Αυτονομία

Outsider

 

Περί καρτών και "προσωπικών δεδομένων"

Τη στιγμή που γράφουμε εξελίσσεται η "δημόσια διαβούλευση" που αφορά τη λεγόμενη "κάρτα του πολίτη"(ΚτΠ). Ας πούμε λίγα λόγια για όσους-ες δεν έχουν ακούσει γι' αυτή την ιστορία: τους τελευταίους μήνες τα σχέδια δύο καρτών έχουν πέσει στο τραπέζι από τους πολιτικούς διαχειριστές. Η μία (φοροκάρτα ή κάρτα συναλλαγών το βαπτιστικό της) ήρθε ως απάντηση στη χαρτούρα της συγκέντρωσης αποδείξεων, που επιβλήθηκε σαν τρόπος αντιμετώπισης της φοροδιαφυγής και μείωσης έτσι του δημοσίου ελλείμματος, όπως τιτλοφορείται στο ελλαδιστάν η κρίση. Η άλλη, η ΚτΠ, πρόκειται να αντικαταστήσει, καθώς λέγεται, τις ταυτότητες και περιλαμβάνει όχι μόνο τα στοιχεία που απεικονίζονται στις τελευταίες αλλά και αρκετά ακόμα (είναι υπό συζήτηση αν θα έχει και τον ΑΜΚΑ, ΑΦΜ κλπ). Τα οφέλη από τη χρήση των καρτών υποδεικνύονται με κάθε δυνατή έμφαση. Στην πρώτη περίπτωση η απαλλαγή από τη συγκέντρωση, καταμέτρηση, διατήρηση των χάρτινων αποδείξεων, στη δεύτερη, λέει ο υπουργός εσωτερικών Ραγκούσης, η "καθιέρωση της Κάρτας θα διευκολύνει την ευρύτατη ανάπτυξη υπηρεσιών Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης για κάθε πολίτη της χώρας και θα συμβάλλει αποφασιστικά στη βελτίωση της ταχύτητας και της ασφάλειας των υπηρεσιών που παρέχονται στον πολίτη-δημότη, τον πολίτη-ασφαλισμένο, τον πολίτη-φορολογούμενο, τον πολίτη-αγρότη, τον πολίτη-φοιτητή κ.λπ.". Πριν κλείσουμε το σύντομο ιστορικό να πούμε ότι έχει ειπωθεί επίσης ότι η ΚτΠ μπορεί να "απορροφήσει" τη φοροκάρτα (το θέμα αφήνεται ανοικτό για το μέλλον, αν δε γίνει αυτή η απορρόφηση ευθύς εξαρχής).
Αυτή η ιστορία έχει συναντήσει τριών ειδών αντιδράσεις. Κάποιοι αποδέχονται τις κάρτες σαν εκσυγχρονιστικά μέσα που θα λύσουν "χρόνια προβλήματα", όπως είναι και η γραμμή της τεχνολογιόφιλης κυβέρνησης. Κάποιοι άλλοι τις απορρίπτουν με βδελυγμία σαν το προστάδιο για το σφράγισμα του 666 (the number of the beast), αφού φέρουν τσιπάκι σαν κι αυτό που επιδιώκουν οι σκοτεινές δυνάμεις της "νέας τάξης" να εμφυτεύσουν στα χέρια και τα κούτελά των δύστυχων χριστιανοφασιστών. Τα 'λεγαν οι παπαροκάδες δέκα χρόνια πριν αλλά οι πράκτορες του εωσφόρου τα κατάφεραν πάλι... Ασφαλώς όμως δε θα επιθυμούσαμε να ασχοληθούμε ούτε με τους τεχνοφετιχιστές ούτε με τους γελοίους, αλλά με την τρίτη περίπτωση, αυτών δηλαδή που προβληματίζονται για τη χρήση των καρτών αυτών και βάζουν το ζήτημα της προστασίας των προσωπικών δεδομένων.

