Θα το ξεκινήσουμε σαν παραμύθι: Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε στην Κρήτη ένας κύριος που λεγόταν Νίκος Δραματινός. Ο κύριος Νίκος ήταν ο γενικός franchisee της αλυσίδας “Γρηγόρης” στην Κρήτη και είχε συστήσει μια εταιρία που λειτουργούσε και διαχειριζόταν συνολικά περίπου 30 καταστήματα της αλυσίδας στο νησί. Ο κύριος Νίκος, όμως, ήταν κοσμοπολίτης και ασφυκτιούσε στα περιορισμένα πλαίσια του νησιού. Σαν νέος και πετυχημένος επιχειρηματίας ήθελε να ανοίξει τα φτερά του. Έτσι έκανε το μεγάλο βήμα και άνοιξε το 31ο κατάστημα της αλυσίδας, αυτή την φορά όχι στην Κρήτη αλλά στην Αλεξάντερπλατζ, την κεντρική πλατεία του Βερολίνου. Κι έζησε ο κύριος Νίκος με την οικογένεια και τα στελέχη της επιχείρησής του καλά. Κι εμείς…
Η είδηση[1] ότι η αλυσίδα “Γρηγόρης” επεκτείνεται ραγδαία, ανοίγοντας κατάστημα στο εξωτερικό δεν έπεσε σαν κεραυνός εν αιθρία. Είναι γενικά γνωστό ότι, σε διάψευση των ισχυρισμών πολλών αφεντικών του κλάδου, η αγορά της γρήγορης εστίασης και του καφέ αναπτύσσεται ραγδαία. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς οικονομολόγος για να το διαπιστώσει. Αρκεί να κυκλοφορεί μέσα στην πόλη: τα μαγαζιά του καφέ, οι φούρνοι, τα φαστφουντάδικα κλπ φυτρώνουν το ένα δίπλα στο άλλο σαν τα μανιτάρια μετά από βροχή. Όσον αφορά την περίπτωση της αλυσίδας “Γρηγόρης” είναι, επίσης, πασίγνωστο ότι εδώ και καιρό έχει επεκτείνει τον κύκλο των δραστηριοτήτων της εκτός συνόρων, σε Κύπρο, Γερμανία, Μπαχάμες κ.α. Τέλος, η είδηση ότι ο κύριος Νίκος, ο “ήρωας” του παραμυθιού μας, πέρα από το κατάστημα στην Αλεξάντερπλατζ έχει κι άλλα 30 στην Κρήτη δεν μπορεί ούτε από μόνη της να μας εκπλήξει. Ξέρουμε από πρώτο χέρι, ως εργαζόμενοι στην εστίαση, ότι πολλά αφεντικά δραστηριοποιούνται στον χώρο ευρύτερα, διατηρώντας παραπάνω από ένα καταστήματα, συχνά στο ίδιο αντικείμενο.
Ένα πρόχειρο παράδειγμα είναι η οικογένεια Μαντζιάβα, η οποία διατηρεί 6 franchise καταστήματα της αλυσίδας “Pizza Fan” στην Αττική. Η οικογένεια Μαντζιάβα δεν είναι μια “τυχαία” οικογένεια ασφαλώς. Προτού μπει στον κλάδο της πίστας, είχε ήδη μια τριακονταετή εμπειρία στην εστίαση. Κάποια στιγμή, μέσα στον περασμένο Ιούλιο, με αφορμή τα εγκαίνια του 6ου καταστήματος στο Χαλάνδρι, η οικογένεια Μαντζιάβα έδωσε μια συνέντευξη στον ιστότοπο franchiseportal.gr Ερωτηθείσα για τους λόγους που προτίμησε το franchise της Pizza Fan απάντησε:
Πρώτο και κύριο είναι το προϊόν και η ποιότητά του. Η αυστηρή επιλογή πρώτων υλών, τα αγνά υλικά που φθάνουν καθημερινά στα καταστήματά μας, εγγυώνται ότι το τελικό προϊόν που θα απολαύσει ο πελάτης θα είναι απόλυτα ελεγμένο. Έπειτα το επιθετικό marketing -με ενέργειες που συνέχεια ανανεώνονται- και στη συνέχεια η σωστή τιμολογιακή πολιτική που ακολουθεί πάντα τις ανάγκες της αγοράς.[2]
Δεν είναι χαζή η οικογένεια Μαντζιάβα. Η μέθοδος του franchise δίνει γενικά πολλές δυνατότητες στα αφεντικά που θέλουν να κάνουν δουλειές στην εστίαση. Αρκεί να είναι πάντα έτοιμα να πατήσουν τους εργαζόμενους στο κεφάλι. Το ότι η Pizza Fan είναι κάτεργο είναι γενικά γνωστό. Δεν είναι λίγα αυτά που κατά καιρούς έχουμε ακούσει και διαβάσει για τις συνθήκες εργασίας εκεί. Το γεγονός, από την άλλη, ότι η μέθοδος του franchise παρέχει στα αφεντικά του κλάδου εκτεταμένες δυνατότητες φοροδιαφυγής είναι, επίσης, γνωστό. Αποδείξεις που κόβονται και αμέσως μετά ακυρώνονται· παραγγελίες που φτάνουν στο σπίτι όχι με την απόδειξη αλλά με το “σημείωμα” της παραγγελίας, το οποίο μολονότι αναφέρει το ποσό πώλησης δεν αποτελεί στην ουσία “απόδειξη πώλησης”· διπλές ταμειακές μηχανές: μία για τα νόμιμα και μία για τα παράνομα· συστήματα στο software που οργανώνουν τις παραγγελίες και τα οποία κάνουν “μάγια” κλπ είναι μερικά μόνο παραδείγματα.
