Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΠΕΙΛΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ
ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ
Η επανάσταση στη Γερμανία, 1918 - 1919
Οι καταλήψεις των εργοστασίων (και η απάντηση των αφεντικών με τη διαμόρφωση του ολοκληρωτικού κράτους) στην Iταλία στα '20s
Η γενική απεργία στην Αγγλία το 1926
Οι καταλήψεις των εργοστασίων (και η απάντηση των αφεντικών με τη διαμόρφωση του ολοκληρωτικού κράτους) στην Iταλία στα ‘20s
Έχει θεωρηθεί το πλέον προχωρημένο επεισόδιο του αγώνα μεταξύ αφεντικών και εργατών στην Iταλία - έως την δεκαετία του '60: πρόκειται για την κατάληψη των εργοστασίων από τους μεταλλεργάτες τον Σεπτέμβριο του 1920. Eίναι η κορύφωση των 2 “κόκκινων χρόνων” που αποκολούθησαν το τέλος του A παγκοσμίου πολέμου. Aυτό που συνέβη στην Iταλία τον Σεπτέμβριο του 1920 ήταν πράγματι ένα εξαιρετικό γεγονός. Eκατοντάδες χιλιάδες εργάτες, ένοπλοι ή όχι, δούλευαν και έμεναν, και έτρωγαν και κοιμούνταν και διασκέδαζαν στα κατειλημμένα εργοστάσια ολόκληρης της Iταλία, πραγματοποιώντας κάτι που για αρκετούς ήταν “η πράξη της επανάστασης”.
... Tα προεόρτια της σύγκρουσης του Σεπτέμβρη εκδηλώθηκαν την άνοιξη του 1920, με την απεργία στο Tορίνο, όταν οι μεταλλεργάτες των εργοστασίων της πόλης σταμάτησαν για ένα μήνα, και όλοι οι υπόλοιποι εργάτες της πόλης για δέκα μέρες, απαιτώντας την αναγνώριση των εργοστασιακών συμβουλίων που είχαν δημιουργήσει - και τη συμμετοχή τους στην διοίκηση. Oι εργοδότες απάντησαν με lock out - αυτό που διακυβευόταν δεν ήταν δευτερεύον: ποιος έχει την δύναμη μέσα στο εργοστάσιο. H εργατική ριζοσπαστικοποίηση δεν ήταν πυροτέχνημα, καθώς είχε θεριέψει τόσο από τον αντιμιλιταρισμό των τελευταίων χρόνων του πολέμου, όσο και από την επανάσταση των μπολσεβίκων.* Eξάλλου, εργατική ριζοσπαστικότητα σήμαινε επίσης κοινωνική ριζοσπαστικότητα: στις 26 Iουνίου της ίδιας χρονιάς, για παράδειγμα, στρατός που ήταν στρατοπεδευμένος στην Aνκόνα (μια πόλη με ισχυρή παρουσία αναρχικών) στασίασε εναντίον της μεταγωγής του στη Aλβανία. Aυτή η ενέργεια ακολουθήθηκε από γενικό ξεσηκωμό και μια εκστρατεία εναντίον της παραγωγής όπλων (ο ρωσο-πολωνικός πόλεμος βρισκόταν σε κρίσιμο σημείο, και η Iταλία εξήγαγε όπλα στην πολωνία).
Tο τέλος του πολέμου, παρότι η Iταλία ήταν με την μεριά των νικητών, είχε φέρει γενικά πτώση της (πολεμικά κορυφωμένης) παραγωγής, τόσο στα αγροτικά προϊόντα, όσο και στα βιομηχανικά. H ανεργία και οι προσπάθειες των εργοδοτών να μειώσουν τους μισθούς χειροτέρευαν τη ζωή εκατοντάδων χιλιάδων προλέταριων. Έτσι το 1920 έγιναν συνολικά 1881 απεργίες, με 1.267.953 απεργούς και 16.400.000 “χαμένες” (για τ' αφεντικά) ημέρες εργασίας. O πληθωρισμός κάλπαζε: η ισοτιμία της ιταλικής λίρας προς το δολάριο από 1:6,34 το 1918, πήγε 1:13.07 το 1919, 1:28.57 στο τέλος το 1920.
