Αυτονομία

Barricada

 

Γερμανία: η δημόσια τάξη φοράει αρβύλες (κι οι φασίστες κοστούμια)

Από το καλοκαίρι του 2015 δεν έχουν περάσει δα και αιώνες· μόλις ένας χρόνος είναι. Κι όμως μέσα σ’ αυτήν την πυκνή σε γεγονότα χρονική περίοδο που έχει μεσολαβήσει, το γερμανικό πολιτικό σύστημα αλλά και ευμεγέθη κοινωνικά τμήματα της χώρας –σαν έτοιμα από καιρό- φαίνεται να έχουν πραγματοποιήσει άλματα προς τα δεξιά. Δεν είναι μόνο (και από κάποιες απόψεις, δεν είναι κυρίως) οι συνεχόμενες επιτυχίες του ακροδεξιού AfD («Εναλλακτική για την Γερμανία») στις περιφερειακές/κρατιδιακές εκλογές. Είναι και το γεγονός ότι θέματα που μέχρι πρόσφατα ήταν ταμπού για τη Γερμανία, έχουν πλέον εγκαθιδρυθεί στο κέντρο της «δημόσιας συζήτησης» ή/και αποτελούν διακηρυγμένες κυβερνητικές κατευθύνσεις. Από την χρήση του στρατού σε «αντιτρομοκρατικές» επιχειρήσεις εντός της χώρας, έως την (μερική) απαγόρευση της μπούρκας, μεταξύ πολλών άλλων, ξεκαθαρίζει πλέον με σταθερό ρυθμό ποιο ακριβώς θα είναι το πλαίσιο «ενσωμάτωσης» του ενός εκατομμυρίου νεοεισερχόμενων προσφύγων και μεταναστών στη χώρα. Το οποίο φυσικά πρόκειται να περιλαμβάνει και επιπλέον μετανάστες, ακόμα και με πολύχρονη παρουσία στη χώρα - να μην υπάρχει καμιά αμφιβολία επ’ αυτού.

 

Κατασκευάζοντας ένα γερμανικό T.I.N.A.

