοί απευθύνονται σε ένα επόμενο επίπεδο υπεργολαβικής παραγωγής, κ.ο.κ. Όσο πιο σύνθετο είναι το τελικό προϊόν τόσο μεγαλύτερη αυτή η αλυσίδα διαδοχικών υπεργολαβιών, έτσι ώστε τελικά να διαμορφώνεται μια δικτυακή δομή στην οποία εμπλέκονται συχνά εκατοντάδες επιχειρήσεις.
H προσωρινότητα στην χ ή την ψ δουλειά άρχισε επίσης να αυξάνεται ραγδαία, κάνοντας την ενοικίαση εργαζομένων έναν απ’ τους σημαντικότερους μηχανισμούς απασχόλησης. Τα μεγέθη του 1997 στη Γαλλία δείχνουν ότι στις κατασκευές το 5,1% και στη βιομηχανία το 4,3% των θέσεων εργασίας ήταν προσωρινές, αλλά μόνο το 0,9% στον τριτογενή, όπου οι εργοδότες φαίνεται ότι προτιμούν την μερική απασχόληση για να εξασφαλίσουν ευελιξία.
Η ανάπτυξη των υπηρεσιών υπήξε επίσης μια απ’ τις σημαντικότερες διαστάσεις της αλλαγής παραδείγματος. Το 1970 ο τομέας των υπηρεσιών αντιστοιχούσε στο μισό εκείνου της βιομηχανίας και της μεταποίησης, τόσο απ’ την άποψη των εργαζόμενων όσο και απ’ την άποψη της παραγωγής αξιών. Είκοσι χρόνια μετά, το 1990, ο τριτογενής είχε εξισωθεί με τον δευτερογενή. Η κυριότερη αιτία της ανάπτυξης των υπηρεσιών αυτή την εικοσαετία ήταν η ζήτηση υπηρεσιών απ’ τις εταιρείες τις ίδιες: το 1975 αυτή η κατηγορία αντιπροσώπευε το 14% του τζίρου του τριτογενή, αλλά το 1990 το 21%. Πέρα απ’ την διόγκωση των προσωρινών θέσεων εργασίας, άλλη μια σημαντική αιτία για την ανάπτυξη του τριτογενούς ήταν το outsourcing διάφορων εργασιών επιμελητείας (καθαριότητα, φύλαξη, πλύσιμο, διατροφή, μεταφορές, κλπ), πράγμα που δεν σήμαινε νέους τομείς εργασίας αλλά μετατόπιση αυτών των εργασιών απ’ τα ίδια τα εργοστάσια σε εταιρείες παροχής υπηρεσιών. Οι εταιρείες καθαρισμού ήταν οι πιο ραγδαία αναπτυσσόμενες απ’ τα τέλη της δεκαετίας του ‘70 ως τα τέλη της δεκαετίας του ‘80, σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία. Και αμέσως μετά δύο άλλες κατηγορίες υπηρεσιών: οι “συμβουλευτικές” (σύμβουλοι, ερευνητές, νομικές υπηρεσίες, δουλειές μέσω υπολογιστή, κλπ) και οι υπηρεσίες “ενοικίασης”. Αυτές οι τελευταίες απάλλαξαν πολλές εταιρείες απ’ την διατήρηση παγίων κεφαλαίων που θεωρούσαν μη παραγωγικά.