Αν σκεφτούμε τι εννοούμε με την έννοια "προσωπικά δεδομένα", βλέπουμε ότι αναφερόμαστε σε στοιχεία που αφορούν την προσωπικότητά μας και συγκεντρώνονται από κάποιον άλλον από εμάς. Αυτή η συγκέντρωση δεν είναι κάτι καινούριο: τα δημόσια νοσοκομεία εδώ και πολλές δεκαετίες δημιουργούν φακέλους των ασθενών που τα επισκέπτονται, το ίδιο κάνουν και τα σχολεία για τους μαθητές τους, οι φυλακές για τους τρόφιμούς τους κι οι τράπεζες για τους πελάτες τους. Γενικά η είσοδος κάποιου σε έναν θεσμό άφηνε το αποτύπωμά της σαν απόδειξη της σχέσης που δημιουργήθηκε και σαν παρακαταθήκη για το μέλλον. Τι καινούριο υπάρχει λοιπόν στα προσωπικά δεδομένα; Μα προφανώς το δεδομένα, το γεγονός δηλαδή ότι τα παραπάνω στοιχεία έχουν υποστεί τη διαδικασία της ψηφιοποίησης. Κι ενώ μπορεί να φαίνεται ότι δεν αλλάζει τίποτα από την άποψη της ανάγκης προστασίας, αν σκεφτούμε τον ιατρικό φάκελό μας στο χαρτί και σε ηλεκτρονική μορφή, αφού σε τελική ανάλυση εξακολουθεί να είναι ο προσωπικός μας φάκελος και δε θέλουμε να κυκλοφορεί γύρω-γύρω, από την άποψη της ιστορίας του πράγματος αλλάζει. Γιατί δεν ήταν οι μεγαθεσμοί, όπως αυτοί που αναφέραμε μόλις πιο πάνω, αυτοί που πρώτοι μπήκαν στη διαδικασία μετατροπής των στοιχείων που είχαν στη διάθεσή τους από τη μία μορφή στην άλλη, αλλά είτε ο καθένας μας χωριστά είτε συμπράττοντας ή αποδεχόμενος τη σχετική δραστηριότητα κάποιου νεοσύστατου ή/και τεχνολογικά εξελιγμένου μικρο-θεσμού. Η ψηφιοποίηση των προσωπικοτήτων-εαυτών των υπηκόων (γιατί περί αυτής πρόκειται) ξεκίνησε μοριακά και εθελούσια και συνεχίζεται στο μεγαλύτερό της όγκο απαράλλαχτα.

 

Τι υπήρχε πριν τα προσωπικά δεδομένα;

