Μακεδονία/Πρέσπες: αυτή η λίμνη δεν είναι γι' αναψυχή Το είδαμε κι αυτό. Εν έτει 2019 το στρατιωτικό εμβατήριο «Μακεδονία ξακουστή» να ακούγεται ως «αντιστασιακός» ύμνος στις επετειακές παρελάσεις της 25ης Μαρτίου. Μόνο ο μαρμαρωμένος βασιλιάς κι η κόκκινη μηλιά έλειψαν ώστε να συμπληρωθεί το καρέ της εθνοπαράνοιας. Μια άλλη φορά ίσως... Φαίνεται πως ο καιρός περνάει –μερικές δεκαετίες και λίγοι αιώνες δηλαδή, τίποτα σπουδαίο- χωρίς να κοιτάει την εθνικιστική μελαγχολία των ελλήνων. Κι είναι πραγματικά κρίμα που η άθροιση εθνικών μύθων αξίζει μόνο για λούμπεν εσωτερική πολιτική κατανάλωση: ως γνωστόν, η σαπίλα δεν έχει μνημεία για να θαυμάζουν οι ξένοι. Και το κουτόχορτο επίσης, δεν αρέσει στους πάντες. Κάπως έτσι η συμφωνία των Πρεσπών δεν θα υμνηθεί από κανέναν στα μέρη μας. Κι αυτοί οι πιστοί υπηρέτες της εθνικής γραμμής, εκείνοι των σοσιαλ/ψεκασμένων (αλλά όχι και καμμένων πια), τσαλακώνονται τώρα στο βωμό του εθνικού συμφέροντος, παριστάνοντας φιλότιμα το σάκο του μποξ. Αυτή είναι όμως η πικρή μοίρα των «απελευθερωτών» σ’ αυτό το μέρος του κόσμου...
Μακεδονία ξακουστή - ή αποσιωπημένη Μιας και έχουν ολοκληρωθεί οι κοινοβουλευτικές διεργασίες σε (Βόρεια) Μακεδονία κι Ελλάδα και η συμφωνία των Πρεσπών έχει τεθεί σε πλήρη ισχύ, αξίζει να κάνουμε μια μικρή αποτίμηση των ελληνικών κερδών σ’ αυτή την νέα διάταξη του πάλαι ποτέ «μακεδονικού ζητήματος». Πριν η ακροδεξιά χολέρα και ο πατριωτικός αντι-ιμπεριαλισμός σκεπάσουν κάθε δυνατότητα κριτικής κατανόησης των διπλωματικών ελιγμών του ελληνικού ιμπεριαλισμού. Ξεκινάμε από ένα μεγάλο κέρδος που βρίσκεται στο περιθώριο της συμφωνίας: πρόκειται για την πολλαπλή κατοχύρωση της εθνικής (και εθνικιστικής) ιστορικής αφήγησης για το μακεδονικό και την αποσιώπηση της πραγματικής ιστορίας του, κατά κύριο λόγο εντός συνόρων. Αφήνουμε στην άκρη τον μεγΑλέκο, που ήταν πάντα έλληνας,1 ως γνωστόν, και εστιάζουμε αποκλειστικά στη σύγχρονη γεωγραφική Μακεδονία. Παρότι η συμφωνία είναι ένα κείμενο διεθνούς δικαίου και όχι ένα εγχειρίδιο ιστορίας, το ελληνικό κράτος ουσιαστικά πέτυχε να παραγραφούν (ξανά...) οι μέθοδοι κατάκτησης και πληθυσμιακής αλλοίωσης του τμήματος της Μακεδονίας που κατέχει. Καμιά σφαγή δεν έγινε, κανένας διωγμός - κι αυτό το τμήμα της Μακεδονίας έγινε ελληνικό γιατί άλλωστε ήταν ελληνικό, από πάντα. Αυτή η εθνικιστική ταυτολογία και οι δομικές αντιφάσεις που περιέχει αναδείχθηκαν ελάχιστα στο δημόσιο λόγο, αφού απόλυτη προτεραιότητα είχε η καταπολέμηση του «μακεδονισμού», του μακεδονικού αλυτρωτισμού. Στο όνομα της καταπολέμησης του μακεδονισμού λοιπόν, η (Βόρεια) Μακεδονία αποδέχθηκε, μέσω της συμφωνίας, να μην ανακατεύεται στα εσωτερικά θέματα της Ελλάδας, να μην κάνει επ’ ουδενί λόγο για σλαβομακεδόνες εντός της ελληνικής επικράτειας και φυσικά να μην σκαλίζει τη διαχείριση που τους έχει επιφυλαχθεί διαχρονικά από το ελληνικό κράτος. Ας κάνουμε σ’ αυτό το σημείο μια ιστορική αναλογία: το (τότε ηττημένο) ελληνικό κράτος είχε αποδεχθεί στην συνθήκη της Λωζάνης το 1923 την ύπαρξη