Αυτή η γενική τάση προς το outsourcing βοηθάει στην εξήγηση του αυξανόμενου μεριδίου που άρχισαν να αποκτούν οι μικρές επιχειρήσεις στην απασχόληση. Στην πραγματικότητα η προηγούμενη τάση για διόγκωση των επιχειρήσεων ανατράπηκε, και το μερίδιο των μικρών και των μεσαίων επιχειρήσεων στην απασχόληση άρχισε να μεγαλώνει απ’ τα μέσα της δεκαετίας του ‘70. Οι επιχειρήσεις με πάνω από 500 μισθωτούς αποροφούσαν το 21% της αγοράς εργασίας το 1975, αλλά μόνο το 11% το 1996. Επιχειρήσεις με έως 10 μισθωτους, απ’ την άλλη, πήγαν απ’ το 18% στο 26% την ίδια περίοδο. Πολλές μονοπρόσωπες επιχειρήσεις, που δεν απασχολούσαν κανέναν άλλο εκτός απ’ τον ιδιοκτήτη τους, άρχισαν να δημιουργούνται, φτάνοντας να είναι οι μισές απ’ τις 2 εκατομμύρια εταιρείες στη Γαλλία. Αυτό έγινε ιδιαίτερα έντονο στην κατασκευαστική βιομηχανία, όπου η τάση ήταν να μετατραπούν οι μισθωτοί σε υπεργολάβους. Η βιομηχανική εργασία, που μειώθηκε κατά 1 εκατομμύριο εργάτες απ’ το 1980 ως το 1989, είχε την μεγαλύτερη μείωση σε μεγάλες επιχειρήσεις, με πάνω από 500 μισθωτούς (-40%), ενώ στις μεσαίες, με από 20 ως 499 μισθωτούς, η μείωση ήταν 10%. Σαν αποτέλεσμα, το 1989, οι μικρές και μεσαίες εταιρείες του βιομηχανικού τομέα, μαζί, κάλυπταν το 51% των θέσεων βιομηχανικής εργασίας, ενώ λιγότερο από μια δεκαετία πριν έφταναν στο 42%.
Εν τούτοις αυτά τα μεγέθη μπορεί να κρύβουν κάτι σημαντικότερο: τη ριζική αλλαγή στη δομή των επιχειρήσεων. Από εκείνη του συμπαγούς οικονομικού / παραγωγικού γιγα-οργανισμού σ’ αυτήν του δικτύου. Ενώ η δικτυακή οργάνωση της εργασίας και της παραγωγής δείχνει μια ορισμένη αποκέντρωση, συνώνυμη με την ευελιξία και την δυνατότητα των κεντρικών εταιρειών να αλλάζουν υπεργολάβους ή/και outsourcing, καθόλου δεν μειώνει την ισχύ αυτών των κεντρικών επιχειρήσεων. Η πληθωρική επιχειρηματική διασπορά και η μεγάλη εξειδίκευση έδωσαν τροφή σε διάφορους οπαδούς του νεοφιλελευθερισμού, να παρουσιάσουν αυτή την εξέλιξη σαν τη “μορφή της αγοράς” και σαν απόδειξη του δυναμισμού του “ανταγωνισμού” στο εσωτερικό της. Αλλά δεν πρόκειται γι’ αυτό, σίγουρα όχι στην έκταση που οι απολογητές του νεοφιλελευθερισμού υποστηρίζουν. Οι μικρές και μικρομεσαίες βιομηχανικές επιχειρήσεις καθώς και ένα μέρος απ’ τον γαλαξία των αντίστοιχων στον τριτογενή, είναι συναρθρωμένες, από τυπική άποψη χαλαρά αλλά από ουσιαστική οργανικά, με τις κεντρικές βιομηχανικές (ή, αργότερα και του τριτογενούς), είτε λόγω εξειδίκευσης είτε λόγω πελατολογίου· συνήθως και για τους δύο λόγους. Έτσι δεν μπορεί κανείς να μιλήσει σ’ αυτές τις περιπτώσεις για “ανταγωνιστική αγορά” με τη φιλελεύθερη έννοια αλλά μάλλον για έναν λεπτομερή καταμερισμό αρμοδιοτήτων.
Εκτός εάν πρόκειται για την αγορά εργασίας. Ο κατακερματισμός και η τυπική ανεξαρτησία των άλλοτε τμημάτων της μαζικής βιομηχανίας είχε πράγματι συνέπειες στην κατάσταση των μισθωτών, απ’ την άποψη της ευελιξίας που προσέφερε η διασπορά των εργοδοτών, αλλά και της αποτελεσματικότητας του ελέγχου σε ολιγομελείς εργασιακές μονάδες. Είναι, οπωσδήποτε, πολύ ευκολότερο να διοχετεύεται η εργασιακή ένταση στον ανταγωνισμό μεταξύ μικρών ή μεσαίων επιχειρήσεων, παρά να αφήνεται να ξεσπάει μεταξύ εργατών και εργοδοτών.