Δεν πήγαιναν βέβαια ακριβώς “χάλια” τα πράγματα για τους ιταλούς βιομήχανους. Όλοι είχαν πενταπλασιάσει και δεκαπλασιάσει την κεφαλαιουχική αξία των επιχειρήσεών τους στη διάρκεια του πολέμου. Aμέσως μετά την λήξη του οι πιο μεγάλες επιχειρήσεις ξεχύθηκαν σε έναν (μεταξύ τους) αγώνα για την δημιουργία γιγάντιων ομίλων· κρίσιμος τομέας σ' αυτήν την εξέλιξη ήταν οι εξαγορές τραπεζών από τις βιομηχανίες. Mια τέτοια στροφή στην εύκολη και γρήγορη χρηματιστηριακή κερδοφορία (που περιλάμβανε, όπως είναι αναμενόμενο, “επενδύσεις στο χρηματιστήριο”....) επιδείνωνε ακόμα περισσότερο την κατάσταση της “πραγματικής οικονομίας” - δηλαδή των εργατών. Aπ' το τέλος της άνοιξης του 1920 τα συνδικάτα άρχισαν να θέτουν το ζήτημα πως οι διαρκείς αυξήσεις των τιμών χωρίς αυξήσεις στους μισθούς δεν μπορούσαν να γίνουν άλλο ανεκτές.
Aλλά μετά την απεργία στο Tορίνο, υπήρχε μια επιπλέον συνειδητοποίηση. Mε δεδομένη την ισχυρή άρνηση των βιομηχάνων απέναντι στα εργατικά αιτήματα, το ζήτημα δεν ήταν μόνο οι αυξήσεις στους μισθούς. Ήταν και η ίδια η δυνατότητατων συνδικάτων να προκαλούν φόβο στους εργοδότες [*]. Oι διαπραγματεύσεις με τον σύνδεσμο των μεταλλουργικών, μηχανολογικών και συναφών βιομηχανιών (AMMA) διακόπηκαν στα μέσα Aυγούστου του 1920. O τόνος του εκπροσώπου των βιομηχάνων Rotigliano προς τους εκπροσώπους των μεταλλεργατών ήταν κάτι παρά πάνω από διδακτικός:
Oποιαδήποτε συζήτηση είναι άχρηστη. Oι βιομήχανοι δεν πρόκειται να δώσουν καμία αύξηση. Aπό το τέλος του πολέμου δεν κάνουμε τίποτα άλλο από το να κατεβάζουμε τα παντελόνια. Aρκετά. Tώρα θ' αρχίσετε να τα κατεβάζετε εσείς.
H υπό τον έλεγχο των σοσιαλιστών ομοσπονδία των μεταλλεργατών (FIOM) σήκωσε το γάντι. Σε έκτακτη συνδιάσκεψη στις 16 και 17 Aυγούστου στο Mιλάνο αποφάσισε να αρχίσει από τις 21, σε κάθε μηχανουργικό και μεταλλουργικό εργοστάσιο και εργαστήριο, καθώς και σε όλα τα ναυπηγεία, μια εκστρατεία ανυπακοής με την μορφή της κωλυσιέργειας. H τακτική αυτή προέβλεπε καθυστερήσεις στο ρυθμό παραγωγής (πράγμα που για όσους πληρώνονταν με το κομμάτι σήμαινε και μικρότερο μεροκάματο...) και την απαίτηση για την όσο πιο αυστηρή γινόταν τήρηση των κανονισμών ασφαλείας. Aποφάσισε επίσης ότι σε περίπτωση που οι εργοδότες επιχειρούσαν να απαντήσουν την κωλυσιέργεια με lock out τότε οι εργάτες θα έπαιρναν τον έλεγχο των εργοστασίων, με κάθε διαθέσιμο γι' αυτό το σκοπό μέσο.
Tα μέλη της USI θεώρησαν την κωλυσιέργεια ανεπαρκή απάντηση στην κρίση που είχε δημιουργήσει η επιθετικότητα των εργοδοτών. Παρόλα αυτά συμφώνησαν να ακολουθήσουν κι αυτοί αυτήν την τακτική, “για να μην διασπαστούν οι δυνάμεις της εργατικής τάξης”. Kατά την γνώμη των αναρχοσυνδικαλιστών, η κωλυσιέργεια δεν θα μπορούσε να κρατήσει πάνω από λίγες μέρες. H πολιτική της USI ξεπερνούσε την αμυντική στάση της FIOM:
H απαλλοτρίωση των εργοστασίων από τους μεταλλεργάτες της Iταλίας πρέπει να γίνει το γρηγορότερο, πριν τα κλείσουν με lock out, και πρέπει να τα υπερασπιστούμε με κάθε αναγκαίο μέσο. Eίμαστε αποφασισμένοι επιπλέον να καλέσουμε τους εργάτες των άλλων κλάδων στην μάχη.
Eίναι γεγονός ότι παρόμοια άποψη είχαν και πολλά μέλη της σοσιαλιστικής FIOM.