Αυτό που εμπόδιζε να δημοσιοποιούνται τα στοιχεία που συγκέντρωναν οι μεγαθεσμοί του φορντικού κράτους ήταν τα λεγόμενα απόρρητα πχ. το ιατρικό, το τραπεζικό, το απόρρητο των επιστολών, το φορολογικό κ.α. που τα κάλυπταν. Η έννοια του απορρήτου προϋπήρχε αλλά εδραιώ-θηκε πάνω στη λειτουργία αυτών των θεσμών και τις υπηρεσίες που αυτοί προσέφεραν πχ. η επικοινωνία (τηλεφωνία, αλληλογραφία), η περίθαλψη ή η τραπεζική πίστη. Κι αναφερόταν καθεαυτή σ' αυτές τις υπηρεσίες, κι όχι στα στοιχεία που συγκεντρώνονταν κατά την παροχή τους. Είχε μια σαφέστατη αρνητική χροιά, όχι μια προστατευτική: έλεγε ξεκάθαρα "δε θα συμβεί κάτι", δεν έλεγε "θα προστατευτεί κάτι". Μ' αυτόν τον τρόπο αντιστοιχούσε στις ανάγκες της εποχής και αρκούσε γι' αυτές: ήταν σα να έλεγε το κράτος στον υπήκοο: "οτιδήποτε διαμειφθεί μεταξύ εσένα και του παρόχου - ακόμα και των φυσικών προσώπων που στελεχώνουν τον τελευταίο - θα παραμένει στο εσωτερικό ενός ουδέτερου μηχανισμού όπως εγώ και δε θα κυκλοφορήσει στο κοινωνικό πεδίο". Αυτή η απάντηση είχε δύο διαστάσεις: σε πρώτο λόγο λειτουργούσε εγγυητικά εξασφαλίζοντας την εμπιστοσύνη των χρηστών των υπηρεσιών ότι δε θα υποστούν αρνητικές κοινωνικές συνέπειες από τη χρήση των υπηρεσιών. Μια εμπιστοσύνη που ήταν προαπαιτούμενο για την αποδοχή των υπηρεσιών από τους υπηκόους κι έτσι την αποτελεσματική λειτουργία των θεσμών.
Κι η κρισιμότητά της ήταν μεγάλη αφού η απρόσκοπτη παροχή των παραπάνω υπηρεσιών είχε εξαιρετική σπουδαιότητα όχι για την κερδοφορία που απέδιδε αλλά για τη συνολική ώθηση που παρείχε στην τότε οργάνωση του καπιταλισμού, στο σύστημα μαζικής παραγωγής και μαζικής κατανάλωσης.
Η άλλη διάστασή της κρυβόταν σ' αυτό που δεν έλεγε αλλά υπονοούσε: τα στοιχεία αυτά κι οι γνώσεις που αποκομίζουν οι κεντρικοί μηχανισμοί για τους υπηκόους δε θα παίρνουν το δρόμο για την κοινωνία, θα κυκλοφορούν όμως στο εσωτερικό του "ουδέτερου"  μηχανισμού, ανάμεσα στα συγκοινωνούντα παρακλάδια του. Εδώ εντοπίζεται η λειτουργία της από τα πάνω επιτήρησης. Παραδείγματα η διατεταγμένη υποκλοπή συνομιλιών των "διασαλευτών του πολιτεύματος" (κυκλοφορία μεταξύ τηλεπικοινωνιών και ασφάλειας) ή οι καραντίνες (μεταξύ συστήματος υγείας και δημόσιας τάξης). Παράλληλα δηλαδή με την ύπαρξη των απορρήτων υπήρχαν και νόμοι που επέτρεπαν την κάμψη τους, σα δικλείδες ασφαλείας του συστήματος. Κι αυτή ήταν η μόνη επίσημη περίπτωση που τα "όσα διαμείβονταν" έπαιρναν το δρόμο για την κοινωνία.

 

Και τώρα;