Η πρακτική που υιοθετήθηκε είναι η σχετικά σταθερή απασχόληση του ελάχιστου κατά το δυνατόν αριθμού ανθρώπων, αυτών που κατά κάποιον τρόπο θεωρούνται σαν “μόνιμοι” στις επιχειρήσεις (μισθωτοί με υψηλά προσόντα ή μόνιμο πάθος για το καλό της εταιρείας), και η κάλυψη των υπόλοιπων αναγκών από “εξωτερική εργασία”. Σε συνδυασμό με την αύξηση των υπεργολαβιών, αυτή η τακτική προκάλεσε την εντυπωσιακή αύξηση της προσωρινής εργασίας. Το 1997, μια χρονιά κατά την οποία αυτό το είδος απασχόλησης αυξήθηκε κατά 23%, 1.438.000 άνθρωποι δούλεψαν στη Γαλλία τουλάχιστον μια φορά υπ’ αυτές τις συνθήκες: πρόκειται για το ισοδύναμο 359.000 θέσεων εργασίας πλήρους ωραρίου. Η εταιρεία ενοικίασης εργαζομένων Adecco έγινε, υπ’ αυτές τις συνθήκες, ο μεγαλύτερος ιδιώτης εργοδότης στη Γαλλία το 1997.
Μιλώντας γενικότερα, οι μορφές της προσωρινής εργασίας αναπτύχθηκαν στον μέγιστο βαθμό απ’ τα μέσα της δεκαετίας του ‘80 και μετά. Ο συνολικός αριθμός των προσωρινών, των εκπαιδευόμενων και των εργαζόμενων με συμβάσεις ορισμένου χρόνου αυξήθηκε από περίπου 500.000 το 1978 σε 1.200.000 το 1989. Τον Μάρτη του 1995 είχαν φτάσει τους 1.600.000, δηλαδή κάτι λιγότερο απ’ το 9% του συνόλου των μισθωτών. Το 1997 αυξήθηκαν κι άλλο, και η τάση ήταν μόνιμα αυξητική έκτοτε.
Η μερική απασχόληση, μια κατάσταση που κατά 82% αφορά γυναίκες, είναι άλλη μια μορφή εργασιακής υποτίμησης όταν γίνεται παρά τη θέληση των μισθωτών· κάτι που αφορούσε το 54% των ανδρών και το 37% των γυναικών που δούλευαν part time το 1995. Η μερική απασχόληση είναι εργαλείο ευελιξίας για τους εργοδότες, και έχει ιδιαίτερη εφαρμογή στον τριτογενή εφόσον οι υπηρεσίες δεν μπορούν να αποθηκευτούν, άρα πρέπει να παράγονται την στιγμή που ζητιούνται· συνεπώς εάν οι διακυμάνσεις της ζήτησης αντιστοιχούν με διακυμάνσεις της εργασίας, οι εργοδότες απαλλάσσονται απ’ το έξοδο της μισθοδοσίας “αδρανούς” εργασίας. Οι κατ’ οίκον παρεχόμενες υπηρεσίες, όπως η φύλαξη μωρών, η καθαριότητα, αλλά και η καθαριότητα των γραφείων ή η βιομηχανία διασκέδασης, φαγητού, το εμπόριο λιανικής, με τις ωριαίες, εβδομαδιαίες ή εποχιακές διακυμάνσεις τους, βρήκαν μια διέξοδο μείωσης του εργασιακού κόστους μέσω της σχεδιασμένης και επιβεβλημένης μερικής απασχόλησης.
