Δεν χρειάζεται να είναι κανείς πολιτικός αναλυτής, δημοσιογράφος ή εργατολόγος για να καταλάβει ότι τα αφεντικά σε συνεργασία με τους πολιτικούς εκπροσώπους τους έχουν βαλθεί το τελευταίο διάστημα να αναζητούν τρόπους και “λόγους” για να ρίξουν κι άλλο τον βασικό μισθό. Όμως χρειάζεται κανείς να έχει μάτια που να βλέπουν πίσω από τις λέξεις της καθεστωτικής δημαγωγίας για να διακρίνει τις πραγματικές προθέσεις των αφεντικών, ως τάξης με κοινά οικονομικά (δηλαδή ταξικά) συμφέροντα σε αυτή την συγκυρία. Αυτές, δηλαδή οι πραγματικές προθέσεις των αφεντικών, συχνά περιβάλλονται τον μανδύα της “κατάστασης έκτακτης ανάγκης” μέσα στην επιτυχημένα δοκιμασμένη αφήγηση της “εθνικής διαπραγμάτευσης”.
Οι θεσμοί-δανειστές του ελληνικού κράτους εμφανίζονται ως κοινοί εκβιαστές της ελληνικής δημοκρατίας, η οποία με την σειρά της, εκπροσωπούμενη από την ελληνική κυβέρνηση, παρουσιάζεται ότι δίνει έναν γενναίο -πλην όμως άδικο- αγώνα απέναντί τους για την “διάσωση των κεκτημένων”. Οι θεσμοί-δανειστές παρουσιάζονται “ισχυρότεροι”, “σκληρότεροι”, “αμετανόητοι” και “ανένδοτοι” ενώ η ελληνική κυβέρνηση εμφανίζεται “φιλολαϊκή”, με “δημοκρατικές ευαισθησίες” και “κόκκινες γραμμές” στην διαπραγμάτευση προκειμένου να μην διαταραχθεί ανεπανόρθωτα η κοινωνική συνοχή της χώρας.
Εκεί ακριβώς χρειάζονται τα μάτια-που-βλέπουν-πίσω-από-τις-λέξεις που είπαμε παραπάνω. Και χρειάζονται επειγόντως, ιδίως αυτούς τους καιρούς της γενικευμένης παραίτησης και της καθολικής παρακμής. Χρειάζονται για να διακρίνουν ότι το ίδιο ακριβώς έργο “εθνικής κακομοιριάς” που βλέπουμε σήμερα παίζεται ασταμάτητα από το 2010 και μετά, ήτοι μετά την πρώτη “επαφή” της ελλάδας με τα μνημόνια. Χρειάζονται για να δουν το πολύ απλό: ότι πέρα από τα παρελκυστικά αναμασήματα των media και τις παράλογες δοξασίες του μεγαλύτερου μέρους της ελληνικής κοινωνίας, αυτοί που αποκτούν άμεσο όφελος από την υποτίμηση της εργασίας, το κούρεμα των μισθών και των συντάξεων, την διάλυση της δημόσιας υγείας κ.ο.κ. δεν είναι οι θεσμοί-δανειστές αλλά τα ελληνικά αφεντικά.
Αυτή η διαπίστωση, όμως, είναι εξαιρετικά επώδυνη για όποιον θέλει να αναζητήσει την αιτία των δεινών του μέσα στο ίδιο του το “σπίτι” και όχι στο διάστημα. Γιατί εκεί που βρίσκεται ο ταξικός εχθρός, δηλαδή μέσα στο ίδιο μας το “σπίτι”, εκεί βρίσκεται και η πραγματική δυνατότητα για να βελτιωθούν με ρεαλιστικούς και άμεσους όρους οι ζωές μας. Το να κλείσουμε τα αυτιά μας απέναντι στις σειρήνες της καθεστωτικής δημαγωγίας που εμφανίζουν τους έλληνες επιχειρηματίες ως θύματα της κρίσης φαίνεται ότι είναι το αφετήριο σημείο για οποιαδήποτε μελλοντική πιθανότητα αυτόνομης οργάνωσης των εργατών. Εν τω μεταξύ, το να στρέψουμε το ενδιαφέρον, την κριτική και την πολεμική μας από τους εξωτικούς-φαντασιακούς εχθρούς του τύπου “δανειστές-τοκογλύφοι”, “γερμανοί-αποικιοκράτες” κλπ στους έλληνες επιχειρηματίες που απομυζούν τις ζωές μας φαίνεται να είναι η πιο επίκαιρη και εύστοχη μεταστροφή μιας σύγχρονης εργατικής αντιπολίτευσης. Δυστυχώς, όμως, ακόμα αυτή φαντάζει τόσο απομακρυσμένη.
