Η ΜΕΓΑΛΗ ΚΡΙΣΗ ΣΤΑ '30s ΚΑΙ Ο ΚΕΫΝΣ
Η πολιτική οικονομία της καπιταλιστικής ειρήνης μετά τον Α παγκόσμιο πόλεμο
Η Κεϋνσιανή (πολιτικο - οικονομική) απάντηση
Ενδοκαπιταλιστικός ανταγωνισμός...
Ενδοκαπιταλιστικός ανταγωνισμός...
Τη χρονιά που εκδιδόταν η Γενική Θεωρία προκαλώντας θερμές αντιπαραθέσεις οπαδών της κλασικής πολιτικής οικονομίας και οπαδών του Κέυνς, νοτιότερα στην Ευρώπη ξεκινούσε, με μια πολύ ουσιαστική έννοια, ο Β παγκόσμιος. Ο στρατηγός Φράνκο, επικεφαλής του στρατού αλλά και της συμμαχίας γαιοκτημόνων, αστών και καθολικής εκκλησίας, επιχειρούσε την ανατροπή δια της βίας της δημοκρατικής κυβέρνησης του Λαϊκού Μετώπου στην Ισπανία. Με την ανοικτή υποστήριξη των Χίτλερ και Μουσολίνι. Ανάμεσα στις ένοπλες πολιτοφυλακές των εργατών και των αγροτών της Ισπανίας και τον φασιστικό σχηματισμό του Φράνκο, οι κυβερνήσεις της Αγγλίας και της Γαλλίας (όπως και ο Στάλιν) έγειραν διακριτικά αλλά αποφασιστικά υπέρ του δεύτερου: μια νικηφόρα αντικαπιταλιστική επανάσταση στην Ισπανία θα ξανάβαζε στην άκρη των όπλων το μέλλον του καπιταλισμού στην Ευρώπη.
Απ’ τα μέσα της δεκαετίας του 1930 και ύστερα ο καπιταλιστικός κόσμος άρχισε να γίνεται, με έναν τρόπο, “κεϋνσιανικός”. Το εθνικό κράτος, σα συλλογικός διαχειριστής της κρίσης μέσα σ’ εκείνα ή τα άλλα σύνορα, με την κεντρική του τράπεζα, τα υπουργεία του, το νόμισμά του, αναλάμβανε συνειδητά και μεθοδικά μεγάλο μέρος της ευθύνης να προστατευτούν και να ορθολογικοποιηθούν οι όροι (οι κοινωνικές σχέσεις, οι θεσμοί) της μαζικής παραγωγής και της μαζικής κατανάλωσης. Ένας ουδέτερος παρατηρητής θα σημείωνε τρεις τουλάχιστον παραλλαγές αυτής της “αντικυκλικής” κρατικής δράσης (αντικυκλικής με την ένοια της αναίρεσης και του ελέγχου των συνεπειών της παραδοσιακής κίνησης του καπιταλιστικού κύκλου: ανάπτυξη > ύφεση > ανάπτυξη > ύφεση...). Μια Ρουσβελτιανή παραλλαγή, μια Χιτλερική, μια Σταλινική. Ο κεϋνσιανισμός, σα στρατηγική προσέγγιση μάλλον παρά σαν ολοκληρωμένο δόγμα, είχε γεννήσει την μακροοικονομία: την ανάγκη (γενικής) διαχείρισης του συστήματος πέρα απ’ την κλίμακα της μεμονωμένης επιχείρησης ή του ιδιαίτερου καπιταλιστικού κλάδου και των ειδικών σμφερόντων τους. Είχε γεννήσει την μακροοικονομία μαζί με τα εργαλεία της.