Η εισαγωγή νέων τεχνολογιών στην παραγωγή έχει σημαδέψει τον καπιταλισμό, το ίδιο και η αλλαγή των ηθών και των επιθυμιών των δυτικών κοινωνιών. Ασφαλώς όμως δε μπορούμε όμως να αναφερθούμε σ' ό,τι έχει μεσολαβήσει από το τέλος της εποχής του φορντισμού ως τις μέρες μας κι έχει συνθέσει την έννοια των προσωπικών δεδομένων. Σε αντιπαραβολή όμως με τους μεγαθεσμούς του όχι και τόσο μακρινού παρελθόντος μια διαπίστωση για τους καιρούς μας είναι βάσιμη: τα πεδία στον κοινωνικό χάρτη όπου συγκεντρώνονται στοιχεία για τους εισερχόμενους σ' αυτά πολλαπλασιάστηκαν θεαματικά. Από τους ιδιωτικούς παρόχους υπηρεσιών υγείας ως τα βιντεοκλάμπ κι από τις εκπτωτικές κάρτες των σουπερμάρκετ ως το παραμικρό software που κατεβάζει κάποιος, κι όλα αυτά συμπληρωμένα με τις άπειρες καταγραφές των πιστωτικών καρτών και των νέων επικοινωνιακών τεχνικών, το κοινωνικό σύμπαν, χωρίς απαραίτητα κρατικές μεσολαβήσεις, είναι πλέον διάσπαρτο από θύλακες στους οποίους η πρόσβαση απαιτεί σαν φιλοδώρημα κάποια από τα στοιχεία αυτού που επιδιώκει να εισέλθει. Η λέξη φιλοδώρημα χρησιμοποιείται σκόπιμα: η κάθε μικρή ή μεγαλύτερη υπηρεσία μοιάζει να παρέχεται δωρεάν ή με δυσανάλογα μικρό κόστος σε σχέση με το παρελθόν ή με την αναβαθμισμένη παροχή, κι αν εκληφθεί η παράδοση των προσωπικών στοιχείων ως αντάλλαγμα, η συντριπτική πλειοψηφία το αντιλαμβάνεται ασήμαντο, σαν πουρμπουάρ.
Εδώ όμως, και επιμένοντας στην πιο πάνω αναλογία, θα πρέπει να προσέξουμε κάτι. Το πουρμπουάρ όλοι ξέρουν τι σόι πράγμα είναι: όσο ελάχιστα κι αν αλαφραίνει την τσέπη αυτού που το προσφέρει, σίγουρα εκείνος δεν ξεχνά μέσα του ότι αυτό που δίνει είναι  λεφτά· κάτι που γνωρίζει ακόμα καλύτερα εκείνος που το εισπράττει. Με τον ίδιο τρόπο αντιλαμβάνονται κατά συνείδηση οι χρήστες των νέων υπηρεσιών τα ψηφιοποιημένα προσωπικά τους στοιχεία, ως στοιχεία περιουσιακά - της ιδιοκτησίας. Κάτι που είναι αντίθετο από την τρέχουσα ιδεολογία, η οποία βάζει την προστασία των προσωπικών δεδομένων στο ίδιο σακί με την προστασία της προσωπικότητας κι όχι της ιδιοκτησίας. Αυτή η διαπίστωση δεν είναι αυθαίρετη, ας εξηγηθούμε χρησιμοποιώντας σαν βάση ένα υποθετικό σχήμα:
Ο Χ δίνει τα στοιχεία του για να πάρει εκπτωτική κάρτα από το σουπερμάρκετ. Εκεί ψωνίζει στη συνέχεια ανελλιπώς μια συγκεκριμένη μάρκα σαμπουάν. Μετά από κάποιο διάστημα έρχεται στο γραμματοκιβώτιο της πολυκατοικίας διαφημιστική επιστολή για το Χ από την εταιρία του σαμπουάν που προωθεί ένα νέο της προϊόν.
Αν ο Χ είναι λίγο ευαισθητοποιημένος σε σχέση με τα "προσωπικά του δεδομένα" μπορεί να βρει αυτή τη διαφήμιση ενοχλητική, αφού αποκαλύπτει την παράδοση των προσωπικών του στοιχείων χωρίς τη συναίνεσή του από το σουπερμάρκετ στην εταιρία του σαμπουάν και τη διαφημιστική της, κι έτσι ο Χ μπορεί να σκεφτεί να καταγγείλει αυτή την παράδοση στην αρμόδια αρχή (αν δεν είναι ευαισθητοποιημένος, μπορεί και να αδιαφορήσει). Αν όμως η διαφήμιση περιελάμβανε ειδικά για τους καλούς καταναλωτές όπως αυτός δωροεπιταγή κάποιων ευρώ για τα προϊόντα της εταιρίας, είναι σίγουρο ότι θα σκεφτόταν το ίδιο θερμά την καταγγελία; Αν η επιταγή ήταν ακόμα μεγαλύτερης (και γενικά όχι ασήμαντης) αξίας και αφορούσε κι άλλα προϊόντα; Εφόσον υπολογίζουμε έστω και χωρίς σιγουριά ότι η απάντηση θα μπορούσε να είναι αρνητική στη μία τουλάχιστον από τις παραπάνω δύο ερωτήσεις, τότε γίνεται προφανής η περιουσιακή διάσταση των "προσωπικών δεδομένων". Στην περίπτωσή μας ο Χ αν νιώσει θιγμένος από την προσωπική διαφήμιση, αυτό θα είναι όχι γιατί του έθιξαν την προσωπικότητα (αφού έχει ο ίδιος παραδώσει στο σουπερμάρκετ τα στοιχεία του) αλλά  γιατί τα προσωπικά του στοιχεία κυκλοφόρησαν σε τρίτον χωρίς να έχει διαπραγματευτεί ο ίδιος γι' αυτό, χωρίς να 'χει κι αυτή τη φορά εξασφαλίσει κάποιο αντάλλαγμα για τον εαυτό του (όπως εξασφάλισε την πρώτη φορά τις εκπτώσεις από το σουπερμάρκετ).

