Ιερά διατροφή ναι! Ιερό διαζύγιο όχι! Τον περασμένο Μάιο το antifa projector παρουσίασε το βίντεο «Του θεού τα πράματα», όπου μέσα από ένα σύντομο ιστορικό παρουσιαζόταν ο ρόλος της εκκλησίας στην ελλάδα, από τη δημιουργία του ελληνικού κράτους μέχρι και σήμερα. Στο βίντεο θυμηθήκαμε ή μάθαμε, μεταξύ άλλων, πώς η εκκλησία στάθηκε δίπλα στο κράτος και ειδικά στις χούντες. Είδαμε το πώς κατάφερε να γίνει ο μεγαλύτερος ιδιοκτήτης γης στην ελλάδα και πώς προστάτεψε και αξιοποίησε την τεράστια περιουσία της. Διαπιστώσαμε επίσης την εμπλοκή της εκκλησίας στην εξωτερική πολιτική και τις επεκτατικές προσπάθειες του ελληνικού κράτους, καθώς και τα κατά καιρούς φλερτ με την κεντρική πολιτική σκηνή. Επιβεβαιώσαμε με λίγα λόγια ότι το παπαδαριό, πέρα από σύμμαχος και ενίοτε συντονιστής των πιο αντιδραστικών κομματιών του εθνικού κορμού, είναι διαχρονικά και οργανικό κομμάτι του (βαθέος) κράτους. Μ’ αυτά ως δεδομένα, ο καθένας δικαιούται να είναι καχύποπτος όταν ακούει για διαχωρισμό κράτους - εκκλησίας στην ελλάδα. Πολύ περισσότερο όταν το ακούει από έναν πρωθυπουργό που για να εκλεγεί, έπρεπε να φιλήσει το χεράκι του αρχιεπισκόπου, καθησυχάζοντάς τον. Στο κάτω κάτω, η αποτυχία της σοσιαλδημοκρατίας να ρυθμίσει τον συγκεκριμένο διαχωρισμό έχει πλέον δεκαετίες ιστορίας: ήταν στο πρόγραμμα του πασοκ ήδη πριν την «αλλαγή» και θεωρητικά δεν εγκαταλείφθηκε ποτέ. Αυτό που προβλήθηκε λοιπόν σαν «ιστορική συμφωνία» (η συμφωνία Τσίπρα - Ιερώνυμου στις αρχές Νοέμβρη), ήταν μόνο ένα κάπως δειλό πρώτο βήμα για μια άλλου είδους διευθέτηση των σχέσεων και της αλληλεξάρτησης του κράτους με το παπαδαριό. Σύμφωνα με τη γαμήλια αναλογία που τόσο αρέσει στα μήντια, δεν επρόκειτο καν για βελούδινο διαζύγιο αλλά για ένα διαφορετικό σύμφωνο συμβίωσης. Αυτό γίνεται ξεκάθαρο αν δει κανείς τι ακριβώς προβλέπει η έτσι κι αλλιώς ασαφής αρχική συμφωνία. Τα βασικά σημεία είναι δύο: το εργασιακό καθεστώς των κληρικών και η αξιοποίηση της εκκλησιαστικής περιουσίας. Το πρώτο αποτελεί κληρονομιά μιας παλιότερης διαπραγμάτευσης: η σύμβαση κράτους - εκκλησίας του 1952 καθιέρωσε επίσημα και οριστικά τη μισθοδοσία των κληρικών από το δημόσιο (που είχε ξεκινήσει ήδη πριν τον πόλεμο) ενώ το 1968 η χούντα εξομοίωσε τις αμοιβές των παπάδων με των υπόλοιπων δημοσίων υπαλλήλων. Οι κινήσεις αυτές ήταν υποτίθεται το αντάλλαγμα για τις μεγάλες απαλλοτριώσεις που είχαν γίνει στο μεσοπόλεμο. Στην ίδια λογική, με την ίδια σύμβαση, η πολιτεία προχώρησε στην κρατικοποίηση και τη ρευστοποίηση μεγάλων εκτάσεων με αντάλλαγμα διάφορα ακριβά αστικά ακίνητα, κυρίως στην Αθήνα. Η τωρινή συμφωνία προβλέπει ότι οι κληρικοί θα διαγραφούν από το ενιαίο ταμείο πληρωμών και θα πάψουν να θεωρούνται δημόσιοι υπάλληλοι. Το κράτος όμως θα συνεχίσει να τους πληρώνει, στηρίζοντας με το ίδιο ακριβώς ποσό ένα ειδικό ταμείο της εκκλησίας που