Η ΜΕΓΑΛΗ ΚΡΙΣΗ ΣΤΑ '30s ΚΑΙ Ο ΚΕΫΝΣ
Η πολιτική οικονομία της καπιταλιστικής ειρήνης μετά τον Α παγκόσμιο πόλεμο
Η Κεϋνσιανή (πολιτικο - οικονομική) απάντηση
Ενδοκαπιταλιστικός ανταγωνισμός...
...και (πάλι) πόλεμος
... και (πάλι) πόλεμος
Ο Β παγκόσμιος πόλεμος έμεινε στην ιστορία (τουλάχιστον σ’ εκείνη την ιστορία που προορίζεται για μαζική κατανάλωση) σαν ένας πόλεμος ανάμεσα στο “καλό” και το “κακό” - όπου, όπως συμβαίνει πάντα, νίκησε το “καλό”. Κι ανάποδο να ήταν το τελικό αποτέλεσμα του πολέμου, πάλι το “καλό” θα είχε νικήσει: την ιστορία τη γράφουν οι νικητές.
Θα μπορούσε κανείς να τραβηχτεί στην εντελώς αντίθετη μεριά, να αποηθικοποιήσει την παγκόσμια ενδοκαπιταλιστική αναμέτρηση του πρώτου μισού της δεκαετίας του ‘40, και να μιλήσει για την απρόσωπη λειτουργικότητα των καπιταλιστικών αναγκαιοτήτων, που δουλεύει πίσω απ’ τις πλάτες των (όποιων) πρωταγωνιστών. Ο πόλεμος είναι η υγεία της μηχανής: αυτή η διαπίστωση δεν είναι λάθος. Αλλά με μια καίρια σημείωση: η μηχανή δεν είναι υποκείμενο, δεν αποφασίζει οτιδήποτε.
Το γεγονός είναι ότι ο Β παγκόσμιος ήταν, με πολλούς τρόπους, η συνέχεια και η ολοκλήρωση του Α. Εννοημένοι σαν ένα και το αυτό γεγονός σε διαδοχικές φάσεις, ο Α και ο Β παγκόσμιος ολοκλήρωσαν και “ομαλοποίησαν” την γενίκευση της μαζικής παραγωγής και της μαζικής κατανάλωσης, τον καπιταλισμό του Φορντ και του Ταίηλορ. Κι αν ο Α παγκόσμιος, οι συνέπειες και η πολιτική διαχείριση της μεταπολεμικής ειρήνης, ήταν το έναυσμα της κεϋνσιανής αμφισβήτησης της κλασσικής πολιτικής οικονομίας, ο Β παγκόσμιος έφερε τη γενική δικαίωση των προτάσεων του Κέυνς: εξασφάλισε ορισμένους κρίσιμους και αποφασιστικούς υλικούς όρους για την εφαρμογή τους.
Ορισμένα μεγέθη σχετικά, απ’ τον αμερικανικό καπιταλισμό. Απ’ το 1939 έως το 1944, το αεπ των ΗΠΑ (υπολογισμένο σε σταθερές τιμές δολαρίου του 1972) αυξήθηκε απ’ τα 320 δισ. στα 569 δισ. δολάρια. Οι δαπάνες ατομικής κατανάλωσης, παρά τις συζητήσεις για τις στερήσεις του πολέμου, δεν μειώθηκαν αλλά αυξήθηκαν την ίδια περίοδο, από 220 σε 255 δισ. δολάρια. Το 1939 η ανεργία ήταν 17,2% - το 1944 μόνο 1,2%. Παρότι μια σειρά διαρκή καταναλωτικά αγαθά που για την κατασκευή τους χρειάζονταν μέταλλα (όπως τα καινούργια αυτοκίνητα) είχαν εξαφανιστεί απ’ την αγορά στη διάρκεια του πολέμου, σε γενικές γραμμές τον τελευταίο χρόνο του πολέμου οι αμερικάνοι ζούσαν καλύτερα από κάθε άλλη εποχή του παρελθόντος. Αυτά ήταν αποτέλεσμα της αλματώδους αύξησης των κρατικών δαπανών, αφού οι αγορές αγαθών και υπηρεσιών απ’ το αμερικανικό κράτος πήγαν απ’ τα 22,8 δισ. δολάρια του 1939 στα 269,7 δισ. το 1944.