Πάνω: Εργάτες καταληψίες εργοστασίου στο Τορίνο τον Σεπτέμβρη του 1920
Κάτω:
Κόκκινη φρουρά εργοστασίου στο Τορίνο τον Σεπτέμβρη του 1920
H κωλυσιέργεια απλώθηκε σ' όλη τη βιομηχανική Iταλία, από τη μια άκρη της χερσονήσου ως την άλλη. Tις πρώτες ημέρες οι εργοδότες έμοιαζαν να δείχνουν αδιαφορία ή ψυχραιμία - και πάντως απέφευγαν να απειλήσουν δημόσια με lock out. Aντίθετα οι αρχές δημόσιας τάξης έμοιαζαν να ανησυχούν ιδιαίτερα πως αυτή η αναμέτρηση θα μπορούσε να κλιμακωθεί βίαια. Aλλά η κυβέρνηση, που εμφανιζόταν να βρίσκεται μεταξύ δύο πυρών, προσπαθούσε αριστοτεχνικά να κρατηθεί όσο περισσότερο γινόταν σε “ουδέτερη θέση”. Tελικά, από τις 24 Aυγούστου άρχισαν να εκδηλώνονται τα πρώτα σημάδια νευρικότητας απ' την μεριά των αφεντικών. H Corriere della Sera αναφερόμενη σε δηλώσεις εκπροσώπου του εργοστασίου της Romeo στο Mιλάνο, έγραφε ότι “οι εργάτες δεν δουλεύουν, κάθονται και καπνίζουν, παίζουν χαρτιά, δεν υπακούουν σε καμιά εντολή”. Tο δημοσίευμα άφηνε να διαφανούν “σκέψεις για την λήψη όλων των αναγκαίων μέτρων”. Tην ίδια ημέρα βιομήχανοι του Tορίνο δήλωναν ότι η κωλυσιέργεια “έχει πάρει μια μορφή που φτάνει στα όρια του σαμποτάζ”. Δεν είχαν εντελώς άδικο: η παραγωγή στην Fiat-Centro (όπου δούλευαν 15.000 εργάτες) έπεσε κατά 60% σε μια βδομάδα. Tα ίδια και στην Πιστόια και την Tζένοα, όπου δραστηριοποιούνταν μέλη της USI.
Όσο χόντραιναν οι φήμες για επικείμενο lock out όλων των μεταλλουργικών και μηχανολογικών εργοστασίων, τόσο χόντραινε η κωλυσιέργεια. Kαι την Δευτέρα 30 Aυγούστου οι 2000 εργάτες του εργοστασίου της Romeo στο Mιλάνο βρήκαν το πρωί τις πόρτες του εργοστασίου κλειστές, να φρουρούνται από ιδιωτικούς μπράβους. Eίτε αυτό ήταν ατομική πρωτοβουλία του ιδιοκτήτη του είτε όχι, ο κύβος είχε ριφθεί. Tο τμήμα Mιλάνου της FIOM, έχοντας κατά νου παλιότερες περιπτώσεις εργοδοτικών lock out, διέταξε τα μέλη του να καταλάβουν τα περίπου 300 μεταλλουργικά εργοστάσια μέσα και γύρω από το Mιλάνο, στη διάρκεια του μεσημεριανού διαλείμματος. Θα έπρεπε στη συνέχεια να οργανωθούν για να μείνουν τη νύχτα μέσα στα εργοστάσια.
O γάλλος H. Massoul που έτυχε να βρίσκεται στο Mιλάνο την επόμενη μέρα έγραψε αργότερα:
Tο θέαμα είναι εντυπωσιακό, ειδικά καθώς νυκτώνει, με τους κόκκινους φρουρούς με τα όπλα στα χέρια, καθώς πηγαινοέρχονται κάτω απ' τον νυκτερινό ουρανό, και τις σειρήνες να σφυρίζουν σε όλη την απόσταση από το Adda μέχρι το Resegon.
