Αυτονομία

Barricada

 

Ανειδίκευτοι-στη-ζωή

...Το κέντρο της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης ευνοεί φιγούρες που είναι ταυτόχρονα παραγωγικές και καταναλωτικές -όχι μόνο των εμπορευμάτων αλλά και των νοημάτων του συστήματος. Οι γλώσσες, οι επικοινωνίες, οι καθημερινές σχέσεις ως τα πλέον εξερευνημένα όριά τους έχουν μπει κιόλας για καιρό πάνω στο σχεδιαστήριο του αόρατου (;) συλλογικού επιτηρητή -όπως στις αρχές του αιώνα μπήκαν στο στόχαστρο της «ανάλυσής» του οι κινήσεις του μάστορα, του τεχνίτη στο εργοστάσιο. Αν δεν έσπαγε ο συλλογικός εργοδότης και οι ειδικοί του την μαστοριά, την γνώση του τεχνίτη πάνω στη δουλειά του σε μικρά μικρά κομματάκια που θα ξανασυναρμολογούνταν πια σε άλλη βάση απ’ το αφεντικό, η μισθωτή εργασία θα είχε πάντα το «πάνω χέρι» στη σύγκρουσή της μαζί του. Τα ήθη, οι χειρονομίες, οι μικρές καθημερινές τελετουργίες αναλύονται τώρα, αποδιαρθρώνονται και ξαναοργανώνονται σε κώδικες -αυτό είναι ό,τι κοντινότερο στην φορντική αλυσίδα. Απ’ αυτή τη διάλυση πρέπει να προκύψουν σύνολα (μικρά, μεσαία, μεγάλα: αδιάφορο) ομοιόμορφα, target groups -και ό,τι περισσεύει όχι μόνο είναι άχρηστο, αλλά πρέπει να αχρηστευτεί. Οι Βόσνιοι για παράδειγμα...
Απ’ αυτή τη διάλυση πρέπει να προκύπτουν πολιτιστικές «ταυτότητες» (αδιάφορο πόσες και ποιές) ευανάγνωστες, και ένα είδος «ανειδίκευτων στη ζωή» για να τις αποκτούν...

Τα παραπάνω γράφτηκαν πριν 19 χρόνια, τον Απρίλιο του 1999, στον επίλογο του βιβλίου Σρεμπρένιτσα: το μεγαλύτερο έγκλημα του «πολιτισμένου κόσμου» στην Ευρώπη, μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και είναι σίγουρα προκλητικά. Ανάμεσα σε άλλες αιτίες, αποδίδουν τη μαζική σφαγή των Βόσνιων ανδρών και γυναικών σε μια αόρατη θανατική καταδίκη πάνω από τα κεφάλια τους: την «αδυναμία» τους δηλαδή, να υπαχθούν ολοκληρωμένα σε μια τέτοια διαδικασία παραγωγικής (για τα αφεντικά) υπεξαίρεσης της ζωής τους -η οποία να μπορεί κατόπιν να τους σερβιριστεί σε κομματάκια. Σε κάθε είδους εμπορεύματα και γκάτζετ, σε κάθε τύπο υπηρεσιών, σε κάθε καπιταλιστικά αξιοποιήσιμο τρόπο να εννοήσουν, να νιώσουν και να ζήσουν τη ζωή τους.

Το θέμα μας πάντως εδώ δεν είναι η Βοσνία -αν και δεν αντισταθήκαμε στον πειρασμό της σχετικής μνείας, λόγω και της ανανεωμένης επικαιρότητας του «ονοματολογικού» με το κράτος της Μακεδονίας. Το θέμα μας εκκινεί από την υπεξαίρεση, που περιγράφεται παραπάνω. Προφανώς η καπιταλιστική οργάνωση της εργασίας από την εποχή του Taylor έχει εξελιχθεί ακριβώς έτσι, δηλαδή ως υπεξαίρεση γνώσεων και δεξιοτήτων των παλιών μαστόρων. Θα περίμενε όμως κανείς μια τέτοια καπιταλιστική μεθοδολογία να εφαρμοστεί μια κι έξω, στις αρχές του 20ου αιώνα, ή μήπως να περιοριστεί αποκλειστικά μέσα στους τοίχους των εργοστασίων; Ρητορική η ερώτηση, δεδομένη η απάντηση: εφόσον η υπεξαίρεση βρίσκεται στον πυρήνα των καπιταλιστικών λειτουργιών, δεν μπορεί παρά να ακολουθεί τους κύκλους επέκτασής τους. Στη μαζική κατανάλωση και τη διαχείριση του «ελεύθερου χρόνου». Στις κοινωνικές σχέσεις ή τη διαχείριση της μοναξιάς. Στα φύλα και την σεξουαλικότητα.
Τη ψυχική υγεία. Στη διατροφή και τη διασκέδαση. Παντού!