Συναφής - και εντυπωσιακή - ήταν η επίπτωση του Β παγκόσμιου στην αμερικανική φορολογία· χωρίς αυτά τα έσοδα το κράτος δεν θα μπορούσε να εκτοξεύσει τα έσοδά του. Το 1939 τα ομοσπονδιακά φορολογικά έσοδα ήταν λίγο κάτω απ’ τα 5 δισ. δολάρια. Το 1945 ξεπέρασαν τα 44 δισ. Το 1929 ο υψηλότερος συντελεστής για την φορολόγηση του εισοδήματος στις ΗΠΑ ήταν 24%. Άρχισε να ανεβαίνει (για τα υψηλά εισοδήματα) με το New Deal, και το 1944 είχε φτάσει για τους πολύ πλούσιους στο 94%.
Όμως η δικαίωση του Κέυνς σαν πολιτικού οικονομολόγου δεν συνέπεσε με τη δικαίωση του Κέυνς σαν βρετανού λόρδου. Η Μεγάλη Βρετανία βγήκε απ’ τον Β παγκόσμιο μ’ ακόμα πιο έντονα τα χαρακτηριστικά της εξόδου της απ’ τον Α: τυπικά νικήτρια, ουσιαστικά ηττημένη. Ο Κέυνς έζησε έντονα την αναγνώριση της θεωρίας του απ’ τη μια και την επικύρωση της βρετανικής ήττας απ’ την άλλη, καθώς στη διάρκεια του πολέμου βρισκόταν σε “θέση κλειδί”. Κι αν είναι αλήθεια ότι η αναγνώριση άφησε το όνομά του στην ιστορία σαν του σπουδαιότερου οικονομολόγου του 20ου αιώνα, είναι εξίσου αλήθεια ότι η ήττα τον σκότωσε. Κυριολεκτικά.
Έχει ειπωθεί ότι ο Κέυνς χρησιμοποίησε την ευφυία του στη διάρκεια του Β παγκόσμιου πολέμου όχι εναντίον του “άξονα” αλλά εναντίον της ανερχόμενης οικονομικής ηγεμονίας των ΗΠΑ. Αυτό είναι αληθινό, κι άλλωστε δεν αφορά μόνο τον Κέυνς. Ενόσω η Βρετανία πολεμούσε στρατιωτικά εναντίον της Γερμανίας και την Ιταλίας στην Ευρώπη και της Ιαπωνίας στον Ειρηνικό, ήταν υποχρεωμένη να πολεμάει οικονομικά τους συμμάχους της: την Γαλλία του Ντε Γκώλ και τις ΗΠΑ του Ρούσβελτ. Όμοια διμέτωπος ήταν εξάλλου ο Β παγκόσμιος και για τους υπόλοιπους των “συμμάχων”.
Ένα απ’ τα σημαντικά αρχικά γεγονότα του δόγματος πως “ο καθένας φροντίζει κατ’ αρχήν για τον εαυτό του” υπήρξε η υπογραφή, το καλοκαίρι του 1941, της “Χάρτας του Ατλαντικού” από τον Ρούσβελτ και τον Τσώρτσιλ. Ο βρετανός πρωθυπουργός και ο αμερικανός πρόεδρος συναντήθηκαν μυστικά πάνω σ’ ένα πολεμικό πλοίο στον βόρειο Ατλαντικό τον Αύγουστο του 1941, μήνες πριν την επίσημη είσοδο των ΗΠΑ στον πόλεμο (η γιαπωνέζικη επίθεση στο Περλ Χάρμπορ έγινε τον Δεκέμβρη του 1941) για να υπογράψουν μια συμφωνία για εμπόριο και ελευθερίες, μια συμφωνία που τυπικά θα κρινόταν εντελώς άκαιρη εν μέσω του πολέμου, εν μέσω της κυριαρχίας του γ’ ράιχ στην Ευρώπη. Κι όμως, αυτό ακριβώς έκαναν ένας πρωθυπουργός σε πόλεμο κι ένας πρόεδρος σε πολεμική προετοιμασία. Η Χάρτα του Ατλαντικού τόνιζε το δικαίωμα όλων των κρατών να έχουν ίση πρόσβαση στο εμπόριο και στις πρώτες ύλες, ζητούσε την πλήρη ελευθερία των θαλάσσιων μεταφορών (ένα κρίσιμο στοιχείο για την πολιτική των ΗΠΑ απ’ την εποχή που Γαλλία και Βρετανία είχαν απειλήσει την ελευθερία κινήσεων του αμερικανικού θαλάσσιου εμπορίου στα τέλη του 18ου αιώνα), ενώ δέσμευε τους υπογράφοντες να εγκαθιδρύσουν ένα πλατύτερο και αποτελεσματικότερο σύστημα παγκόσμιας ασφάλειας.