Στο πρώτο πλάνο της δημοσιότητας βρίσκεται, όπως είπαμε, το AfD με τις συνεχόμενες εκλογικές επιτυχίες, πρόσφατες αλλά και παλαιότερες, τέτοιες που έχουν επιτρέψει στους light φασίστες να εισχωρήσουν στα τοπικά κοινοβούλια δέκα εκ των δεκαέξι γερμανικών κρατιδίων. Φυσικά δεν είναι δύσκολο ν’ αντιληφθεί κανείς ότι αυτά τα πόστα συνδυάζονται με αρκετά κρατικά λεφτά, επίσημες και ανεπίσημες ζυμώσεις με τα υπόλοιπα «δημοκρατικά» κόμματα και κάθε είδους δικτυώσεις ή/και εξυπηρετήσεις. Πεδίο δόξης λαμπρόν, λοιπόν.
Κι ενώ η πολιτική άνοδος του AfD (αλλά και του ισλαμοφοβικού «μετωπικού» του σχήματος Pegida) έχει καταγραφεί εξαντλητικά από τα επίσημα media -προεξερχόντων των γερμανικών φυσικά- από τις αρχές Σεπτεμβρίου οι δημοσιογραφικές αφηγήσεις έχουν αποκτήσει ένα σχεδόν δραματοποιημένο χαρακτήρα. Αφορμή υπήρξαν οι εκλογές στο ανατολικό κρατίδιο του Μεκλεμβούργου-Δυτικής Πομερανίας, όπου παρεμπιπτόντως κατάγεται και η καγκελάριος Μέρκελ. Το γεγονός λοιπόν ότι μέσα στο σπίτι της, οι κυβερνώντες Χριστιανοδημοκράτες κατατάχτηκαν τρίτοι, πίσω από το AfD που βγήκε δεύτερο, θεωρήθηκε μια τεράστια πολιτική τους ήττα -κάτι που προφανώς και ισχύει. Εκείνο όμως που (υποστηρίζουμε ότι) δεν συμβαίνει με την ένταση που παρουσιάζεται, είναι η υποτιθέμενη συντριπτική επιτυχία των ακροδεξιών, η οποία μάλιστα προβάλλεται κατόπιν μ’ έναν γραμμικό τρόπο και στην υπόλοιπη χώρα. Πρώτον, γιατί αναφερόμαστε σε μια περιοχή μόλις 1,6 εκατ. κατοίκων (μέσα σε μια χώρα 80-85 εκατ.) και δεύτερον, επειδή είναι πασίγνωστο πως στα ανατολικά κρατίδια έχουν παραδοσιακά υψηλά ποσοστά, τόσο οι κάθε είδους φασίστες, όσο και το «αριστερό» Die Linke. Άλλωστε για να εισέλθει στο τοπικό κοινοβούλιο το AfD χρειάστηκε να εκτοπίσει (παίρνοντας χιλιάδες ψήφους και από) τους παραδοσιακούς ναζί του NPD. Με άλλα λόγια: ενώ δεν σηκώνει καμιά αμφισβήτηση η κοινωνική/πολιτική/εκλογική «αφύπνιση» των φασιστών/ακροδεξιών σε ολόκληρη την Γερμανία -και πέρα απ’ αυτή, υποστηρίζουμε ότι πάνω της στήνεται από τους υποτιθέμενους «δημοκρατικούς εχθρούς» της μια πολιτική σπέκουλα.
Ποια είναι αυτή; Να χρεωθεί πολιτικά στους ακροδεξιούς (και να κρυφτεί πίσω τους) η πολυεπίπεδη «στροφή» του γερμανικού κράτους προς αυταρχικότερες κατευθύνσεις. Λέγοντας «στροφή» δεν εννοούμε φυσικά μια ξαφνική ή αναπάντεχη μεταβολή, εκεί όπου τα πάντα έως τότε φαίνονταν να κολυμπούν στη θάλασσα του «καθεστωτικού ανθρωπισμού». Εννούμε κυρίως ότι παγιώνεται μια εμφανής ολοκληρωτική τάση στο εσωτερικό της χώρας, τέτοια που έχει τη δυναμική να σπάσει πολιτικά και ιδεολογικά ταμπού πολλών δεκαετιών.
Πριν φτάσουμε όμως σ’ αυτά, ας εξηγήσουμε λίγο παραπάνω το τρυκ μεταξύ AfD και καθεστωτικού πολιτικού τόξου. Μια πολύ συνηθισμένη (και μόνο εν μέρει σωστή) διαπίστωση των τελευταίων δεκαετιών στα ευρωπαϊκά πολιτικά πράγματα είναι πως η «απάντηση» στις κατά καιρούς εκλογικές επιτυχίες των ακροδεξιών/φασιστικών κομμάτων είναι η ενσωμάτωση μέρους του λόγου τους από τα mainstream κόμματα. Θεωρείται δηλαδή πως ναι μεν εκφράζουν υπαρκτές κοινωνικές «αγωνίες», αλλά ο εκάστοτε πολιτικός τους φορέας είναι ασύμβατος με τα «πολιτισμένα» στάνταρ της καθεστωτικής πολιτικής. Εκεί ακριβώς είναι που παρεμβαίνουν τα παραδοσιακά κόμματα με σκοπό και να «εκφραστούν οι πολίτες», αλλά και ν’ απομονωθούν ταυτόχρονα οι ακραίοι πολιτικοί σχηματισμοί. Κάπως έτσι τα κόμματα που εναλλάσσονται σε θέσεις εξουσίας έχουν μετατραπεί στους θερμότερους θιασώτες του εθνικισμού και του ρατσισμού σήμερα. Για του λόγου το αληθές, είναι το βαυβαρικό αδελφό κόμμα των Χριστιανοδημοκρατών, το CSU και ο ηγέτης του Ζεεχόφερ, που έχουν αναλάβει εργολαβικά τον τελευταίο χρόνο, έναν αντίστοιχο ρόλο ενδοκυβερνητικής πάντως «αντιπολίτευσης», εκφράζοντας ξεκάθαρες ρατσιστικές και φασιστικές απόψεις.