Έτσι το καθημερινά εκδιδόμενο δελτίο τύπου των ελληνικών (μικρών, μεσαίων και μεγάλων) αφεντικών, δηλαδή η εφημερίδα Καθημερινή-Οικονομική, σε σημερινό δημοσίευμά της (Τρίτη 11 Οκτωβρίου 2016) μας ενημερώνει ότι η επιτροπή σοφών για τα εργασιακά προτείνει να αντικατασταθεί ο μισθός των 511 ευρώ που ισχύει σήμερα για όλους τους νέους κάτω των 25 ετών (υποκατώτατος μισθός) από έναν νέο υποκατώτατο μισθό που θα εφαρμόζεται όμως σε όλους τους νεοπροσλαμβανομένους, ανεξαρτήτως ηλικίας, ο οποίος θα εφαρμόζεται για τα δύο πρώτα χρόνια εργασιακής εμπειρίας. Κάποιοι από αυτούς τους “σοφούς” λένε, ακόμη, να καταργηθεί η γνωστή διάκριση του υποκατώτατου μισθού για τους κάτω των 25 γιατί η ηλικιακή διάκριση θεωρείται ότι είναι αντίθετη στην ευρωπαϊκή νομοθεσία, ενώ παραβιάζει και τον Χάρτη των Κοινωνικών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δίχως όμως κάτι τέτοιο να είναι δεσμευτικό για κάποιον.
Δεν φτάνει δηλαδή που μέχρι σήμερα οι εργαζόμενοι κάτω των 25 παίρνουν λιγότερα κι από τον βασικό μισθό, λες και τρώνε μερίδα φαγητό ή φοράνε μόνο ένα παπούτσι. Η εργατική νομοθεσία που ετοιμάζουν προβλέπει την επέκταση του καθεστώτος έκτακτης ανάγκης σε όλους τους νεοπροσλαμβανόμενους εργαζόμενους, ανεξαρτήτως ηλικίας. Η ήδη ισχύουσα από το 2012 διάκριση αυτή είναι καθαρά ρατσιστική απέναντι στους νέους εργαζόμενους. Και προβλέπεται ότι θα επεκταθεί εν γένει απέναντι σε όλους τους νεοπροσλαμβανόμενους.
Τέλος, δεν μπορούμε να κρύψουμε την έκπληξή μας για το γεγονός ότι το δημοσίευμα της Καθημερινής συνοδεύεται από μια φωτογραφία μιας εργαζόμενης στα Mc Donald’s. Τυχαίο άραγε; Είναι γνωστό τοις πάσι ότι ο κλάδος του γρήγορου φαγητού (και της εστίασης γενικότερα) είναι από τους πιο κακοπληρωμένους στην αγορά. Και ειδικά σε σχέση με τους εργαζόμενους κάτω των 25, είναι από αυτούς που έχουν πρωτοστατήσει μέσα στην κρίση στην αποκομιδή άμεσων χρηματικών οφελών, εκμεταλλευόμενοι την ρατσιστική διάκριση της εργατικής νομοθεσίας.
Λοιπόν;
Το αίτημα για αύξηση του κατώτατου ωρομισθίου στα 7 ευρώ την ώρα δεν είναι κεραυνός εν αιθρία. Είναι ό,τι πιο επίκαιρο, αιχμηρό και δίκαιο έχουμε να απαιτήσουμε σαν σύγχρονοι/ες εργάτες/τριες αν και εφόσον επιθυμούμε να βγούμε από το βούρκο που έχουμε βαλτώσει τα τελευταία χρόνια.