Η Χάρτα του Ατλαντικού στρεφόταν ξακάθαρα εναντίον του εμπορικού μπλοκ (με όλες τις προνομιακές για τον βρετανικό καπιταλισμό σχέσεις) που διατηρούσε ακόμα η αγγλική αυτοκρατορία παρά τις απώλειες του Α παγκόσμιου πολέμου. Και είναι εύλογο το γιατί ο Ρούσβελτ έβαλε κάτω απ’ την μύτη του συμμάχου του Τσώρτσιλ ένα τέτοιο χαρτί το καλοκαίρι του 1941: αν η Βρετανία ήθελε να στηριχτεί στην οικονομική και στρατιωτική δύναμη των ΗΠΑ την οποία ο Ρούσβελτ είχε υποσχεθεί στους υπηκόους του πως θα κρατήσει έξω απ’ τον πόλεμο, θα έπρεπε να “δώσει”. Απ’ την άλλη μεριά φαίνεται πως ο Τσώρτσιλ, στριμωγμένος στρατιωτικά έτσι κι αλλιώς, έβαλε την υπογραφή του επειδή δεν πολυπίστευε πως (αν ο πόλεμος τέλειωνε νικηφόρα για τους συμμάχους) θα ήταν υποχρεωμένος να την τιμήσει.
Αλλά όλες οι διαπραγματεύσεις και αντεγκλήσεις που άρχισαν απ’ το 1942 μεταξύ υψηλόβαθμων στελεχών της βρετανικής και της αμερικανικής κυβέρνησης για το “σχήμα” που θα είχε ο μεταπολεμικός κόσμος έτσι ώστε να αποφευχθεί η επανάληψη της κατάρρευσης των ‘30s έγιναν πάνω σ’ αυτό το μοτίβο: τη διάλυση ή τη διάσωση της αγγλικής αυτοκρατορίας / αποικιοκρατίας. Ο Κέυνς, σαν ο αναγνωρισμένος πλέον στον αγγλοσαξονικό κόσμο “γιατρός” της καπιταλιστικής κρίσης, ήταν ο επικεφαλής των βρετανών διαπραγματευτών. Στην απέναντι όχθη ένας αμερικάνος “κεϋνσιανός”: ο Χάρυ Ντέξτερ Ουάιτ. Τους δύο διαπραγματευτές και τις ομάδες τους ένωνε η βασική διάγνωση για την αιτία της κρίσης και της κατάρρευσης του ‘30, όπως και η βασική θέση για την προληπτική αντιμετώπισή της μετά τον πόλεμο. Τους χώριζαν τα οικονομικά συμφέροντα των κρατών / πατρίδων τους. Το αποτέλεσμα των συμφωνιών και των διαφωνιών τους ήταν η διάσκεψη του Bretton Woods τις 3 πρώτες βδομάδες του Ιουλίου του 1944, και η δημιουργία της Διεθνούς Τράπεζας για την Ανασυγκρότηση και την Ανάπτυξη (σήμερα γνωστή σαν Παγκόσμια Τράπεζα) και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.