Το ίδιο συμπέρασμα βγαίνει κι αν δούμε τη συζήτηση που τιτλοφορείται "προστασία προσωπικών δεδομένων" στην ιστορική της διάσταση. Η προστασία της προσωπικότητας ήταν αυτή που αρνητικά και εκ του αποτελέσματος παρείχαν τα απόρρητα του φορντισμού.
Η αρνητική τους λειτουργία εξασφάλιζε ότι δε θα προέκυπταν από τη χρήση προσβολές που μέσα στο κοινωνικό πεδίο θα κατευθύνονταν εναντίον αυτού του συμπαγούς σώματος που λέγεται προσωπικότητα του Χ ή της Ψ. Στην περίπτωση όμως των "προσωπικών δεδομένων" το πράγμα είναι διαφορετικό. Δεν ξεφεύγουν στοιχεία κατά τη χρήση που μπορούν να κατευθυνθούν - χρησιμοποιηθούν εναντίον κάποιου αλλά κάποιος αποχωρίζει από το σώμα της προσωπικότητας διάφορα γνωρίσματά της, και τα χρησιμοποιεί θέτοντάς τα σε κυκλοφορία. Όπως τα αντικείμενα της ιδιοκτησίας στα οποία δεν έχει κάποιος κάθε στιγμή άμεση εξουσία και χρειάζεται την από τα πάνω εγγύηση της γενικής προστασίας τους, έτσι και τα αντικειμενοποιημένα στοιχεία της προσωπικότητας περιβάλλονται από τον ίδιο κίνδυνο, της εν αγνοία του ατόμου προέλευσής τους (του ιδιοκτήτη τους λέμε εμείς, αλλά αυτό είναι προς απόδειξη) εκμετάλλευσης-κατάχρησης.

Κομβικό εδώ είναι να δούμε συγκριτικά με το παρελθόν τη γενικότερη σημασία των "προσωπικών δεδομένων" στην τρέχουσα οργάνωση του καπιταλισμού. Αν στο φορντικό μοντέλο τα απόρρητα ήταν οι αρνητικές εγγυήσεις που καθιστούσαν δυνατή την αποτελεσματική λειτουργία των μεγαθεσμών και των υπηρεσιών τους και αποτελούσαν τη βάση της από τα πάνω επιτήρησης, βρίσκεται στην ίδια θέση τώρα η προστασία των "προσωπικών δεδομένων; Νομίζουμε πως όχι, σήμερα βρίσκεται σε πιο κεντρική θέση. Γιατί δεν έχει πια αρνητική αλλά θετική υπόσταση. Αυτό γίνεται πιο καθαρό αν σκεφτούμε την αναδιοργάνωση της παραγωγής πάνω στη βάση του εύκολα διαφοροποιήσιμου προϊόντος (ώστε να είναι ταιριαστό με τις πολλαπλές και εξελισσόμενες απαιτήσεις του καταναλωτικού κοινού), το στοχευμένο μάρκετινγκ και την εξατομικευμένη διαφήμιση, διαστάσεις της καπιταλιστικής παραγωγής που έχουν σημάνει εδώ και πολλά χρόνια το τέλος της μαζικοποιημένης παραγωγής-κατανάλωσης. Τα παραπάνω για να δουλέψουν σωστά δεν απαιτούν τη σίγαση και την απόκρυψη των γνωρισμάτων των προσωπικοτήτων των μελών των καπιταλιστικών κοινωνιών αλλά την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη σε όγκο και ταχύτερη κυκλοφορία τους. Είναι λοιπόν κρίσιμο μέγεθος για τη σύγχρονη καπιταλιστική ανάπτυξη αυτό που μπαίνει κάτω από τον τίτλο "προσωπικά δεδομένα" κι αν πρέπει να καταλάβουμε με κάποιον τρόπο την επιδιωκόμενη προστασία τους, αυτός είναι η διαφύλαξη της κρισιμότητάς τους, η αποφυγή της άσκοπης και ανέξοδης κυκλοφορίας τους, η παρεμπόδιση του πληθωρισμού τους που τα απαξιώνει. Όσοι νιώθουν ιδιοκτήτες τους προσπαθούν διατηρήσουν την αξία του περιουσιακού τους αντικειμένου.