Αλλά η διαμόρφωση των ωραρίων με σκοπό την ευελιξία δεν παίρνει μόνο την μορφή της μερικής απασχόλησης. Ο ίδιος μηχανισμός δουλεύει εξίσου καλά στην αντίθετη μεριά του, μέσω της επιβεβλημένης αύξησης των υπερωριών πέρα απ’ τα νομοθετημένα όρια. Την ίδια στιγμή που για ορισμένους η εργάσιμη ημέρα γίνεται μικρότερη (το ποσοστό των ανθρώπων που δούλευαν λιγότερες από 6 ώρες την ημέρα πήγε από 7,8% το 1984 σε 9,3% το 1991), μεγαλώνει για άλλους: το ποσοστό εκείνων που δούλευαν στη Γαλλία παραπάνω από 10 ώρες την ημέρα πήγε, το ίδιο διάστημα, από 17,9% στο 20,4%. Ανάλογα, το ποσοστό εκείνων που δούλευαν 5 ημέρες την εβδομάδα ήταν σε πτώση, σε αντίθεση με το ποσοστό εκείνων που δούλευαν είτε λιγότερες ημέρες είτε περισσότερες.
Είτε αυτό ήταν το αναμενόμενο αποτέλεσμα εξ’ αρχής είτε προέκυψε στην πράξη, όλες αυτές οι τακτικές δημιούργησαν μια διπλή αγορά εργασίας. Το ένα τμήμα της, το μικρότερο, αφορά μισθωτούς που δουλεύουν σε μια σταθερή θέση, με σταθερό ωράριο, και σχετικά καλό μισθό. Το άλλο, το μεγαλύτερο, είναι μια ασταθής, κακοπληρωμένη και απροστάτευτη θάλασσα εργατικής δύναμης, που μπαινοβγαίνει κυρίως στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις (που ωστόσο είναι συχνά οι άμεσα ή έμμεσα παραφυάδες των μεγάλων). Ο πολυμορφισμός ωραρίων, εργασιακών σχέσεων, εργοδοτών και αμοιβών (και τα προφανή οφέλη για την εργοδοσία) βρήκε την χαρακτηριστική του ανάδειξη σ’ ένα ιστορικό άρθρο του Jacques Magaud. Ο Magaud πήρε το παράδειγμα μιας επιχείρησης, της οποίας οι 500 μισθωτοί είχαν δέκα διαφορετικούς εργοδότες. Το προσωπικό των γραφείων της επιχείρησης πληρωνόταν από μια λογιστική εταιρεία· οι διοικητικοί υπάλληλοι από μια εταιρεία παροχής υπηρεσιών· οι εργάτες και οι τεχνικοί της παραγωγής απ’ την ίδια την επιχείρηση· οι εργαζόμενοι στην καντίνα του εργοστασίου από μια εταιρεία catering· οι φύλακες από μια εταιρεία security· η καθαριότητα γινόταν από μια εταιρεία καθαρισμού· 35 μισθωτοί ανήκαν σε δύο εταιρείες ενοικίασης προσωπικού· και 6 στελέχη πληρώνονταν από μια άλλη εταιρεία με την οποία η μελετώμενη είχε κάνει οικονομικές συμφωνίες. Ο συγγραφέας έδειξε ότι αυτός ο κατακερματισμός ήταν πρόσφατος: μια δεκαετία νωρίτερα οι (τότε) 400 μισθωτοί της επιχείρησης είχαν όλοι τον ίδιο εργοδότη. Έδειξε, επίσης, ότι η αλλαγή έγινε “αθόρυβα” και “χωρίς κανείς να καταλάβει τίποτα”.