Το πιστεύουμε: δεν είναι χαζή η οικογένεια Μαντζιάβα. Ούτε ο κύριος Νίκος, ο Αλεξάντερπλατζ. Κανείς τους δεν έκανε λόγο για τους εργαζόμενους στα καταστήματα. Δηλαδή για τους μπουφετζήδες που φτιάχνουν 300-500 καφέδες την ημέρα· τους ψήστες που ετοιμάζουν και ψήνουν 200 πίτσες σε κάθε βάρδια· τους ντελιβεράδες που είναι υποχρεωμένοι να τρέχουν σαν παλαβοί, είτε έχει χιόνι, είτε έχει καύσωνα· τις καθαρίστριες που ξυπνάνε στις 4 τα ξημερώματα για να καθαρίσουν τα μαγαζιά των αφεντικών. Δηλαδή, για όλους/ες αυτούς/ες που λειτουργούν στην ουσία τα μαγαζιά, έχουν την γνώση και την δύναμη να δουλεύουνε στα πόστα τους, παράγουν τον πλούτο που καρπώνονται τα αφεντικά και αντί για μισθό αμείβονται με ψίχουλα. Γιατί δεν είναι χαζή η οικογένεια Μαντζιάβα να διατυμπανίσει ότι πληρώνει τους ντελιβεράδες 4 ευρώ/ώρα με το παπί και την βενζίνη δικιά τους. Ή να αναρωτηθεί πως την βγάζουνε οι εργάτριες με 500 ευρώ τον μήνα.
Η οικογένεια Μαντζιάβα προτίμησε να χαιδέψει τα αυτιά του δικαιοδότη της (της μητρικής εταιρίας) και να χαμογελάσει μπροστά στην κάμερα, όπως φαίνεται στις φωτογραφίες. Πίσω από τα χαμόγελα, όμως, υπάρχει μια σκληρή πραγματικότητα: η καθημερινότητα των εργατών/τριών που είμαστε υποχρεωμένοι να ζούμε με τα ψίχουλα που μας δίνουν τα αφεντικά, ενώ αποδεδειγμένα βγάζουν τα κέρατά τους. Αλλά αυτός ακριβώς είναι ο λόγος που βγάζουν τα κέρατά τους: το γεγονός ότι μας πληρώνουν με ψίχουλα.
Θα μαλλιάσει η γλώσσα μας να το λέμε: το αίτημα για αύξηση του κατώτατου ωρομισθίου στα 7 ευρώ ξεκινώντας από όσους/ες δουλεύουν στον κλάδο της εστίασης είναι:
Α) Λογικό γιατί κανείς δεν μπορεί να καλύψεις τις βασικές του ανάγκες με 485 ευρώ τον μήνα.
Β) Δίκαιο γιατί η κερδοφορία των αφεντικών στην εστίαση είναι ολοένα και μεγαλύτερη.
Γ) Επίκαιρο γιατί η μείωση του βασικού μισθού είναι στον πυρήνα των κρατικών μεθόδων διαχείρισης της κρίσης εδώ και 6 χρόνια. Στον αντίποδα, η αύξηση του βασικού μισθού ανεξαιρέτως για όλους/ες τους εργάτες/τριες πρέπει να μπει σαν φάρος στον προσανατολισμό μας, αν θέλουμε κάποια στιγμή να βγούμε από το τούνελ της φτώχειας, της μιζέριας και της παραίτησης σαν σύγχρονοι εργάτες/τριες.
[1] http://www.tovima.gr/finance/finance-business/article/?aid=855749
[2] http://franchiseportal.gr/el/sections/102/articles/1979-piza-fan-kathemerina-epibebaionomaste-gia-te-soste-mas-epiloge-