Τα παραπάνω ίσως μοιάζουν υπερβολικά ή άδικα. Σίγουρα όλοι ξέρουν περιπτώσεις στις οποίες αυτή η κυκλοφορία των προσωπικών στοιχείων έχει δημιουργήσει πραγματικά προβλήματα κι ακόμα ίσως έχει σπιλώσει και υπολήψεις. Είναι οι περιπτώσεις στις οποίες δεν τίθεται καν θέμα παροχής ανταλλάγματος στον θιγόμενο ικανού να τον κάνει να ανεχτεί την προσβολή-κυκλοφορία των προσωπικών του στοιχείων. Ας πούμε, στο παράδειγμά μας, στην πολυκατοικία που μένει ο Χ, κατοικεί κι ο θείος του που είναι εισαγωγέας ανταγωνιστικού σαμπουάν και βλέπει την ευχαριστήρια επιστολή με το λογότυπο της ανταγωνίστριας εταιρίας που απευθύνεται στον ανεψιό του. Είναι πολύ πιθανό, νομίζουμε, οποιοδήποτε ποσό και να ανέγραφε η δωροεπιταγή, ο Χ να προχώραγε παρόλα αυτά σε καταγγελία. Είναι όμως τέτοιες αφορμές επαρκής βάση για να αρνηθεί κανείς την προσοδοφόρα κυκλοφορία των "προσωπικών δεδομένων"; Γιατί όσοι μιλούν υπέρ της προστασίας τους με τέτοια επιχειρήματα την υποστηρίζουν ("γιατί να ξέρουν ότι αγοράζω τσιγάρα - άμα το μάθει η μάνα μου;", "γιατί να ξέρουν για τα ταξίδια μου -  άμα το μάθει το αφεντικό μου;"). Δε ρωτάμε αν είναι σωστή βάση, γιατί σωστή μας φαίνεται (εννοείται ότι η μάνα μου και το αφεντικό μου δεν πρέπει να ξέρουν αν δεν το θέλω εγώ), ρωτάμε αν είναι επαρκής. Και θεωρούμε ότι δεν είναι. Γιατί κανείς δε θέλει, ούτε δηλαδή οι εταιρίες που εμπορεύονται ούτε αυτές που διαχειρίζονται τα "προσωπικά δεδομένα" να συμβαίνουν τέτοιες "γκέλες". Και στο παράδειγμά μας ούτε η εταιρία του σουπερμάρκετ ούτε του σαμπουάν ούτε η διαφημιστική της είχε κάποιο ειδικό συμφέρον να μάθει ο θείος εισαγωγέας ότι ο Χ δεν εμπιστεύεται τα σαμπουάν που ο ίδιος εισάγει. Δε δουλεύει για κάποιο λόγο καλύτερα ο καπιταλισμός επειδή υπάρχουν ασυνέχειες και χάσματα στις κοινωνικές σχέσεις. Στην καλύτερη περίπτωση τα επενδύει με νέες υπηρεσίες-εμπορεύματα· στη χειρότερη απλώς φροντίζει όλο και περισσότερο να μην πέφτει σε τέτοια χάσματα, πχ. με την υιοθέτηση όλο και πιο στοχευμένων τρόπων επικοινωνίας όπως στην υπόθεσή μας θα ήταν ένα sms: σίγουρα μακρύτερα από τα μάτια του θείου από ότι η επιστολή (αλλά όχι τόσο φανταχτερό, χμμ ίσως ένα mms σε κάποιο καινούριο smartphone;). Άλλωστε αυτές οι καταγγελλόμενες περιπτώσεις είναι που δικαιώνονται - αποζημιώνονται άμεσα και πανηγυρικά. Κι αυτό καθόλου ηλίθια ενδυναμώνει τις φωνές για "αυξημένη προστασία των προσωπικών δεδομένων", ακριβώς γιατί είναι ένα αίτημα με το οποίο κυριολεκτικά όλοι μπορούν να συμφωνήσουν.