Ενώ τα παραπάνω επιβεβαιώνονται από την στοιχειώδη εμπειρική παρατήρηση των πολιτικών τεκταινομένων, δίνεται πολύ λιγότερη σημασία στο γεγονός ότι αυτός ο ιδιότυπος «διάλογος» ακροδεξιών και παραδοσιακών κομμάτων λειτουργεί επίσης και με αντίθετη φορά. Εννοούμε δηλαδή ότι οι ακροδεξιοί λειτουργούν παράλληλα και ως οι «λαγοί» του συμπλέγματος της ασφάλειας και των βασικών πολιτικών του εκπροσώπων. Προφανώς δεν είναι παράλογο να συμβαίνει κάτι τέτοιο: η κυρίαρχη τάση της εποχής είναι περισσότερο κράτος και πιο συγκεκριμένα περισσότερο κράτος ασφάλειας, κάτι που ευθυγραμμίζεται με τις βασικές ιδεολογικές συνισταμένες των light φασιστών. Για παράδειγμα, μόλις πριν λίγο καιρό η συμπρόεδρος του AfD Frauke Petry συνέστηνε να επανεξετασθεί το νομικό πλαίσιο για την οπλοκατοχή στη χώρα, στον απόηχο των «τρομοκρατικών» επιθέσεων που συνέβησαν τον περασμένο Ιούλιο. Να επανεξετασθεί στην κατεύθυνση της μεγαλύτερης δυνατής ευχέρειας απόκτησης όπλων από τους γερμανούς πολίτες προφανώς και όχι του ακόμα πιο στενού περιορισμού της. Αλλά η συμβολή του AfD στην ανάπτυξη του γερμανικού συμπλέγματος της ασφάλειας δεν περιορίζεται σε σκόρπιες δηλώσεις. Θα μπορούσε κανείς να εξετάσει και το ίδιο το στελεχικό δυναμικό του νεόκοπου κόμματος: δεν είναι μυστικό ότι οι light φασίστες έχουν δεχτεί ισχυρή πολιτική μετάγγιση από τα κυβερνώντα CDU/CSU. Ούτε επίσης είναι άγνωστο ότι μερικές ανώτερες και ανώτατες πολιτικές του κεφαλές (όπως ο συμπρόεδρος του AfD Jorg Meuthen) εμφανίζουν το κόμμα ως την «αληθινή Χριστιανοδημοκρατία, που θα πετάξει στο περιθώριο το μεταλλαγμένο κόμμα της Μέρκελ». Μάλιστα η πιο κραυγαλέα περίπτωση σχετικά, είναι ο επικεφαλής του κόμματος στο κρατίδιο της Ρηνανίας-Παλατινάτου: ο Uwe Junge είναι εν ενεργεία(!) αντισυνταγματάρχης του γερμανικού στρατού -και μέλος του κυβερνώντος CDU έως το 2009, παρεμπιπτόντως- ο οποίος κατηγορεί στους λόγους του για «προδοσία» την καγκελάριο (που τυγχάνει συνταγματικά να είναι η επικεφαλής του στρατεύματος)!
Το γεγονός ότι σταχυολογούμε συγκεκριμένες φιγούρες της ακροδεξιάς ηγεσίας δεν υποννοεί κάποιου είδους «συνωμοσία» του γερμανικού πολιτικού συστήματος, το οποίο «φυτεύει» τους ανθρώπους του στο AfD. Εκείνο που θέλουμε να δείξουμε κατά κύριο λόγο είναι πως το σύμπλεγμα της ασφάλειας -εν όψει της δυναμικότερης εμφάνισής του- διευρύνει την εκπροσώπησή του, κατανέμει περισσότερο μοιρασμένους ρόλους και εν τέλει παράγει το θέαμα μιας πληθωρικότερης πολιτικής/ιδεολογικής του νομιμοποίησης. Ειπωμένο διαφορετικά, είναι σαν να κατασκευάζεται ένα ασφυκτικό ιδεολογικό και σχεδόν διακομματικό σύστημα τύπου ΤΙΝΑ (there is no alternative) με την συμμετοχή -και ταυτόχρονα τη δραματική επίκληση- των ακροδεξιών του AfD. Ίσως (και) μ’ αυτό τον τρόπο να γίνονται πιο εύπεπτες ή επιβεβλημένες οι νέες κατευθύνσεις του κράτους ασφάλειας.