θα προορίζεται αποκλειστικά για τη μισθοδοσία των κληρικών. Μ’αυτήν την έννοια, πρόκειται σε πρώτο χρόνο για ένα επικοινωνιακό τρικ. Η κυβέρνηση ξεφορτώνεται στα χαρτιά 10 χιλιάδες δημοσίους υπαλλήλους, ανοίγοντας έτσι το δρόμο για -προεκλογικά ανεκτίμητες- προσλήψεις. Ακόμα και χωρίς αντιδράσεις όμως, μια τέτοια συμφωνία είναι ανεφάρμοστη. Όχι μόνο γιατί αφήνει διάφορα θέματα ανοιχτά, όπως το ζήτημα της συνταξιοδότησης των παπάδων. Αλλά και γιατί αφορά μόνο ένα μέρος του παπαδαριού: όσους ανήκουν σε μητροπόλεις της εκκλησίας της ελλάδας. Θα χρειαζόταν άλλη συμφωνία για την ημιαυτόνομη εκκλησία της κρήτης ή τις μητροπόλεις των δωδεκανήσων που υπάγονται στο Πατριαρχείο (καθώς και για τις μητροπόλεις των «νέων χωρών», της μακεδονίας κλπ για τις οποίες εξακολουθεί να έχει λόγο το Πατριαρχείο, παρ’όλο που τις έχει παραχωρήσει). Αντίστοιχα είναι τα ερωτήματα και τα εμπόδια και για το δεύτερο σκέλος της συμφωνίας που αφορά την εκκλησιαστική περιουσία. Η συμφωνία προβλέπει την ίδρυση ενός ταμείου εκκλησιαστικής περιουσίας, το οποίο θα διαχειρίζονται από κοινού εκκλησία και πολιτεία: τα έσοδα και οι υποχρεώσεις θα επιμερίζονται ισότιμα, ενώ το διοικητικό συμβούλιο θα είναι επίσης μοιρασμένο. Πέραν του ότι ένα τέτοιο ταμείο δεν κοιτάει προς τον διαχωρισμό αλλά μάλλον στη συνδιαχείριση, δεν είναι καν η πρώτη φορά που εξαγγέλλεται. Είναι πολλά τα παραδείγματα προσπάθειας ίδρυσης παρόμοιων ταμείων, με τελευταίο την εταιρεία διαχείρισης εκκλησιαστικής περιουσίας που είχε ιδρύσει το 2013 η κυβέρνηση Σαμαρά. Ακόμα κι έτσι, το σχέδιο έχει όλες τις προϋποθέσεις να μείνει στα χαρτιά, αφού η εκκλησιαστική περιουσία δεν είναι ούτε ενιαία, ούτε ακριβώς καθορισμένη και υπολογισμένη. Η ανυπολόγιστη περιουσία μοιράζεται σε περίπου 10 χιλιάδες νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (μονές, μητροπόλεις κλπ), το καθένα από τα οποία διαχειρίζεται τη δική του περιουσία. Η εκκλησία λοιπόν δεν λειτουργεί σαν ένας κάθετος, αυστηρά ιεραρχικός μηχανισμός, αλλά η δομή της παραπέμπει στη φεουδαρχία. Ο κάθε μητροπολίτης ή ηγούμενος κάνει κουμάντο στο δικό του φέουδο και οι περισσότεροι δεν είναι διατεθειμένοι να παραδώσουν αυτό το κουμάντο σε κανέναν Ιερώνυμο και σε κανένα πενταμελές διοικητικό συμβούλιο. Ειδικά σε μία περίοδο που λόγω κρίσης, η εκκλησιαστική περιουσία έχει υποστεί κάμψη, το παπαδαριό επείγεται να κρατήσει τα δικαιώματά του. Επιπλέον, δεν θα ήθελε σε καμία περίπτωση να κλείσει το θέμα των αμφισβητούμενων περιουσιών: ακόμα και πρόσφατα, τέτοιες αμφιλεγόμενες περιπτώσεις έχουν δώσει την ευκαιρία στην εκκλησία να αυξήσει τα περιουσιακά της στοιχεία ή να τα ανταλλάξει με πιο συμφέρουσες επενδύσεις. Ο μόνος τρόπος να δεχτεί η εκκλησία μια τέτοια συμφωνία θα ήταν να έχει εγγυήσεις ότι θα συμβεί το ανάποδο: ότι τα διάφορα χρυσόβουλα που εμφανίζει κατά καιρούς για να