 

Γιατί όλα αυτά;

Κι εμείς καταλαβαίνουμε ότι στη σημερινή πραγματικότητα υπάρχουν πάμπολλες περιστάσεις στις οποίες δε μπορεί πλέον κάποιος να αποφύγει την παράδοση των προσωπικών του στοιχείων, αν θέλει να ζει όπως κι οι υπόλοιποι γύρω του ή να εξυπηρετηθεί στις ανάγκες του χωρίς να μπαίνει σε κάποιον γολγοθά. Η αλήθεια είναι όμως ότι διαρκώς φτιάχνονται στο κοινωνικό χάρτη νέες ενδιαφέρουσες ή και σχεδόν επιβεβλημένες είσοδοι στις οποίες η πρόσβαση προϋποθέτει την παράδοση των στοιχείων μας. Αν αυτή την εξέλιξη την αντιλαμβανόμαστε με κάποια εχθρότητα, θα πρέπει να εντοπίσουμε το εύρος της αντιπαράθεσης, με άλλα λόγια το συνολικό μήκος και πλάτος του λάκκου που σκάβουν για την πάρτη μας. Και να φτιάξουμε μια καλή θέση άμυνας.
Αν τα "προσωπικά δεδομένα" γίνονται κατά βάση αντιληπτά με τον τρόπο που έχουμε περιγράψει, σαν περιουσιακά στοιχεία παρά σαν προσωπικά, κι αν η προστασία τους είναι περισσότερο εξασφάλιση ότι οι "ιδιοκτήτες" τους θα έχουν λόγο στη διαχείρισή και εκμετάλλευσή τους, παρά αμφισβήτηση της ανάγκης ύπαρξης και κυκλοφορίας τους, τότε νομίζουμε ότι δε συνιστούν καλή, σταθερή θέση άμυνας. Γιατί θα είναι μια θέση που θα μπορεί να εξαγοραστεί ανά πάσα στιγμή. Κι αν η πιο τίμια στιγμή της επιθυμίας προστασίας τους είναι αυτή που προκαλείται από μια αστοχία όπως περιγράψαμε στην πιο πάνω παράγραφο, πάλι στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγουμε. Γιατί αυτή η περίπτωση είναι η εξαίρεση. Και αφενός ο καπιταλισμός έχει καλές μεθόδους να κάνει τις εξαιρέσεις σχεδόν αόρατες, αφετέρου η απαίτηση για προστασία των προσωπικών δεδομένων σ' αυτήν την περίπτωση είναι απαίτηση για διακριτικότερη και ευστοχότερη λειτουργία των σχετικών καπιταλιστικών πρακτικών.

 

Κι ελάχιστα για την Κάρτα Του Πολίτη

Την αξία της κάρτας αυτής για την καπιταλιστική αναπαραγωγή δεν την έχει κρύψει κανείς (για το επίπεδο της επιτήρησης βέβαια, τσιμουδιά - εκτός από τη φορολογική επιτήρηση που η κρίση την έχει δικαιώσει).
Ο υπ. εσωτερικών Ραγκούσης συνεχίζει στο εισαγωγικό της "δημόσιας διαβούλευσης": "η Κάρτα Πολίτη αναμένεται να αποτελέσει  κίνητρο προς τον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας για την ανάπτυξη νέων, σύγχρονων, καινοτομικού χαρακτήρα υπηρεσιών, προς όφελος των πολιτών - κατόχων της".
Είναι κάτι παραπάνω από προφανές ότι η κάρτα αυτή θα αποτελέσει βασικό όχημα για τη συγκέντρωση των στοιχείων του μεγαλύτερου κομματιού του πληθυσμού στην επικράτεια. Κι αυτή η συγκέντρωση θα μεθοδευτεί με το γνωστό τρόπο, πάνω στο "όφελος των κατόχων της". Το ζήτημα είναι λοιπόν με ποιον τρόπο θα αντιμετωπίσουν οι υποψήφιοι χρήστες της αυτήν τη συγκέντρωση, αν θα αντιληφθούν τις διαστάσεις του λάκκου που λέγαμε ή θα αποδέχονται σταδιακά και με τα αντίστοιχα ανταλλάγματα όποια λειτουργία και καταγραφή μπορεί να προκύψει απ' αυτήν. Αν δεν δουν μοναχά την αναβαθμισμένη επιτήρηση (και την καταστολή που την ακολουθεί) ή τις αδιακρισίες που επιφυλάσσει για την καθημερινότητά τους. Αλλά αντιληφθούν ότι σε πρώτη και τελική ανάλυση η αντίθεση στην κάρτα δε μπορεί παρά να είναι και αντίθεση στην αναδιοργάνωση του καπιταλισμού, στην αναβάθμιση του τρόπου που αλέθει τις κοινωνικές σχέσεις.

 
 
       

Αυτονομία 2021