Κοιτώντας το ζήτημα αναδρομικά μπορεί κανείς αναρωτηθεί πόσο εύκολο ήταν το “να μην καταλάβει κανείς τίποτα”, όχι σε μία ή δέκα επιχειρήσεις αλλά σε μεγάλα έως πολύ μεγάλα τμήματα της εργατικής τάξης, είτε βιομηχανικής είτε του τριτογενούς. Και, επιπλέον, μπορεί να αναρωτηθεί εάν τέτοιου είδους ριζικές αλλαγές ήταν, για τους εργοδότες, πρακτικά τόσο εύκολες όσο δείχνει το εύρος, το βάθος και η αποτελεσματικότητά τους. Ο παράγοντας που, λιγότερο ή περισσότερο ορατός, βοήθησε την λειτουργική αποτελεσματικότητα (κι αυτό αφορά το δεύτερο ερώτημα) αυτών των αλλαγών, που δεν έγιναν ούτε σε μια στιγμή ούτε σε ένα χρόνο αλλά, λίγο λίγο, επί πολλά χρόνια (και συνεχίζονται ακόμα), είναι, σε πολλές (αν και όχι σε όλες τις) περιπτώσεις οι αλλαγές στο τεχνολογικό υπόβαθρο της καπιταλιστικής παραγωγής. Ορισμένοι θα παρατηρήσουν ότι ριζικές αλλαγές στον μηχανολογικό εξοπλισμό ή/και στις λειτουργικές απαιτήσεις μιας επιχείρησης προκαλούν ανεργία, αυτήν που αποκαλείται τεχνολογική ανεργία. Οι μετρήσεις δεν επιβεβαιώνουν αυτήν την θέση· ή, πιο σωστά, δείχνουν ότι η σχέση μεταξύ τεχνολογικών αλλαγών και πραγματικής ανεργίας είναι πολύ πιο σύνθετη. Η περίπτωση της Ιαπωνίας, που υπήρξε απ’ τους πρωτοπόρους τόσο στην αναδιάρθρωση όσο και στην αυτοματοποίηση είναι χρήσιμη. Το 1978 υπήρχαν σε χρήση περίπου 3.000 ρομπότ σε ιαπωνικά εργοστάσια· το 1982 είχαν φτάσει στις 19.000. Εκείνη τη χρονιά, το 1982, μια κυβερνητική έρευνα στις μεγάλες βιομηχανικές επιχειρήσεις του Τόκιο, της Ναγκόγια και της Οσάκα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το 33,5% απ’ αυτές χρησιμοποιούσαν ήδη ρομπότ, και πως ένα επιπλέον ποσοστό 19,5% σχεδίαζε να εγκαταστήσει τέτοια αυτόματα μέσα στα επόμενα τρία χρόνια. Η χρήση άλλου είδους μηχανών αντικατάστασης της ανθρώπινης εργασίας, όπως υπολογιστές, επεκτεινόταν γρήγορα, επίσης. Κι όμως. Μεταξύ των μέσων της δεκαετίας του 1970 και του 1982 ο συνολικός αριθμός των εργατών στην Ιαπωνία αυξήθηκε κατά 8% ενώ οι βιομηχανικοί εργάτες κατά 3%. Επιπλέον ο μέσος χρόνος εργασίας στη βιομηχανία αυξήθηκε κατά 9 ώρες το μήνα· και το ποσοστό κέρδους των επιχειρήσεων έμεινε σχετικά σταθερό, μεταξύ 5% και 6%.
Κάποιος θα πει ότι αυτή η κατάσταση μπορεί να αποδοθεί στον διεθνή δυναμισμό της ιαπωνικής βιομηχανίας: μεγαλύτερα μερίδια παγκόσμιας αγοράς· συνεπώς, μαζί με την τεχνολογική αναδιάρθρωση και αύξηση της ανθρώπινης εργασίας. Δεν ταιριάζει ακριβώς η ίδια εξήγηση, όμως, όταν η αύξηση παρατηρείται και στον τριτογενή, που είναι σε μεγάλο βαθμό “εσωτερικής κατανάλωσης”. Ίσως, πέρα απ’ την πραγματική τεχνολογική ανεργία (που συχνά αφορά μεγαλύτερους σε ηλικία εργάτες) θα πρέπει να σταθούμε στο φάντασμα μιας τέτοιας ανεργίας. Στο κατά πόσο, δηλαδή, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν απειλή, εναντίον είτε εκείνων που δουλεύουν σε μια δεδομένη χρονική στιγμή είτε εκείνων που ψάχνουν για δουλειά, ακόμα κι αν η τεχνολογική ανεργία δεν είναι πρακτικά τόσο εκτεταμένη.