Η γενική φιλοσοφία των συμφωνιών του Bretton Woods και της κατασκευής μιας διεθνούς τράπεζας και ενός διεθνούς νομισματικού ταμείου είναι τυπικά κεϋνσιανή. Αφενός στο Bretton Woods αποφασίστηκαν σταθερές, “κλειδωμένες” ισοτιμίες των νομισμάτων των κρατών που πήραν μέρος, με νόμισμα αναφοράς το αμερικανικό δολάριο, που με τη σειρά του “κλειδώθηκε” σε σταθερή ισοτιμία με τον χρυσό. Αν στη διάρκεια του μεσοπολέμου ο χρυσός, μέσω του κανόνα του χρυσού, ήταν το “πολύτιμο μέσο” αναφοράς και μέτρησης της σχετικής τιμής κάθε εθνικού νομίσματος χωριστά, μετά τις συμφωνίες του Bretton Woods τα νομίσματα των κρατών, άσχετα αν είχαν ή όχι αντίκρυσμα σε χρυσό στα υπόγεια των αντίστοιχων κεντρικών τραπεζών, απέκτησαν έναν γενικό μεσολαβητή της “αξίας” τους, σε σχέση με τον χρυσό: το δολάριο. Το δολάριο έγινε έτσι ad hoc το κυρίαρχο διεθνές νόμισμα στον “δυτικό” κόσμο, εκτοπίζοντας την βρετανική στερλίνα, και τερματίζοντας την διεθνή ηγεμονία της.
Η αντικατάσταση της στερλίνας απ’ το δολάριο δεν ήταν μια δευτερεύουσα λεπτομέρεια του Β παγκόσμιου. Όποιο κράτος έχει σαν “δικό του” νόμισμα εκείνο με μεγάλη διεθνή κυκλοφορία, μπορεί να το τυπώνει σε μεγάλες ποσότητες, και να επωφελείται από ένα είδος “τόκου” επί της διεθνούς κυκλοφορίας του. Η απώλεια, λοιπόν, για την στερλίνα, του καθεστώτος ηγεμονικού νομίσματος διεθνούς χρήσης και άρα ο σημαντικός περιορισμός του πεδίου της κυκλοφορίας της εξ’ αιτίας του καινούργιου βασιλιά - δολάριο, είναι ένας σίγουρος δείκτης για το αν το Λονδίνο “νίκησε” ή “ηττήθηκε” στον Β παγκόσμιο.
Απ’ την άλλη μεριά η δημιουργία υπερεθνικών οικονομικών θεσμών όπως η Διεθνής Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, αντιστοιχούσε σε ένα είδος σκιώδους παγκόσμιας οικονομικής “διακυβέρνησης” - με συγκεκριμένες αλλά όχι αμελητέες αρμοδιότητες. Η Διεθνής Τράπεζα πρωτοδημιουργήθηκε σαν μια τράπεζα που θα δανείζει τα κράτη (μέλη της) ώστε να ισορροπούν τους ισολογισμούς τους σε συνθήκες κρίσης - όπως θα έκανε η κεντρική τράπεζα οποιουδήποτε κράτους απέναντι σε ζορισμένες αλλά όχι κατεστραμμένες επιχειρήσεις. Ένα είδος παγκόσμιου δανειστή έκτακτης ανάγκης. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο απ’ την άλλη σχεδιάστηκε σαν “δανειστής / προστάτης” των νομισμάτων: για να διατηρηθούν σε συνθήκες πιθανής μελλοντικής κρίσης οι σταθερές συναλλαγματικές ισοτιμίες και για να μην εκτυπώνεται “πληθωριστικό” χρήμα εδώ ή εκεί, δημιουργήθηκε ένα πολυμερές “πουγκί νομισμάτων” μέσα στο οποίο και μέσω του οποίου θα μπορούσαν να ελέγχονται οι διεθνείς (συνήθως κερδοσκοπικές) ροές κεφαλαίων· μέσα από διορθωτικές “νομισματικές συναλλαγές / μετατροπές” και δάνεια μεταξύ κεντρικών τραπεζών, δηλαδή κρατών.
Αυτή ήταν η πραγματική ολοκλήρωση του κεϋνσιανού σχεδιασμού και της κατασκευής θεσμών συλλογικής διαχείρισης των καπιταλιστικών λειτουργιών, ως εκείνο τον βαθμό συλλογικότητας που (θα) αντιστοιχούσε στη γενίκευση και στην κοινωνικοποίηση της καπιταλιστικής πολιτικής οικονομίας. Έως, δηλαδή, το σύνολο του πλανήτη - με την εξαίρεση της Σοβιετικής Ένωσης και των επιρροών της, η οποία πάντως προσκλήθηκε στο Bretton Woods και συμμετείχε μέχρι ενός σημείου στη διάσκεψη.