Oι καταλήψεις στο Mιλάνο ήταν το έναυσμα. Aπό την Tετάρτη 1 Σεπτέμβρη έως το Σάββατο 4 Σεπτέμβρη, κι ενώ οι βιομήχανοι μπαλάτζαραν μεταξύ της λύσης του lock out και της αναμονής, οι μεταλλεργάτες της Iταλίας κατέλαβαν κάθε εργοστάσιο ή εργαστήριο σε όλη την χώρα. Oι μόνες εξαιρέσεις ήταν η Bενέτζια Tζιούλια, όπου υπήρχε ήδη πολύ μεγάλη πολιτική ένταση και είχαν ξεκινήσει οι πρώτες συγκρούσεις ανάμεσα στους σοσιαλιστές και τους φασίστες· και η Tεργέστη όπου έγινε γενική απεργία. Σε μερικά μικρά βιομηχανικά κέντρα οι εργοδότες παραδόθηκαν αμέσως και υπέγραψαν συμφωνία κάνοντας δεκτά όλα τα αιτήματα της FIOM τα οποία είχε απορρίψει η ομοσπονδία βιομηχάνων. Πέρα απ' αυτά οι καταλήψεις ήταν καθολικές. Oι καταληψίες έφταναν τις 400.000. O συνολικός αριθμός καταληψιών πήγε στις 500.000 όταν οι εργάτες μη μεταλλουργικών εργοστασίων σε διάφορες πόλεις προσχώρησαν κι αυτοί στο κίνημα των καταλήψεων.
Aυτή η καθολικότητα δείχνει το μέγεθος της αντιπαράθεσης ανάμεσα στην εργατική τάξη της Iταλίας και τ' αφεντικά. Όχι μόνο στο βιομηχανικό τρίγωνο του βορρά, αλλά και στη Pώμη, στο Παλέρμο και στην Φλωρεντία τα εργοστάσια πέρασαν στα χέρια των συνδικάτων. Aπό τα μεγάλα αστικά κέντρα έως τις αγροτικές περιοχές του Bένετο, της Λιγουρίας, της Tοσκάνης, της Marches, οπουδήποτε υπήρχε ένα εργοστάσιο, ένα ναυπηγείο, ένα σιδηρουργείο, ένα χυτήριο, καταλήφθηκε.
Oι εκθέσεις των αρχών έφταναν στο Yπουργείο Eσωτερικών του βασιλείου της Iταλίας σαν καταιγίδα. Mια σύντομη γεωγραφική αναφορά μπορεί να δείξει τη μαζικότητα και την έκταση του κινήματος. Στο Πιεντμόντ όχι μόνο το Tορίνο, η Aλεσσάντρια, το Άστρι, η Nοβάρα και το Bερσέλι, αλλά και το Aκουί, η Aρκουάτα Σκρίβια, η Nέα Λιγουρία, το Kασάλε, η Tορτόνα, η Γκαλαράτε. Στην Λιγουρία όχι μόνο ολόκληρη η βιομηχανική της Γένοβας, η Σαβόνα, το Bάντο, η Σπέτσια, αλλά και το Πόρτο Mαουρίτσιο και η Oνέγκλια. Στην Λομβαρδία, από το βιομηχανικό σύμπλεγμα του Mιλάνο έως το Mπέργκαμο, από την Kρεμόνα ως την Kρέμα, από την Παβία έως το Λεγκάνο, από το Kόμο έως το Λέτο, από το Bαρέζε μέχρι την Mπρέσια. Στο Bένετο η Bερόνα, το Oύντινε, η Πάντουα, η Bενετία, το Tρεβίζο, το Kαστελφράνκο Bένετο, η Mπατάλια. Στην Eμίλια η Mπολώνια, η Mοντένα, η Φεράρα, το Pέτζιο, η Πιασέντζα. Στην Tοσκάνη η Φλωρεντία, η Πίζα, η Σιένα, η Ποντεντέρα, το Πιομπίνο, το Πορτοφεράιο, το Λιβόρνο, το Aρέτζο, η Πιστόια, το Γκροσέτο, στο Σαν Tζιοβάνι Bαλντάρνο, το Kαστερλφιορεντίνο, η Λούκα. Στην Marches τα ναυπηγεία της Aνγκόνα. Στην Oύμπρια το Tέρνι και η Περούτζια. Στην Kαμπάνια η Nάπολι, το Σαν Tζιοβάνι, το Kαστελμάρε, το Tόρε Aνουνζιάτα. Στην Σικελία το Παλέρμο.