Οι τεχνολογικές αλλαγές, αυτό είναι βέβαιο, αύξησαν την παραγωγικότητα της εργασίας. Η υψηλή παραγωγικότητα της εργασίας, με την σειρά της, και υπό την κρίσιμη προϋπόθεση ότι δεν θα γινόταν κατανοητή απ’ τους ίδιους τους εργαζόμενους, θα μπορούσε πράγματι να γίνει η υλική βάση της διάκρισης ανάμεσα στους λιγότερους “απόλυτα απαραίτητους” μισθωτούς και τους περισσότερους “έξτρα” και κατά περίπτωση αναγκαίους. Γιατί οι “απόλυτα απαραίτητοι”, αν και λιγότεροι από πριν, θα μπορούσαν να κρατήσουν ψηλά το επίπεδο παραγωγής, ενόσω οι “έξτρα” θα συνέβαλαν στο να ανέβει ακόμα περισσότερο όταν η φάση της αγοράς το επέτρεπε. Ο καινούργιος καταμερισμός ειδικοτήτων σε συνδυασμό με την απελευθέρωση των εργοδοτών απ’ την υποχρεώση παροχής μόνιμης εργασίας με κανονικά ωράρια, είχε λοιπόν σύμμαχο ή συνεταίρο την τεχνολογική αναδιάρθρωση. Τουλάχιστον ως εκείνο το σημείο που να δημιουργηθεί μια “κρίσιμη μάζα” νέων εργασιακών σχέσεων, τέτοια που να λειτουργεί σαν Παράδειγμα.
Σε ό,τι αφορά, όμως, το “χωρίς να καταλάβει κανείς τίποτα”, η εξάπλωση των καινούργιων εργασιακών σχέσεων έχει μικρή, και μάλλον έμμεση σχέση με τις νέες τεχνολογίες. Το σημαντικότερο είναι οι ιστορικοί προσδιορισμοί (αν και όχι περιορισμοί) στο πως καταλαβαίνει κανείς τι. Η συμπεριφορά των συνδικάτων και των κομμάτων με αναφορά στους μισθωτούς, στη διάρκεια αυτών των αλλαγών, έχει (ή είχε) τον ρόλο της στο κρίσιμο αυτό θέμα. Η περίπτωση της Γαλλίας, παρά τις όποιες ιδιαιτερότητες, έχει μια γενικότερη αξία.
Η συνέχεια στο έντυπο τεύχος των Κόκκινων Σελίδων, το οποίο μπορείτε να βρείτε:
-
στην Λέσχη Κατασκόπων του 21ου Αιώνα,
-
σε επιλεγμένα βιβλιοπωλεία (Αθήνα: Ναυτίλος, Αλφειός, Πολιτεία - Θεσσαλονίκη: Κεντρί)
-
ή να το προμηθευτείτε με ταχυδρομική αποστολή, στέλνοντας e-mail [ passauto07@yahoo.gr ] για την απαραίτητη συννενόηση.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
1. - Οι σχετικές αναφορές και τα στοιχεία αυτού του κεφαλαίου αφορούν τον γαλλικό καπιταλισμό, και προέρχονται απ’ το βιβλίο το νέο πνεύμα του καπιταλισμού, των Luc Boltanski και Eve Chiapello (δες τεύχος νο 4 των κόκκινων σελίδων). Κρίνουμε ωστόσο ότι η γαλλική περίπτωση αλλαγής παραδείγματος μορφοποιεί ικανοποιητικά, στις γενικές της γραμμές, τη γενική αλλαγή παραδείγματος όλων των βιομηχανικών καπιταλιστικών κρατών που κτυπήθηκαν απ’ τις εργατικές αρνήσεις στα ‘60s και ‘70s.
[ επιστροφή ]