διεκδικήσει εκτάσεις σε όλη τη χώρα (βλ. την περίπτωση της Βιστωνίδας και του Βατοπεδίου) θα γίνονται αυτομάτως δεκτά από το υπερταμείο, χωρίς να απαιτούνται μακρόχρονες δικαστικές διαδικασίες. Ένα τέτοιο υπονοούμενο σε συνδυασμό με τη διαβεβαίωση ότι δεν θα υπάρξουν σημαντικές αλλαγές στα άρθρα του συντάγματος που αφορούν την εκκλησία, ήταν τα ανταλλάγματα που έδινε η κυβέρνηση για να γίνει δεκτό το θέμα της μισθοδοσίας. Κάπως έτσι πίστευε ότι θα πιστωθεί τη λύση ενός θέματος που κανείς άλλος δεν κατάφερε να αγγίξει, ότι θα χαϊδέψει τα αυτιά του αριστερού ακροατηρίου και ότι θα απελευθερώσει 10 χιλιάδες θέσεις δημοσίων υπαλλήλων. Δεν είχε υπολογίσει όμως ότι ο αρχιεπίσκοπος δεν είναι σε θέση να αποφασίζει για όλους τους υφιστάμενους του. Κάτι παρόμοιο άλλωστε είχε συμβεί περίπου ένα χρόνο πριν και με το Μακεδονικό: ο Ιερώνυμος είχε συναντηθεί με τον Τσίπρα και είχε δηλώσει ότι δεν θα στηρίξει τα συλλαλητήρια, αλλά μεγάλο μέρος του μηχανισμού της εκκλησίας κινητοποιήθηκε, βοήθησε στην οργάνωσή τους και τελικά βρέθηκε στην πρώτη γραμμή και στην εξέδρα δίπλα στον Θεοδωράκη. Με αντίστοιχο τρόπο, μια σειρά μητροπολιτών στασίασαν και ουσιαστικά πάγωσαν τη συμφωνία στην Ιερά Σύνοδο. Οι ιεράρχες συμφώνησαν να συνεχιστεί ο διάλογος με την πολιτεία για τα διάφορα περιουσιακά θέματα, ιδανικός τρόπος για να διαιωνίζονται οι διαφορές. Ξεκαθάρισαν όμως ότι δεν συζητάνε σε καμία περίπτωση αλλαγή στο καθεστώς μισθοδοσίας των κληρικών. Η εκκλησία έχει δείξει τη δύναμη της πάμπολλες φορές στο παρελθόν, στα δικαστήρια, στις κάλπες και στο δρόμο: από την προσπάθεια καθιέρωσης του πολιτικού γάμου επί πασοκ το 1982 μέχρι την απαλλοτρίωση της μοναστηριακής περιουσίας με το νόμο Τρίτση το 1987 και την κρίση των ταυτοτήτων επί Χριστόδουλου το 2000. Ακόμα και σε δευτερεύοντα ή συμβολικά ζητήματα, όπως το μάθημα των θρησκευτικών στα σχολεία, το παπαδαριό δεν έχει καμία διάθεση να κάνει έστω κι ένα βήμα πίσω, χωρίς σοβαρά ανταλλάγματα. Πολύ περισσότερο που το τρέχον ζήτημα αφορά τις ιερές μπίζνες και το εργασιακό καθεστώς των παπάδων, θέματα πολύ πιο χειροπιαστά. Αν είναι τέτοιες οι αντιδράσεις για μια συμφωνία νέου συνεταιρισμού που στην καλύτερη περίπτωση αποτελεί ένα πρώτο δειλό βήμα για τον διαχωρισμό κράτους - εκκλησίας, καταλαβαίνει κανείς τι θα συνέβαινε αν κάποια κυβέρνηση επιχειρούσε ουσιαστικά αυτόν τον διαχωρισμό. Αυτό όμως δεν είναι καν μια απλή υπόθεση ή μια εκτίμηση έστω για το απώτερο μέλλον, είναι ένα σενάριο επιστημονικής φαντασίας. Η εκκλησία και ο ελληνοχριστιανισμός είναι δομικά στοιχεία του ελληνικού κρατικού σχηματισμού. Τόσο δομικά και συνδεδεμένα που αν κάποιος κυβερνών, όσο αριστερός κι αν το παίζει, θέλει να συνεχίσει να υπάρχει αυτό το κράτος και οι μηχανισμοί του, το περισσότερο που μπορεί να κάνει, είναι να στήνει καυγαδάκια ή συμβιβασμούς. |
|||
Αυτονομία 2021