μουσουλμανικής -όχι τουρκικής- μειονότητας, αναλαμβάνοντας διεθνείς υποχρεώσεις απέναντί της -τις οποίες φυσικά δεν τηρεί- ενώ σήμερα, εβρισκόμενο σε θέση ισχύος σε σχέση με το κράτος της Βόρειας Μακεδονίας, ουσιαστικά εξαφανίζει την αντίστοιχη σλαβομακεδονική! Επιχειρώντας να εξαφανίσει κατ’ αυτόν τον τρόπο και τα ίχνη της συστηματικής καταπίεσης και των διωγμών της.2 Αν αυτό δεν είναι μέγα κέρδος της ελληνικής διπλωματίας, τότε τί είναι; Το ελληνικό κράτος έχει δικαίωμα, όχι μόνο να μιλά για τους «βορειοηπειρώτες», αλλά και να κουνά το δάκτυλο στο αλβανικό (θυμάστε τον Κατσίφα;), αλλά η Βόρεια Μακεδονία παραιτείται προκαταβολικά από μια τέτοια δυνατότητα. Ποιος έχει το πάνω χέρι εδώ; Μήπως υπαγόρευσαν οι αμερικάνοι ή οι γερμανοί την σχετική πρόβλεψη στην συμφωνία; Υποτίθεται πως η μέγιστη «προδοσία» της συμφωνίας είναι η παραχώρηση του «ονόματος», της γλώσσας και της εθνικότητας. Ας τα δούμε κι αυτά. Σε ό,τι αφορά το όνομα του γειτονικού κράτους, υποχώρηση θεωρείται η αναγνώριση του προφανούς - για όλο τον υπόλοιπο κόσμο εκτός από τους έλληνες. Φυσικά και θα υπήρχε η λέξη «Μακεδονία» στο όνομα του κράτους! Κάποια π-Γ-Δ-Μακεδονία δεν υπέγραψε την Ενδιάμεση Συμφωνία το 1995; Άλλωστε αυτή δεν ήταν και η περιβόητη «εθνική γραμμή» από τότε, δηλαδή σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό; Επειδή το ελληνικό κράτος μοίραζε βλακεία κι εθνικισμό με τους τόνους στον ντόπιο πληθυσμό επί τόσα χρόνια, μήπως δεν θα ερχόταν η στιγμή που θα έπινε αυτό το πικρό ποτήρι, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο; Θα ερχόταν προφανώς! Το πρόβλημα ήταν (και είναι) διαφορετικό: η ρητορική περί «αλυτρωτισμού» θέλει να αποσιωπήσει την αυτοτελή ύπαρξη Μακεδόνων στην ιστορία των Βαλκανίων - και γι’ αυτό άλλωστε ονοματολογικές προτάσεις όπως «Μακεδονία του Ίλιντεν» ξεσήκωσαν θύελλα αντιδράσεων από τους μεγαλοσχήμονες διαμορφωτές της εθνικής γραμμής. Σύμφωνα με την ντόπια εθνο-παράνοια, αυτό το κράτος και η πλειοψηφία των κατοίκων του έχουν ξεπηδήσει από ένα κενό της Ιστορίας: ούτε με τον μεγΑλέκο έχουν σχέση - ούτε όμως και με το μακεδονικό ζήτημα, όπως εκτυλίχθηκε από τα τέλη του 19ου αιώνα και μετά - αφού «η Μακεδονία είναι ελληνική»... Μπορούν αλήθεια να περάσουν αυτοί οι βλακώδεις χειρισμοί εσωτερικής κατανάλωσης; Όχι για πολύ. Παρόμοια πράγματα ισχύουν για τη γλώσσα και την εθνικότητα3: η συμφωνία αναγνωρίζει εκείνο που είναι αυταπόδεικτο. Τελικά, όντως υπάρχει αυτή η γλώσσα, η «νοτιο-σλαβική» κατά την συμφωνία, παρότι εντός της ελληνικής επικράτειας ουσιαστικά είναι απαγορευμένη εδώ και δεκαετίες. Συμπερασματικά ως εδώ: το ζήτημα για την ελληνική διπλωματία δεν ήταν η παραχώρηση του «ονόματος» ή της γλώσσας -αυτά ήταν δεδομένα. Το ζήτημα ήταν κατά πρώτον, όπως περιγράφουμε παραπάνω, η αναδρομική αποσιώπηση, κυρίως στο εσωτερικό, κάθε μη ελληνοκεντρικής εννόησης του μακεδονικού και των προεκτάσεών του και κατά δεύτερον, η μεταφορά αυτής της διαρκούς ελληνο-μακεδονικής εκκρεμότητας σε άλλα επίπεδα (στα οποία θα αναφερθούμε παρακάτω).