Αλλά η εφαρμογή των (λιγότερο η περισσότερο κεϋνσιανών) ιδεών μέσα στις εθνικές επικράτειες εδώ κι εκεί δεν είχαν το τέλειο αποτέλεσμα. Εκεί που η καπιταλιστική ανάπτυξη των πρώτων δεκαετιών του 20ου αιώνα δεν είχε υποστεί τις καταστροφές του Α παγκόσμιου πολέμου, στις ΗΠΑ κυρίως και δευτερευόντως στη Μεγάλη Βρετανία, εκεί που το πέρασμα στον ταιηλορισμό και στον φορντισμό γινόταν “ομαλά”, οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου (σε μηχανές, κτήρια, υποδομές) ήταν τόσο μαζικές στη δεκαετία του ‘20, ώστε παρά την αντικυκλική κρατική μεσολάβηση μετά την παραγωγική καταβύθιση στις αρχές των ‘30s, παρά την ανάληψη από το κράτος της ευθύνης συντήρησης της απασχόλησης και του μισθού (και άρα της κατά Κέυνς ενεργού ζήτησης) παρέμενε πάντα υψηλό το ποσοστό “παραγωγικού πλεονέασματος”. Στις ΗΠΑ, το New Deal μείωσε βέβαια την ανεργία στα μέσα της δεκαετίας του ‘30 από το υψηλό 25% σε ένα λιγότερο διαλυτικό για την κοινωνική συνοχή 15%... Όμως αυτό το “ο ένας στους εφτά δεν δουλεύει γιατί δεν υπάρχει δουλειά” παρέμενε σταθερό. Όπως σταθερή έμενε η απουσία ιδιωτικών επενδύσεων που θα ξαναπυροδοτούσαν την καπιταλιστική ανάπτυξη: ποιος ιδιώτης επιχειρηματίας θα έκανε καινούργιες επενδύσεις όταν οι λίγο παλαιότερες, εκείνες που είχαν γίνει μερικά μόνο χρόνια νωρίτερα, στα ‘20s, παρέμεναν σε μεγάλο ποσοστό “ανενεργές”. Το έμπειρο μάτι του Κέυνς, και τώρα πια και των οπαδών του, μπορούσε να διακρίνει την αιτία: η παραγωγικότητα της εργασίας, με τα καινούργια δεδομένα οργάνωσης της, ήταν πολύ υψηλότερη από όσο κάθε εθνική αγορά εμπορευμάτων θα μπορούσε να συντηρεί. Αυτό ήταν το ένα πρόβλημα: ναι μεν η κατανάλωση είναι η ατμομηχανή της παραγωγής για τα ισχυρά καπιταλιστικά κράτη· αλλά η κατανάλωση σε ποια κλίμακα; Την “εθνική”; Αυτή αποδεικνυόταν εύλογα μικρή· μικρότερη απ’ τις δυνατότητες των παραγωγικών δυνάμεων.
Δεύτερο πρόβλημα: ο Κέυνς είχε ξιφουλκήσει υπέρ της αποχώρησης της στερλίνας από τον κανόνα του χρυσού, υπέρ της (σχετικής) υποτίμησης του βρετανικού νομίσματος απέναντι σ’ εκείνα των εμπορικά ανταγωνιστικά κρατών, έτσι ώστε να ευνοηθούν οι βρετανικές εξαγωγές παγκόσμια, και άρα να ωφεληθεί η βρετανική καπιταλιστική παραγωγή απ’ την παγκόσμια κατανάλωση. Αλλά αυτή η συμβουλή ήταν μάλλον “εθνικά” σωστή (για έναν άγγλο αστό οικονομολόγο) παρά συνεπής με την διατήρηση της παγκόσμιας καπιταλιστικής ισορροπίας. Γιατί η υποτίμηση του ενός εθνικού νομίσματος θα έφερνε, σαν απάντηση - κι αυτός ακριβώς συνέβη στη δεκαετία του ‘30 - την ανταγωνιστική υποτίμηση του άλλου. Κι έτσι, όχι τώρα πια ο μεμονωμένος επιχειρηματίας, αλλά τα κράτη τα ίδια θα συμπεριφέρονταν, στην παγκόσμια αρένα, σαν ο καπετάνιος που έχει παρατήσει το τιμόνι και ετοιμάζεται να βουλιάξει τις βάρκες που θα τον γλυτώσουν, απ’ τη λύσσα το να σπρώξει τον κοντινό του έξω απ’ αυτές.