Η καπιταλιστική αξιοποίηση, κινούμενη σε επαλληλίες και στιβάδες έχει αποικιοποιήσει κάθε περιοχή του κοινωνικού, κάνοντάς την αγνώριστη. Για παράδειγμα: θυμάται πια κανείς την εποχή πριν τα κινητά; Θυμάται τα ραντεβού χωρίς τη βία του just-in-time; Μάλλον όχι...

Εδώ και δεκαετίες πάντως, κάθε επόμενη γενιά παραγωγικών και καταναλωτικών υποκειμένων διαμορφώνεται και ζει την ζωή της, όλο και πιο λεηλατημένη, όλο και πιο «φτωχή», όλο και πιο «ανειδίκευτη» -ενώ φαινομενικά συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο! Και το χειρότερο; Αυτή η διαδικασία υπεξαίρεσης αγνοείται (ή απωθείται) προς χάριν της όποιας «ευκολίας» ή της «πρόσβασης». Κι όμως οι παλιότερες γενιές το ήξεραν: τίποτα «εύκολο» δεν αξίζει τον κόπο ή την αφοσίωση! Το ίδιο ισχύει βεβαίως και τώρα: εφόσον το θελήσει κανείς, μπορεί να επανασυγκροτήσει τις κλεμμένες δεξιότητες, τα λησμονημένα νοήματα, την απωθημένη γνώση της ζωής. Αλλά αυτό (θα) είναι ένα έργο δύσκολο -κι η εποχή έχει στερήσει αυτού του είδους την διανοητική και συναισθηματική αντοχή.

Τυπικά μιλώντας, οι ανειδίκευτοι-στη-ζωή είναι προλετάριοι χωρίς καμιά συνείδηση της θέσης τους: δεν είναι μόνο ότι τους έχουν στερήσει τα «μέσα παραγωγής» της ζωής τους· είναι πως εκπαιδεύονται ώστε να δοξάζουν τις δανεικές στιγμές που τους πετάνε στα πόδια. Γίνονται ηθοποιοί της ζωής τους χωρίς καμιά τέχνη: επιχειρούν ψυχαναγκαστικά να χωρέσουν σε ρόλους που δεν τους «μπαίνουν», μόνο και μόνο για να εισπράξουν το χειροκρότημα. Είναι άλλωστε παθολογικά νάρκισοι: βυθίζουν μεν το χέρι τους στο νερό μπας και συλλάβουν το καθρεφτιζόμενο είδωλό τους, τρομάζουν όμως από τη φθαρτότητα του κόσμου τους. Δυστυχώς ο καπιταλιστικός κόσμος προσφέρει πολύ λιγότερα απ’ όσα υπόσχεται -και με μεγάλο προσωπικό κόστος.

Έχοντας κατά νου όσα προηγήθηκαν, προκύπτει ότι οι ανειδίκευτοι-στη-ζωή δεν είναι νέτα-σκέτα οι χαρούμενοι καταναλωτές των εμπορευματικών φετίχ στα «καλά» χρόνια του καπιταλισμού· είναι εκείνοι που σέρνουν πάνω τους τα διανοητικά και συναισθηματικά κατάλοιπα της υπεξαίρεσης. Είναι «προγραμματισμένοι» με γνώμονα έναν κόσμο (μεσολαβημένων από το εμπόρευμα) επιθυμιών -αλλά στερημένοι ταυτόχρονα από πραγματικές ανάγκες. Τελικά είναι οι οριακές φιγούρες ενός καπιταλισμού κορεσμένου: από την υπεξαίρεση και τις λεηλασίες, από την εμπορευματική υπερπύκνωση και τα «επικοινωνιακά» βραχυκυκλώματα.