Από το Ντέιτον μέχρι τις Πρέσπες: Κλείνοντας λογαριασμούς εν όψει άλλων Όσα περιγράψαμε παραπάνω, θα μπορούσαν να θεωρηθούν σαν κέρδη από την συμφωνία των Πρεσπών, τα οποία είχαν κυρίως μια εσωτερική στόχευση: να χρυσωθεί το χάπι της αναγνώρισης μιας κάποιας «Μακεδονίας», αφήνοντας ορθάνοιχτες εκκρεμότητες και δυνατότητες για το μέλλον. Ας εκτιμήσουμε όμως τώρα τα διεθνοπολιτικά ελληνικά κέρδη: άλλωστε έχουμε την αίσθηση πως αυτά είναι που θα παράξουν τον περισσότερο θόρυβο στο μέλλον. Πάνω στον ενθουσιασμό τους, αμερικανοί αξιωματούχοι, τους οποίους κατόπιν αντέγραψε ο Τσίπρας, μίλησαν για την συμφωνία των Πεσπών, ως την πλέον σημαντική στην περιοχή, μετά από εκείνη του Ντέϊτον. Να θεωρήσουμε ότι επρόκειτο περί μιας ατυχούς σύγκρισης ή να πάρουμε αυτές τις δηλώσεις τοις μετρητοίς; Στο Ντέϊτον υπογράφηκε μεν ο τερματισμός των εχθροπραξιών στην Βοσνία (και την συστηματική σφαγή των βόσνιων ανδρών και γυναικών), όμως ακόμα και σήμερα η σύγκρουση εκεί παραμένει κατ’ ουσίαν παγωμένη - και σίγουρα όχι επιλυμμένη. Αυτό είναι λοιπόν το νόημα στο υπέδαφος; Το πάγωμα σ’ ένα σημείο ασταθούς ισορροπίας; Υποτίθεται λοιπόν ότι η ένταξη της Βόρειας Μακεδονίας στο ΝΑΤΟ «σταθεροποιεί» τη χώρα και την ευρύτερη περιοχή, αλλά αυτή η παραδοχή δε φαίνεται να έχει σχέση με την πραγματικότητα. Δεν είναι μόνο η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ υπό τον Τραμπ, που επιχειρεί να ανατρέψει και τις τελευταίες κραταιές γεωπολιτικές ισορροπίες ανά τον κόσμο, αλλά και η επιθετική κατεύθυνση του ίδιου του ΝΑΤΟ τα τελευταία χρόνια - όσο, τέλος πάντων, του επιτρέπουν οι εσωτερικές αντιθέσεις μεταξύ των μελών του. Τα Βαλκάνια συνολικά έχουν ενταχθεί ξανά σε μια όλο και μεγαλύτερη περίμετρο αντιθέσεων και συμπράξεων μεταξύ ΗΠΑ, Ρωσίας, ΕΕ, Τουρκίας και Κίνας και το ζήτημα, όπως και αλλού, είναι πως (και αν) οι τοπικές αντιθέσεις θα αρθρωθούν με μεγαλύτερες. Μ’ αυτή την έννοια, όντως στέκει η σύγκριση με το Ντέϊτον, αλλά για όλους τους επικίνδυνους λόγους του κόσμου. Έχοντας τέτοιες προσεγγίσεις κατά νου, το ελληνικό κράτος, ενώ καλά καλά δεν έχει στεγνώσει ακόμα το μελάνι της συμφωνίας, κινείται ταχύτατα προς την αναβάθμιση της στρατιωτικής διπλωματίας του με την Βόρεια Μακεδονία. Ο νέος αρχικαραβανο-υπουργός Αποστολάκης δήλωσε πρόσφατα, από το Φόρουμ των Δελφών (2/3) ότι: «...