Αλλά αυτή η κατάσταση, η ανάδυση του κράτους σαν στρατηγείου του κεφάλαιου, κι ακόμα ακόμα η κατασκευή ενός (υποτυπώδους έστω) γενικού στρατηγείου - ενός “οικονομικού ΟΗΕ” - είναι ειδυλλιακή, και σαν τέτοια θα μπορούσε να οδηγήσει σε λανθασμένα συμπεράσματα. Τέτοιες μεγακατασκευές σαν την Διεθνή Τράπεζα και το Δ.Ν.Τ. δεν θα μπορούσαν να λειτουργήσουν παρά μόνο με όρους ηγεμονίας - και μάλιστα εθνοκρατικής. Οι θεσμοί που δημιουργήθηκαν και οι συμφωνίες που έγιναν στο Bretton Woods μπορεί να απέβλεπαν στην παγκόσμια καπιταλιστική σταθερότητα· αλλά αυτή η σταθερότητα δεν είχε κλονιστεί ουσιαστικά στο παρελθόν παρά μόνο από την ταξική πάλη.
Συνεπώς οποιαδήποτε έννοια “σταθερότητας” και “ασφάλειας” το 1944 δεν μπορούσε παρά να είναι βαθιά πολιτική· “βαθιά πολιτική” δεν θα μπορούσε παρά να σημαίνει εξουσία, ηγεμονία, σε έναν κόσμο εν πολλοίς κατεστραμμένο απ’ τον Β παγκόσμιο πόλεμο... Τελικά οι συμφωνίες του Bretton Woods, στα σημεία εκείνα που θα μπορούσαν να υπάρξουν ανταγωνισμοί μεταξύ των αφεντικών (και δεν ήταν λίγα) διαμορφώθηκαν με τρόπο ώστε να εξυπηρετούν πρώτα και κύρια τα συμφέροντα των ΗΠΑ.
Κι ο λόγος ήταν προφανής και αδιαμφισβήτητος. Τη στιγμή που ολοκληρώνονταν οι διαπραγματεύσεις στο Bretton Woods, οι ΗΠΑ, ανέγγιχτες “υπαρξιακά” απ’ τον Β παγκόσμιο πόλεμο, είχαν εκπληκτική υπεροχή σε όλους τους τομείς έναντι οποιουδήποτε άλλου κράτους στην Ευρώπη ή στην Ασία. Παρήγαγαν στο έδαφός τους το μισό της παγκόσμιας παραγωγής άνθρακα, τα δύο τρίτα της παγκόσμιας παραγωγής πετρελαίου, και πάνω απ’ το μισό της παγκόσμιας παραγωγής ηλεκτρισμού. Ήταν σε θέση να παράγουν σε πολύ μεγάλους αριθμούς πλοία, αεροπλάνα, χερσαία οχήματα, πυρομαχικά, εργαλεία, εργαλειομηχανές, χημικά. Είχαν επίσης τραβήξει (και θα έκαναν το ίδιο ακόμα και απ’ τη μεριά των ηττημένων του πολέμου) μερικά απ’ τα καλύτερα μυαλά στις επιστήμες, στην τεχνολογία, ακόμα και στην τέχνη. Κι αν αυτά έμοιαζαν λίγα, διέθεταν κι άλλα. Οι ΗΠΑ κατείχαν το 80% των παγκόσμιων αποθεμάτων χρυσού (συν τοις άλλοις μη επιστρέφοντας τα διάφορα εθνικά αποθέματα ευρωπαϊκών κρατών που κατέληξαν στις ηπα για να προστατευτούν απ’ τον πόλεμο...), είχαν έναν στρατό δυνατό και αποτελεσματικό, και επρόκειτο σύντομα να επιδείξουν ένα όπλο που δεν είχε κανένας άλλος: την ατομική βόμβα.