Με άλλα λόγια: οι ανειδικευτοί-στη-ζωή είναι τα υποκείμενα που αντιστοιχούν σε εποχές σαν τις δικές μας, σε εποχές γενικευμένης κρίσης. Θεωρητικά «πλούσιες», πρακτικά όμως «φτωχές». Τυπικά ιδιαίτερα «κοινωνικές», ουσιαστικά μοναχικές. Σε εποχές, όπου ο αριθμός των συσκευών ασύρματης και ενσύρματης επικοινωνίας υπερκαλύπτουν τον πληθυσμό, όπου οι λογαριασμοί κοινωνικής δικτύωσης είναι πολλαπλάσιοι από τους πραγματικούς τους χρήστες. Σ’ αυτές τις περιόδους λοιπόν, η κατεργασία των ανειδίκευτων φανερώνει την τελική σκοπιμότητά της: οι συλλογικοί επιτηρητές (μάς) έχουν στερήσει τις δεξιότητες και τη γνώση της ζωής, ακριβώς για να νιώθουμε ανήμποροι, αδύναμοι και στερημένοι μπροστά στο βραχυκύκλωμα ενός κόσμου που υποσχόταν την «αιωνιότητα». Για να μπορούμε να παίξουμε επιτυχημένα μόνο το ρόλο του εξαίσιου θύματος. Για να δυσκολευόμαστε έως και να φανταστούμε έναν κόσμο έξω από τον καπιταλιστικό πατερναλισμό, στον οποίο έχουμε ανατραφεί.

Αντίθετα για το καλό των κυρίων του κόσμου, οι ανειδίκευτοι-στη-ζωή σε εποχές σαν κι αυτές που διανύουμε πρέπει, επιβάλλεται να τείνουν προς μια οριστική και αναπόφευκτη «συμφιλίωση» με τις αδυναμίες τους. Από ανειδίκευτοι να γίνουν τελικώς  «ανάπηροι»: διανοητικά, συναισθηματικά... σε κάθε πιθανό πεδίο. Όσες οι υπεξαιρέσεις, τόσες κι οι αναπηρίες: αυτό είναι το διακύβευμα της κρίσης από την μεριά των αφεντικών.

Από διάφορες απόψεις, είναι ιστορικά πρωτότυπη αυτή η πραγματικότητα της γενίκευσης των αναπηριών. Χωρίς ορατό πόλεμο, χωρίς μάχες και θύματα, ευμεγέθη τμήματα του πληθυσμού στις αναπτυγμένες καπιταλιστικά κοινωνίες βυθίζονται στον εαυτό τους, στους λογαριασμούς κοινωνικής δικτύωσής τους, στην ανημπόρια τους τελικά. Αποτελούν τον εφεδρικό στρατό των υπεξαιρεμένων, ολόκληρα σώματα «αμάχων» σε μια εποχή που βρωμάει καταστροφή και απαξίωση.

Υπάρχει έξοδος απ’ αυτή την κατάσταση; Τα αφεντικά έχουν προτείνει εδώ και καιρό μια τέτοια φυγή προς τα μπρος: αν ο υλικός κόσμος ζορίζεται, αν η φθαρτότητά του τρομάζει και καθηλώνει, υπάρχουν πάντα και οι «μετα-υλικές αξίες». Πατρίδα, θρησκεία κλπ. Δεν χαλάνε, δεν παλιώνουν, δεν υπόκεινται στο ευμετάβλητο των καιρών, μπορούν να αποτελέσουν καταφύγιο σε μια εποχή γενικευμένης αβεβαιότητας και ανημπόριας. Και φυσικά είναι σε θέση να τραβήξουν τη διαδικασία της υπεξαίρεσης μέχρι τα φυσικά της όρια: έως την υπεξαίρεση της ίδιας της ζωής -όχι μόνο των δεξιοτήτων και των γνώσεων...

Υπάρχει βέβαια κι άλλη έξοδος: ο δρόμος των Βόσνιων. Ο δρόμος της άρνησης της υπεξαίρεσης, δηλαδή. Αλλά για να πάρουμε αυτό το δρόμο, πρέπει να διαρρήξουμε οριστικά τους δεσμούς με την «ευκολία».
Και να θελήσουμε τη ζωή χωρίς τις υπεξαιρεμένες αναπαραστάσεις της...

 
 
       

Αυτονομία 2021