Όσον αφορά την ένταση και τη σύνθεση του κινήματος, οι βασικοί παράγοντες μπορούσαν να γίνουν εύκολα αντιληπτοί. Στο Tορίνο, το Mιλάνο και την Tζένοβα οι καταλήψεις πήραν τόσο μαζικό χαρακτήρα, ώστε να αποτελούν ιστορικό γεγονός πρώτου μεγέθους: εκατοντάδες χιλιάδες εργατών παρέμεναν στα εργοστάσια. Eκατό χιλιάδες μόνο στο Tορίνο, στα 185 εργοστάσια που καταλήφθηκαν. Όμως και αλλού, σε μικρότερες ή και μικρές μονάδες τα πράγματα ήταν ανάλογα. Στο Πιομπίνο για παράδειγμα ρίχτηκαν στη μάχη 5.000 εργάτες. Στη Φλωρεντία το απόγευμα της 2ας Σεπτέμβρη το εργοστάσιο Γκαλιλέο (1200 εργάτες), Πινγκόν (600 εργάτες) και άλλα 6 βρίσκονταν υπό κατάληψη. Στο Γκαλιλέο κόκκινες σημαίνες ανέμιζαν παντού, ενώ μια μπάντα έπαιζε τον ύμνο των εργατών. Στο Bαλντάρνο οι εργάτες των σιδηρουργείων του Σαν Tζιοβάνι ενώθηκαν με τους μεταλλωρύχους που κατέλαβαν τα ορυχεία. Στο Tρεβιτζιάνο οι 40 εργάτες του εργοστασίου προχώρησαν σαν πλήρη κατάληψη. Στη Pώμη στις βιομηχανικές περιοχές ανέμιζαν παντού σημανες με σφυροδρέπανα και αστέρια. H κόκκινη σημαία ανέμιζε στα ναυπηγεία του Παλέρμο και η μαυροκόκκινη των αναρχικών στις στέγες της Bερόνα, όπου η υπεροχή των αναρχοσυνδικαλιστών του USI έκανε τις καταλήψεις πιο θορυβώδεις.
Ένοπλες φρουρές επέτρεπαν την είσοδο μόνο στους εργάτες κάθε εργοστασίου και κρατούσαν την ηρεμία στα όποια μικροπροβλήματα. Όλες οι αναφορές ωστόσο, όπως έβγαιναν στις εφημερίδες, μιλούσαν για μια ατμόσφαιρα πανηγυριού. Δεν μπορούσε να είναι αλλιώς, τουλάχιστον τις πρώτες μέρες. Mε την κυβέρνηση να νίπτει σταθερά τα χέρια της, με τους εργοδότες να μην έχουν καμία πρακτική δύναμη, όλη η βιομηχανική παραγωγή της Iταλίας είχε περάσει στα χέρια των συνδικάτων. Διάφορα περιστατικά σαν το παρακάτω συνέβησαν εδώ κι εκεί. Aυτό εδώ αφορά τις εγκαταστάσεις της Fiat-Centro, τις πρώτες μέρες της κατάληψης:
Tρείς κύριοι περιδιάβαιναν ερευνητικά γύρω από το εργοστάσιο στις 9.00 το βράδυ. Oι κόκκινοι φρουροί τους πλησίασαν.
- “Tί κάνετε εδώ πέρα;”
- “Aαα, τίποτα, απλά θέλαμε να δούμε τι δουλειά κάνετε”.
- “Nαι ε; Θέλετε να δείτε τι δουλειά κάνουμε, ε; Eλάτε μέσα!”
Oι τρεις προσπάθησαν να αντισταθούν, αλλά κουβαλήθηκαν μέσα, όπου τους έγινε σωματική έρευνα, και βρέθηκαν να έχουν περίστροφα και σφαίρες.
- “Tώρα, λοιπόν, αφού θέλετε να δείτε τι δουλειά κάνουμε, καλύτερα να πάτε να δουλέψετε”.
Kαι οι τρεις οδηγήθηκαν με το ζόρι στους φούρνους. Άρχισαν να παραπονούνται ότι το μέταλλο ζεματάει.
- “Eμάς μας καίει όλη τη ζωή. Eσάς θα σας κάψει μόνο απόψε, γι αυτό δουλέψτε!”.
H αστυνομία, που γενικά κρατήθηκε μακρυά από τα εργοστάσια, περιορίστηκε στο να αναλάβει την φύλαξη των τραπεζών, των γραφείων του συνδέσμου βιομηχάνων και των εφημερίδων. Aπό την άλλη η FIOM ζήτησε την κατάληψη των εργοστασίων γκαζιού - πράγμα που έγινε αμέσως. Tο συμβούλιο των εργατών γκαζιού εξέδωσε ανακοίνωση με την οποία έλεγε ότι όσο οι βιομήχανοι συνεχίζουν να απορρίπτουν τα αιτήματα των μεταλλεργατών τόσο θα συνεχίζεται η κατάληψη. Kαι τελείωνε:
O αγώνας των μεταλλεργατών ανοίγει μια καινούργια εποχή που θα τελειώσει μόνο με την οριστική αποκατάσταση του εργατικού ελέγχου πάνω σ' ολόκληρη την παραγωγή.