Ακόμα όμως και μ’ αυτά τα δεδομένα, ο αμερικανικός καπιταλισμός δεν θα μπορούσε να ελπίζει πως “αυτόματα” θα κρατήσει επί μακρόν τη θέση του στην μεταπολεμική ειρήνη. Το μάθημα των ορίων της “εσωτερικής ανάπτυξης” είχε αποδειχθεί πικρό απ’ το 1929 κι ύστερα. Όλοι οι αμερικάνοι αξιωματούχοι συμφωνούσαν πλέον:
Χρειαζόμαστε αγορές, τεράστιες αγορές σ’ όλο τον κόσμο. Χρειαζόμαστε αγορές πρώτων υλών για να αγοράζουμε, χρειαζόμαστε αγορές εμπορευμάτων για να πουλάμε.
Χωρίς μια δυνατή ευρωπαϊκή αγορά για τα αμερικανικά προϊόντα και χωρίς απρόσκοπτη πρόσβαση σε φτηνές πρώτες ύλες οπουδήποτε στον κόσμο, η ευημερία που είχε υποσχεθεί ο πόλεμος θα χανόταν στην ειρήνη. Επιπρόσθετα, τα εργατικά συνδικάτα των ΗΠΑ είχαν πειθαρχήσει με το ζόρι στους περιορισμούς των αιτημάτων τους στη διάρκεια του πολέμου· η λήξη του, αν δεν συνοδευόταν από διατήρηση, ακόμα και διεύρυνση της καπιταλιστικής παραγωγής και άρα μισθολογική σταθερότητα, θα έφερνε έκρηξη εργατικών αγώνων. Ο Berbard Baruch, οικονομικός σύμβουλος της αμερικανικής προεδρίας και μέλος του Κογκρέσσου, εξέφραζε μ’ αυτά τα λόγια το πνεύμα του Bretton Woods στις αρχές του 1945:
Εάν καταφέρουμε να σταματήσουμε ν’ αγωνιούμε για την εργασία, αν σταματήσουμε να ιδρώνουμε για να κερδίσουμε αγορές για τις εξαγωγές μας, κι αν απαγορευτεί ο επανεξοπλισμός, oh boy, oh boy! πόσο μεγάλη ευημερία μας περιμένει.
Απ’ την άλλη μεριά οι ευρωπαίοι σύμμαχοι των ΗΠΑ (κι ακόμα περισσότερο οι παλιοί, προ του πολέμου, και οι καινούργιοι, μετά απ’ αυτόν, αντιπαλοί τους) είχαν καταστραφεί παραγωγικά, άλλος περισσότερο κι άλλος λιγότερο, απ’ τον πόλεμο. Ακόμα κι αν πριν είχαν κάποιες ελπίδες να περιορίσουν την ορμή του αμερικανικού καπιταλισμού οριοθετώντας μπλοκ εμπορικής “επιρροής”, μετά τον πόλεμο η Ουάσιγκτον φρόντισε αυτό να είναι αδύνατο. Χρειάζονταν δολάρια για να ξαναφτιάξουν τις υποδομές τους, χρειάζονταν δολάρια για να ξαναβάλουν μπροστά την παραγωγή, χρειάζονταν δολάρια για να υποστηρίξουν το διεθνές εμποριό τους. Χρειάζονταν δολάρια για να επιβιώσουν σα συστήματα και κυβερνήσεις απέναντι στους ίδιους τους πληθυσμούς τους: εδώ κι εκεί, αρχής γενομένης απ’ την Ελλάδα, οι “κόκκινοι” είχαν βγεί απ’ την συντριβή του πολέμου όχι μόνο ηθικά ακέραιοι αλλά και ικανοί να εξηγήσουν την πολεμική βαρβαρότητα του καπιταλιστικού κόσμου σαν μέρος της αναγκαίο να τελειώσει οριστικά ανθρώπινης προϊστορίας. Το τι είχε συμβεί μετά το τέλος του Α παγκόσμιου ήταν πολύ πρόσφατο για να το ξεχάσει κανείς...
Με τέτοιους συσχετισμούς, οι θεσμοί του Bretton Woods σχεδιάστηκαν και επικυρώθηκαν έτσι ώστε να βολεύουν λίγο πολύ όλους... Άλλους λίγο, άλλους πολύ - τις ΗΠΑ περισσότερο απ’ τον καθένα.