Προσβλέπουμε στην εμβάθυνση της συνεργασίας μας με τη Βόρεια Μακεδονία γιατί είναι για το στρατηγικό μας συμφέρον. Έχουμε σημαντικό ρόλο να παίξουμε καθώς θα απαιτηθεί από τη χώρα αυτή συστηματικός μετασχηματισμός των ενόπλων της δυνάμεων ώστε να ανταποκρίνεται στα προαπαιτούμενα πρότυπα και στις απαιτήσεις της Συμμαχίας... επιδίωξη είναι να καταστεί η χώρα μας ο κύριος στρατηγικός αμυντικός εταίρος της Βόρειας Μακεδονίας...». Σαν έτοιμο από καιρό γι’ αυτό το βήμα, δεν μοιάζει το ελληνικό κράτος; Μπας και προσπαθεί να προλάβει τον «μακεδονικό αλυτρωτισμό», πριν φορέσει τις αρβύλες του, ή μήπως κάνει μια στροφή προς τον ιμπεριαλιστικό πραγματισμό του, αναλαμβάνοντας ουσιαστικά την «κηδεμονία» της γειτονικής χώρας - πριν προλάβουν τίποτα άλλοι; Μάλλον το δεύτερο: φαίνεται ότι εκεί που η Ενδιάμεση Συμφωνία (υπογεγραμμένη, όπως κι εκείνη του Ντέϊτον, στην ίδια συγκυρία κλεισίματος του προηγούμενου γύρου βαλκανικών εκκρεμοτήτων, το 1995) πάγωνε τα ελληνικά όνειρα στα Βαλκάνια, με την αμερικανική επικυριαρχία, τώρα μοιάζει να τα ξεπαγώνει. Όχι απαραίτητα με γραμμικό τρόπο - και σίγουρα όχι ως επανάληψη της Ιστορίας: ο ελληνικός ιμπεριαλισμός (μάλλον) δεν θα ξανακάνει τα ίδια λάθη. Από την άλλη μεριά, σε διμερές επίπεδο απέναντι στο κράτος της Βόρειας Μακεδονίας πια, το ελληνικό κράτος διατηρεί πολλά και καλά εργαλεία αμιγώς διπλωματικής πίεσης. Αφού το ξαναβάφτισε και το ανάγκασε ν’ αλλάξει έως και το Σύνταγμά του για να εμπεδώσει καλά το νέο του όνομα, έχει μπροστά του 35 ολόκληρα κεφάλαια της διαδικασίας ένταξης στην ΕΕ (αν και όταν ξεκινήσει αυτή) για να συνεχίσει το προσφιλές του παιχνίδι, ανοιγοκλεισίματος της πόρτας προς το κλαμπ. Διατηρεί επίσης τη δυνατότητα να υποδαυλίζει εσωτερικές αντιθέσεις στο κράτος της Μακεδονίας, μέσω της Μεικτής Διεπιστημονικής Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων Ελλάδας-Βόρειας Μακεδονίας για ιστορικά, αρχαιολογικά και εκπαιδευτικά θέματα, η οποία (ανάμεσα σε άλλα) θα εξετάζει τα σχολικά βιβλία προς αναζήτηση «αλυτρωτικών» περιεχομένων.4 Τέλος, ο αδικοχαμένος πρώη΅ν υπ.εξ Κοτζιάς, σε μια προσπάθεια να «πουλήσει» την συμφωνία στους βορειοελλαδίτες επιχειρηματίες, είπε και ξαναείπε πως οι Πρέσπες ανοίγουν τη βαλκανική ενδοχώρα στον ελληνικό καπιταλισμό και καθιστούν την Θεσσαλονίκη πρωτεύουσα των Βαλκανίων. Καλά όλ’ αυτά, όμως δε διανύουμε το 1997 - ούτε καν το 2005. Και μπορεί ο εντόπιος καπιταλισμός να είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Μακεδονίας, αλλά δεν την λες και δυναμική αγορά αυτή τη χώρα: περισσότερο θυμίζει το «ο πνιγμένος απ’ τα μαλλιά του πιάνεται». Εκείνο το ελληνικό εγχείρημα που, υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, ίσως έχει περισσότερες πιθανότητες επιτυχίας, είναι να πουλήσει η Ελλάδα ενεργειακή «προστασία» στην Βόρεια Μακεδονία. Να επιχειρήσει δηλαδή να την εντάξει σε διάφορα ενεργειακά πρότζεκτ (ο αρμόδιος υπουργός Σταθάκης περιμένει με τα σχέδια-επί-χάρτου στις μασχάλες) υπό την αμερικανική υψηλή καθοδήγηση. Αρκεί φυσικά να μην προλάβουν οι Βούλγαροι κι οι Τούρκοι κι αρπάξουν την ελληνική μπουκιά από το στόμα... Κλείνοντας