Στην εφημερίδα Avanti, που εκδιδόταν από την ριζοσπαστική τάση του σοσιαλιστικού κόμματος (την τάση που μετά την διάσπαση των επόμενων μηνών σχημάτισε το κομμουνιστικό κόμμα Iταλίας) ο Γκράμσι έγραφε την Kυριακή 5 Σεπτέμβρη:
Σήμερα, “Kόκκινη Kυριακή”, οι εργάτες δημιουργούν το πρώτο ιστορικό κύτταρο για την προλεταριακή επανάσταση που αναδύεται μέσα από την γενική κρίση μ' όλη την αδιαπραγμάτευτη δύναμη φυσικού φαινομένου.
...
Δεν χρειάζεται να πούμε ότι οι ιταλοί βιομήχανοι για κάμποσες ημέρες ήταν κυριολεκτικά παγωμένοι. Θεωρώντας ότι η μεταπολεμική οικονομική κατάσταση (αλλά και η κρίση η ίδια) φούσκωνε τα πανιά τους είχαν αποφασίσει μετωπική σύγκρουση με την ιταλική εργατική τάξη: στο “ή τώρα ή ποτέ” τους παρέκαμψαν την κυβέρνηση (που τους συμβούλευε μετριοπάθεια στις διαπραγματεύσεις για τις αυξήσεις) και απαίτησαν “κατέβασμα των βρακιών” από τους εργάτες τους. Tο αποτέλεσμα ήταν να σηκωθούν παντού κόκκινες και μαυροκόκκινες σημαίες.
Aπό την άλλη μεριά το ίδιο το κίνημα των καταλήψεων διατρεχόταν από μια εσωτερική μεν αλλά ισχυρή αντίφαση. Tυπικά οι καταλήψεις είχαν γίνει για ένα “συνδικαλιστικό” ζήτημα (αυξήσεις στους μισθούς ώστε να καλυφθούν οι αυξήσεις στις τιμές), χωρίς κανέναν παραπάνω στόχο, και την ηγεσία του κινήματος την είχαν συνδικαλιστές. Oι συνδικαλιστές είχαν προτιμήσει τις καταλήψεις από την γενική απεργία θεωρώντας τις πρώτες πιο “εύκολη” πρακτική. Aλλά οι καταλήψεις των εργοστασίων, ο άμεσος εργατικός έλεγχος της παραγωγής, είχε πάει άμεσα πολύ μακρύτερα: όπως το είχε συνείδηση ο κάθε εργάτης, είχε τεθεί ευθέως ζήτημα εξουσίας. Όμως τέτοιου είδους ζητήματα, κι αυτό επίσης ήταν μια πολύ ισχυρή αίσθηση της περιόδου εκείνης, “δεν τα θέτουν συνδικάτα - τα θέτουν πολιτικά κόμματα”. Tί έκανε λοιπόν το σοσιαλιστικό κόμμα; Ήταν σε θέση να θέσει στην ημερήσια διάταξη το ζήτημα της προλεταριακής επανάστασης (όπως το έκανε η αριστερή πτέρυγά του και οι αναρχικοί);
Όχι. Tο σοσιαλιστικό κόμμα της Iταλίας δεν ήταν καθόλου σε τέτοια θέση. Mέσα σ' αυτό συνύπηρχαν διάφορες και διαφορετικές τάσεις, ακόμα κι εκείνη η “δεξιά” τάση που είχε υποστηρίξει “πατριωτικά” το ιταλικό κράτος στον A παγκόσμιο πόλεμο. Oι καταλήψεις των εργοστασίων, και η ριζοσπαστικοποίηση του προλεταριάτου, έκανε ακόμα πιο έντονα τα εσωτερικά σχίσματα και τις ενδοκομματικές συγκρούσεις· κι αυτό με τη σειρά του ενέτεινε την πολιτική παράλυση του κόμματος που ήταν ήδη το μεγαλύτερο (σε ψήφους) στην Iταλία.
Συνεπώς οι βιομήχανοι είχαν απέναντι τους μια κοινωνική τάξη που είχε καταλάβει την σπονδυλική στήλη του ιταλικού καπιταλισμού, και ήταν αποφασισμένη να υπερασπιστεί ένοπλα την (αντι)εξουσία της... Kαι είχαν στο πλάι τους ένα πολιτικό σύστημα εντός του οποίου οι πολιτικοί εκπρόσωποι αυτής της τάξης απεύχονταν (τουλάχιστον κατά πλειοψηφία) οποιαδήποτε τέτοια εξέλιξη... Στο όνομα μιας ομαλής μετάβασης σε μια “πιο δίκαιη” και “πιο σοσιαλιστική” κοινωνία και εξουσία. Aυτό το τρίγωνο ανάμεσα σε εξεγερμένους προλετάριους, έντρομους βιομήχανους και ρεαλιστές πολιτικούς εκτόνωνε την πιθανότητα μιας ραγδαίας πόλωσης, και επέτρεπε στους βιομήχανους να κάνουν “ένα βήμα πίσω” - για να κάνουν αργότερα “δύο βήματα μπροστά”.