Ο Κέυνς είχε καταδικάσει βέβαια την τακτική του κάνω τον γείτονα ζητιάνο. Αλλά ανάμεσα στην καταδίκη του “όλοι εναντίον όλων” και στην αποκατάσταση ενός συσχετισμού ωφέλιμου για όλους (ωφέλιμου, τουλάχιστον, για τα πιο δυνατά κράτη) η απόσταση δεν ήταν ηθική. Ήταν πολιτική. Η αποκατάσταση μιας καινούργιας νομισματικής ισορροπίας παγκόσμια, η σταθεροποίηση δηλαδή των συναλλαγματικών ισορροπιών που ήταν απαραίτητος όρος για την ομαλή ροή των εμπορευμάτων (αλλά και την μεσομακροπρόθεσμη οργάνωση της παραγωγής και των επενδύσεων), αυτό το κλειδί για την εξασφάλιση του μέλλοντος του καπιταλισμού σαν συστήματος, είχε μια ζόρικη κλειδαριά. Την αποκατάσταση (και την αναγνώριση) ενός καινούργιου συσχετισμού δυνάμεων ανάμεσα στα κράτη (τις εθνικές παραγωγές και τα εθνικά νομίσματα) πάνω από τον πλανήτη. Αν η κοινωνικοποίηση των καπιταλιστικών προσταγών που έφερνε η μαζική παραγωγή και η μαζική κατανάλωση έκανε αναπόφευκτη έως καθοριστική και την οικονομική λειτουργία του κράτους, το αποτέλεσμα ήταν να ενισχύεται και όχι να ακυρώνεται ο ανταγωνισμός των κρατών σαν υποκειμένων δύναμης πάνω στον πλανήτη. Ο Κέυνς μπορεί να διατηρούσε στα 1936 μερικές ειρηνόφιλες ψευδαισθήσεις, ή μπορεί να υποκρινόταν ότι τις διατηρεί. Αλλά για να πάψει το διεθνές εμπόριο να είναι μέσο απελπισίας για τη διατήρηση της εγχώριας απασχόλησης όπως έγραφε, θα έπρεπε οι “διεθνείς έμποροι” να συμφωνήσουν σε ορισμένους κανόνες. Και να τους τηρούν. Οι πιο σημαντικοί απ’ αυτούς, στο επίπεδο των κρατικών αποφάσεων, ήταν οι συναλλαγματικές ισοτιμίες και η διατήρηση (ή όχι) ευνοϊκών για τους μεν (και εχθρικών για τους δε) εμπορικών μπλοκ.
Αυτά σήμαιναν πως απ’ τα μέσα της δεκαετίας του ‘30 και μετά, η πολεμική διαχείριση της κρίσης γινόταν όλο και περισσότερο αναπόφευκτη. “Αναπόφευκτη” δεν σημαίνει πρώτη επιλογή για κάθε ένα αφεντικό χωριστά. “Αναπόφευκτη” σημαίνει εύλογα έσχατη λύση για την διαιώνιση του συστήματος. Γιατί ένας διακρατικός πόλεμος, αδιάφορο ποια είναι η έκβασή του, αδιάοφορο ποιοί ακριβώς είναι οι νικητές και ποιοι οι ηττημένοι, αποτελεί το πλέον αδιαπραγμάτευτο εργαλείο επίδειξης (ή και διαπραγμάτευσης) της σχετικής ισχύος του ενός κράτους ως προς τα άλλα. Κι αν ακόμα, εκεί στα μέσα της δεκαετίας του ‘30, υπήρχαν ειρηνόφιλες ψευδαισθήσεις μεταξύ των ανώτερων κρατικών υπαλλήλων για το ξεπέρασμα της κρίσης εδώ ή εκεί, το γεγονός ότι η εκστρατεία μαζικής ανανέωσης του στρατιωτικού εξοπλισμού του γερμανικού και του αγγλικού κράτους (για να αναφέρουμε δύο μονάχα παραδείγματα) αποδεικνυόταν ευεργητική για την “απορρόφηση” της πλεονάζουσας παραγωγικής ικανότητας μέσα σε κάθε κράτος, δεν έπρεπε να αφήνει καμιά αμφιβολία. Αντί να θάβουν οι κεντρικές τράπεζες μπουκάλια με χαρτονομίσματα για να προκαλούν εργασία και άρα κερδοφορία, αντί να κτίζουν οι καπιταλιστικές κοινωνίες πυραμίδες πάνω σε πυραμίδες για να συντηρούν ένα επίπεδο ευημερίας, ήταν πιο “χρήσιμο” να “κτίζουν” βαριά εξοπλισμένους στρατούς και να προετοιμάζονται να θάψουν τους στρατούς (και τις παραγωγικές δυνατότητες) των εχθρών τους.
Ο Κέυνς, κάνοντας κριτική στα δόγματα και στις βεβαιότητες της κλασσικής πολιτικής οικονομίας, είχε ρίξει απ’ τον τοίχο και το εικόνισμα του περίφημου “νόμου του Say”: του δόγματος που υποστήριζε ότι χάρη στον αυτοματισμό της ελεύθερης αγοράς, η προσφορά εμπορευμάτων δημιουργεί από μόνη της ανάλογη ζήτηση. Ο Κέυνς είχε δίκιο - γενικά. Υπήρχε όμως (και υπάρχει πάντα σαν η έσχατη λύση των καπιταλιστικών αντινομιών) μια ειδική περίπτωση που ο “νόμος του Say” έχει ισχύ, αν και ελαφρά τροποποιημένος: η “προσφορά” καταστροφικού δυναμικού επιβάλλει την ανάλογη “ζήτηση” - δημιουργεί την ανάλογη “αγορά” καταστροφής!
σπάταλοι, Οκτώβριος 2005
(συμπληρώσεις: zipo)