λοιπόν κι αυτή την ενότητα, συμπεραίνουμε ότι, σε αντίθεση με την αντικυβερνητική εθνικιστική επωδό, οι σοσιαλ/ψεκασμένοι στη νέα έκδοσή τους, αντάλλαξαν το θρυλικό «όνομα» και την ένταξη της Βόρειας Μακεδονίας στο ΝΑΤΟ με διευρυμένες και παραγωγικές δυνατότητες «συνεργασίας» και διπλωματικών πιέσεων, χωρίς ουσιαστικά να απεμπολήσουν τίποτα ουσιαστικό. Άλλαξαν απλώς το μείγμα, προσθέτοντας μερικά καρότα και αφαιρώντας λίγα μαστίγια. Συμβολικά και πολιτικά, τους στοιχίζουν ήδη οι Πρέσπες βεβαίως, αλλά αυτό είναι το τίμημα του να υπηρετείς το εθνικό συμφέρον. Δεν το ήξεραν άραγε κι από τους προηγούμενους -με τα μνημόνια;
Τι είναι η πατρίδα μου; Κάμποι, βουνά και κάμποση κοπριά Έχουν περάσει δυο μήνες περίπου, από τότε που ψηφίστηκε και από την ελληνική βουλή η συμφωνία των Πρεσπών. Είναι ένα ικανό διάστημα για να εκτιμήσουμε, τόσο τη δυναμική του εθνικιστικού συρφετού που κατεβαίνει στους δρόμους, όσο και το πως τείνει να αποκρυσταλλωθεί ο νέος μετα-μνημονιακός ακροδεξιός/εθνικιστικός πολιτικός χάρτης καθώς πλησιάζουμε και στις πρώτες εκλογικές αναμετρήσεις του 2019. Έχουμε και λέμε λοιπόν: παρά τις φιλότιμες προσπάθειές του, ο Καμμένος δε φαίνεται να διασώζεται εκλογικά, αλλά μόνο ο χρόνος θα δείξει στα σίγουρα. Το εθνικιστικό, post-ΛΑΟΣ μόρφωμα του Βελόπουλου από την άλλη, ίσως καταλάβει μερικά έδρανα στην επόμενη βουλή, σχηματίζοντας επιτέλους εκείνη την «σοβαρή χρυσή αυγή», που οραματίζονταν διάφοροι στα χρόνια των μνημονίων. Η συμμορία χ.α. παραμένει σταθερή -και το μόνο ερώτημα (για εμάς) παραμένει η έκβαση της δίκης της και οι πιθανές συνέπειες που αυτή θα έχει. Οι συνεχόμενες «αγωνιστικές» κινητοποιήσεις ενάντια στις Πρέσπες έχουν συγκροτήσει στοιχειωδώς ένα ετερόκλητο δυναμικό, το οποίο όμως δεν έχει αποκτήσει και καμιά τρομερή αυτοπεποίθηση - ανάλογη και με την απολύτως ευνοϊκή πολιτική συγκυρία. Άλλωστε η ακροδεξιά μετατόπιση της ΝΔ στο συγκεκριμένο ζήτημα έχει προσφέρει μια εύκολη κοινοβουλευτική διέξοδο έκφρασης της πλεονάζουσας σαπίλας αυτής της κοινωνίας - στο βαθμό που εκείνο το οποίο επιζητείται είναι μια «λύση εξουσίας». Πάντως δεν είναι καθόλου λίγα ολ’ αυτά. Αυτό το εθνικιστικό πολιτικό κεφάλαιο θα είναι πάντα χρήσιμο και απαραίτητο, μιας και τα μνημόνια μπορεί να τελείωσαν, η κρίση πάντως όχι. Να είναι τυχαίο άλλωστε ότι οι επιθέσεις σε μετανάστες και μετανάστριες έχουν αυξηθεί τελευταία; Σε καμία περίπτωση. Και μπορεί όλο αυτό το δυναμικό, υπό την συνεχή επήρρεια της εθνο-πρέζας, να αδυνατεί να παρακολουθήσει την ελληνική διπλωματία και τους ελιγμούς της, αλλά δεν είναι αυτός ο ρόλος της. Η εθνο-μάζα είναι για άλλες δουλειές: το αποδεικνύει η Ιστορία, το υποδεικνύει κι η τρέχουσα πραγματικότητα του καπιταλιστικού κόσμου...