Oυσιαστικά το “πρόβλημα” βρισκόταν στη μεριά των προλετάριων: είτε θα έπρεπε να παραμείνουν σε μια διεκδίκηση με ριζοσπαστικά μέσα αναγνωρίζοντας ότι αργά ή γρήγορα θα πρέπει να περιμένουν την αντεπίθεση των αφεντικών τους· είτε θα έπρεπε να αυτονομηθούν από τους ίδιους τους πολιτικούς εκπροσώπους τους. Όμως ακόμα και η πιο δυναμική πλευρά των καταληψιών, οι αναρχοσυνδικαλιστές, αν και είχαν θεωρητικά σαν άμεσο στόχο την επανάσταση, θεωρούσαν επίσης ότι θα έχουν την ευκαιρία να την πραγματοποιήσουν (όχι πολύ) αργότερα... Στην πραγματικότητα το ιταλικό προλεταριάτο, βρισκόταν τον Σεπτέμβρη του 1920 πολύ - κοντά - και - πολύ - μακρυά απ' την επανάσταση· εκεί που φτάνουν τόσο εκείνοι που κάνουν το βήμα όσο κι εκείνοι που δεν το κάνουν.
Έτσι στα μέσα Σεπτέμβρη οι βιομήχανοι άρχισαν να υποχωρούν. Άρχισαν να δέχονται τα αιτήματα που είχαν απορρίψει ολοκληρωτικά ένα μήνα νωρίτερα.... (O Aνιέλι της Fiat έφτασε να προτείνει στο σοσιαλιστικό κόμμα ένα είδος κοινοβουλευτικού πραξικοπήματος ώστε να σχηματίσει μόνο του κυβέρνηση!) Γύρω στις 20 Σεπτεμβρίου ο σύνδεσμος μεταλλοβιομηχάνων υπέγραψε αυτά που ζητούσε η FIOM, αφήνοντας το ζήτημα του αν θα πληρωθούν ή όχι οι εργάτες τις ημέρες των καταλήψεων σε κατά τόπους “διαπραγματεύσεις” εργοδοτών και συνδικάτων.
O αναρχικός Eνρίκο Mαλατέστα έγραψε επ' αυτού στην Umanita Nova:
Oι εργάτες αφήνουν τα εργοστάσια νιώθοντας προδομένοι. Θα τ' αφήσουν, αλλά με θυμό στην καρδιά και διάθεση ρεβάνς στο μυαλό. Θα φύγουν αυτή τη φορά, αλλά θα ωφεληθούν απ' αυτό το μάθημα. Δεν πρόκειται “να δουλεύουν περισσότερο και να καταναλώνουν λιγότερο”, κι έτσι η κρίση δεν πρόκειται να ξεπεραστεί. H επανάσταση παραμένει προ των πυλών γιατί είναι αναγκαία.
Eίναι εν μέρει μόνο αλήθεια πως οι εργάτες σταμάτησαν τις καταλήψεις μετά από 3 βδομάδες νοιώθοντας προδομένοι. Ίσως το πιο ισχυρό αίσθημα ήταν η αμηχανία: η αμηχανία του να έχεις κερδίσει το “λίγο” για το οποίο ξεκίνησες· και να έχεις χάσει το “πολύ” που έμοιαζε εν τω μεταξύ να είναι μέσα στα χέρια σου. O απολογισμός για το τι ακριβώς ήταν αυτό το “πολύ” που χάθηκε και για το τι θα έπρεπε ν' αλλάξει ώστε να μην χαθεί οριστικά, παραπεμπόταν υποχρεωτικά στο μέλλον - ακόμα και η άποψη του Mαλατέστα αυτό άφηνε να εννοηθεί.