Ο Κέυνς, σ’ αυτές τις συνθήκες, ανέλαβε να διαπραγματευτεί αφενός υπέρ της καπιταλιστικής σταθερότητας γενικά· αφετέρου υπέρ της διατήρησης της βέλτιστης κατά το δυνατόν θέσης της Μεγάλης Βρετανίας έναντι της οικονομικής ηγεμονίας των ΗΠΑ. Πρότεινε μια Διεθνή Τράπεζα με μεγάλα αποθεματικά (ξέροντας ότι το μεγαλύτερο μέρος τους θα καταβαλόταν απ’ τις ΗΠΑ) έτσι ώστε κάθε κράτος σε κρίση (ή για τις απαιτήσεις της μεταπολεμικής ανοικοδόμησης) να μπορεί να δανείζεται ελεύθερα. Απέναντί του ο Ουάιτ πρότεινε κάτι παρόμοιο, αλλά με σαφώς λιγότερους πόρους - και με σαφώς μεγαλύτερη “πολυμέρεια” στη συγκέντρωση των αρχικών ποσών. Αλλά η στόχευση των αμερικάνων αξιωματούχων (αν και όχι κατ’ ανάγκη του ίδιου του Ουάιτ) πήγαινε μακρύτερα. Γρήγορα τα περιορισμένα πιστωτικά αποθέματα της Διεθνούς Τράπεζας και του ΔΝΤ (τα οποία καλύπτονταν εξάλλου κυρίως από δολάρια) θα αποδεικνύονταν ανεπαρκή για το σκοπό που δημιουργήθηκαν. Και τότε οι ΗΠΑ “μόνες” τους θα μπορούσαν να εγκαθιδρύσουν ένα είδος δικού τους ηγεμονικού κεϋνσιανισμού, με τα ανάλογα πολιτικά και στρατιωτικά ανταλλάγματα. Τα ποσά που οι αμερικανικές κυβερνήσεις με τσιγγουνιά έδιναν στους θεσμούς του Bretton Woods σα δάνεια προς άλλους, άρχισαν να τα δίνουν απλόχερα σε μερικούς απ’αυτούς τους άλλους, της επιλογής τους - και με συγκεκριμένα ανταλλάγματα. Το Δόγμα Τρούμαν (προς τα ολοκληρωτικά μεταπολεμικά καθεστώτα στην Ελλάδα και στην Τουρκία - για να αντιμετωπίσουν τον “κομμουνιστικό κίνδυνο”) και το Σχέδιο Μάρσαλ προς την υπόλοιπη (δυτική) Ευρώπη υπήρξαν παραφυάδες του Bretton Woods.
Ο Κέυνς διαπραγματεύτηκε όσο μπορούσε (υπέρ του βρετανικού καπιταλισμού) μέσα στο γενικό πνεύμα του ίδιου του πνευματικού τέκνου, του κεϋνσιανισμού (που απαιτούσε ο παγκόσμιος καπιταλισμός) - και μπορούσε λίγο. Όσο περνούσε ο καιρός όλο και λιγότερο. Του ανατέθηκε μια ακόμα αποστολή εκ μέρους της βρετανικής κυβέρνησης: θα έπρεπε να συμμετάσχει σε μια διάσκεψη στη Σαβάνα, της Τζώρτζια, τον Μάρτη του 1946, για να αποσαφηνιστούν μερικά σημεία των θεσμών του Bretton Woods. Αλλά οι αμερικάνοι, με τον Οάιτ επικεφαλής, δεν είχαν πλέον λόγους διαπραγμάτευσης.
Ο Κέυνς δεν άντεχε τις ήττες. Φεύγοντας απ’ την διάσκεψη υπέστη σοβαρό καρδιακό επεισόδιο μέσα στο τραίνο. Η εφεύρεση (η παγκόσμια διαχείριση των καπιταλιστικών σχέσεων) έφαγε τον εφευρέτη.
Πέθανε στο σπίτι του στις 21 Απριλίου του 1946. Ο Ουάιτ διορίστηκε πρώτος πρόεδρος του ΔΝΤ...
σπάταλοι, Οκτώβριος 2005
(συμπληρώσεις: zipo)