Σημειώσεις 1. Στις κλασικές σπουδές, επί πολλούς αιώνες, η Μάχη της Χαιρώνειας (το 338 π.Χ. μεταξύ των Μακεδόνων του Φιλίππου από την μία και των Αθηναίων, Θηβαίων κ.α. από την άλλη) οριοθετούσε το τέλος του αρχαίου ελληνικού κόσμου, της δημοκρατίας και των πόλεων-κρατών. Μόνο μετά τον 19ο αιώνα (με την συμβολή του γερμανού Κ. Γ. Ντρόιζεν) επικρατεί η αντίληψη ότι η Μακεδονική ηγεμονία στον ελλαδικό χώρο -και όχι μόνο- εγκαινιάζει μια νέα εποχή συνέχειας, την Ελληνιστική περίοδο. 2. Είναι χαρακτηριστική η αντίδραση του ελληνικού υπ. εξωτερικών και σύσσωμου του εθνικού κορμού σε δημοσίευμα στην ιστοσελίδα του BBC (Greece’s invisible minority - the Macedonian Slavs | 24/2/2019) το οποίο, παρότι ανέφερε μόνο τα απολύτως απαραίτητα για την καταπίεση των σλαβομακεδόνων στην Ελλάδα, ξεσήκωσε θύελλα εναντίον του, με κατηγορίες περί «ανακριβειών» κτλ. Η αντιπολίτευση μάλιστα βρήκε την ευκαιρία να καρφώσει την συμφωνία των Πρεσπών γιατί δεν ενταφιάζει (κατά τη γνώμη της) οριστικά και αμετάκλητα το ζήτημα ύπαρξης μειονότητας και άρα του αλυτρωτισμού. 3. Η συμφωνία των Πρεσπών, μετά και από τις διευκρινίσεις που παρείχε στην ελληνική πλευρά το κράτος της Μακεδονίας, αναγνωρίζει μεν κάποια nationality, με την έννοια όμως της ιθαγένειας/υπηκοότητας. Αναγνωρίζει δηλαδή πως οι πολίτες της γειτονικής χώρας είναι Μακεδόνες/πολίτες της Βόρειας Μακεδονίας. Δυστυχώς για τους έλληνες, δεν κατάφεραν (και) σ’ αυτό σημείο να υπαγορεύσουν, ως σύγχρονοι «νονοί», τις μαξιμαλιστικές εθνικιστικές απαιτήσεις τους και να βαφτίσουν «βορειομακεδόνες». 4. Αλήθεια, πως θα φαινόταν άραγε στους έλληνες, ένα ξένο και ανταγωνιστικό κράτος να έχει λόγο στην «ορθή» αποτύπωση της επανάστασης του 1821 ή του εμφυλίου πολέμου; Βάλτε στη θέση τους το μακεδονικό ζήτημα και τις εθνοτικές συγκρούσεις σλαβομακεδόνων και αλβανόφωνων -κι ίσως αποκτήσετε (αποκτήσουμε) μια εκτίμηση των περιθωρίων της ελληνικής «δημιουργικότητας» (και) σ’ αυτό τον τομέα... |
|||
Αυτονομία 2021