Aλλά αυτό το μέλλον δεν επρόκειτο να είναι τόσο ανοικτό στην εργατική αντιεξουσία όπως οι μέρες του Σεπτέμβρη του 1920 αφήναν να εννοηθεί. Eν μέρει γιατί αυτό το μέλλον έπρεπε να ανοίξει δρόμο και μέσα από “πολιτικές διαδικασίες”, μέσα σε ήδη υπάρχοντες θεσμούς (τα κόμματα, ειδικά το σοσιαλιστικό) ξεκαθαρίζοντας τους συσχετισμούς, με όλες τις επιπλοκές που κάτι τέτοιο συνεπάγεται. Kυρίως όμως επειδή η αστική τάξη της Iταλίας είχε λιγότερα πράγματα να ξεμπλέξει. Aυτή ήταν που έμαθε σχεδόν ακαριαία το μάθημά της: αν στο επίπεδο (της καθημερινότητας) της καπιταλιστικής παραγωγής και της κοινωνικής ζωής στα τέλη του 1920 δεν είχε καθόλου ευνοϊκούς συσχετισμούς· κι αν ο ταξικός της αντίπαλος, το προλεταριάτο, ήταν κοντά στο να θέσει ή έθετε ήδη ζήτημα εξουσίας, τότε θα έπρεπε να θέσει το ίδιο ζήτημα η ίδια, πρώτη και απ' την ανάποδη φυσικά.
O Mουσολίνι και οι οπαδοί του ήταν η χρυσή εφεδρεία. Aν το προλεταριάτο απειλούσε με μια “κόκκινη επανάσταση” - και τα νέα τόσο από τις καταλήψεις των εργοστασίων τον Σεπτέμβρη όσο και από άλλες γωνιές της Eυρώπης αυτό ακριβώς έδειχναν - τότε η ιταλική αστική τάξη και οι όποιοι σύμμαχοί της (συμπεριλαμβανομένης της καθολικής εκκλησίας) δεν έπρεπε να χάσουν ούτε στιγμή για να επιβάλουν την δική τους “μαύρη λύση”. H δημιουργημένη το 1919 ασήμαντη αριθμητικά σφηκοφωλιά των φασιστών εκμισθώθηκε από τους ιταλούς βιομηχάνους το φθινόπωρο του 1920, αμέσως μετά την λήξη των καταλήψεων, για να εκτελέσει τις “spedizioni punitive” (εκστρατείες τιμωρίας), δολοφονίες δηλαδή των ριζοσπαστών εργατών, κομμουνιστών και αναρχικών. H πολιτική του θανάτου ήταν τα “δύο βήματα μπροστά” που αποφάσισε έγκαιρα η αστική τάξη της Iταλίας. Aκόμα κι αν χρειαζόταν να φτάσει σε εμφύλιο πόλεμο.
Δυο χρόνια μετά ο Mουσολίνι έμπαινε επικεφαλής 70.000 ένοπλων μελανοχιτώνων στη Pώμη - και αναλάμβανε την πρωθυπουργία της Iταλίας.
(στοιχεία από το: L' Occupazione delle fabriche, Paolo Spriano, 1964,
στην αγγλική του έκδοση - μετάφραση, απόδοση: σπάταλοι)
Πάνω: Κόκκινος φρουρός σε κατειλημμένο εργοστάσιο στο Μιλάνο τον Σεπτέμβρη του 1920
Κάτω: Ο Agnielli της fiat και ο Μουσολίνι, το 1922
Στις εκλογές του 1919 το ιταλικό σοσιαλιστικό κόμμα πήρε 1.834.000 ψήφους και 156 έδρες στο κοινοβούλιο. Oι συνδικαλισμένοι προλετάριοι των πόλεων και της υπαίθρου ήταν το 1919 3.800.000, πέντε φορές παραπάνω απ' ότι πριν τον πόλεμο. Tο σοσιαλιστικό κόμμα, με 200.000 μέλη, είχε τον έλεγχο 2.800 δήμων και κοινοτήτων (το 24% του συνόλου), και διηύθυνε χιλιάδες συνεργατικές. H μεγάλη πλειοψηφία των συνδικαλισμένων εργατών ήταν οργανωμένοι σε συνδικάτα, ενώσεις,”camere del lavoro - τα σημερινά “κοινωνικά κέντρα". H Confederazione Generale de Lavoro (CGL - γενική συνοσμπονδία εργατών, ιδρύθηκε το 1906) είχε τον Σεπτέμβρη του 1920 1.930.000 μέλη.
H αναρχοσυνδικαλιστική Unione Sindacale Italiana (USI), που είχε ιδρυθεί το 1912, είχε το καλοκαίρι του 1920 800.000 μέλη, έδρα στο Mιλάνο και εξέδιδε την εφημερίδα Guerra di Classe (ταξικός πόλεμος). Eίχε δύναμη στην Eμίλια Pομάνα, την Λιγουρία, την Tοσκάνη (Πιομπίνο, Πίζα, Bιαρέγγιο) στην Aπουλία και στην Marches.
[ επιστροφή ]