…Για να τεθεί σε λειτουργία ένα ιδιότυπο γερμανικό boomerang effect

Είναι γνωστό πως η πλέον δοκιμασμένη και πετυχημένη μέθοδος επιβολής του συμπλέγματος της ασφάλειας παγκοσμίως, είναι οι «αντιτρομοκρατικές» επιχειρήσεις. Η Γερμανία δεν θα μπορούσε επί μακρόν ν’ αποτελεί εξαίρεση σ’ αυτόν τον κανόνα. Τον περασμένο Ιούλιο λοιπόν, έλαβαν χώρα τρεις ενέργειες οι οποίες κατατάχθηκαν, με το γνωστό αυτοματισμό που έχει χωνευθεί εδώ και πολλά χρόνια, στην κατηγορία «τρομοκρατικές». Στις 18/7, συνέβη μια επίθεση 17χρονου πρόσφυγα με μαχαίρι μέσα σε τρένο στην περιοχή του Würzburg, στην οποία τραυματίστηκαν τέσσερις άνθρωποι. Στις 24/7, δεκαπέντε άτομα τραυματίστηκαν από βόμβα, έξω από μπαρ στο Ansbach. Ο μόνος νεκρός της επίθεσης ήταν ο 27χρονος Σύριος που πυροδότησε (είπαν) κατά λάθος τα εκρηκτικά που είχε στην τσάντα του. Η τρίτη επίθεση ήταν και η πλέον πολύνεκρη: στις 22/7 σε εμπορικό κέντρο του Μονάχου, 18χρονος Γερμανός ιρανικής καταγωγής πυροβόλησε αδιακρίτως και σκότωσε εννιά άτομα, τραυματίζοντας δεκάδες ακόμα, προτού αυτοκτονήσει. Παρότι στην αρχή η επίσημη εκδοχή για τα κίνητρά του ανέφερε τα γνωστά («ισλαμιστής τρομοκράτης»), η πραγματικότητα ήταν πως οι νεκροί ήταν όλοι μετανάστες πρώτης και δεύτερης γενιάς (τούρκοι, κοσοβάροι, ρουμάνοι), κάποιοι απ’ αυτούς με γερμανική υπηκοότητα! Επομένως, ενώ μόνο η επίθεση στο Ansbach είχε τα τυπικά χαρακτηριστικά «ισλαμικής τρομοκρατίας» (με πολλά αδιευκρίνιστα σημεία, ωστόσο), αυτό δεν αποτέλεσε πρόβλημα για την πολιτική και ιδεολογική αξιοποίησή τους, είτε από τους φασίστες (light και μη), είτε από τις υπόλοιπες καθεστωτικές πολιτικές δυνάμεις.
Ήδη αμέσως μετά την επίθεση στο Μόναχο -και πριν διευκρινιστεί οτιδήποτε για το δράστη- υπάρχαν δημοσιεύματα στα γερμανικά media που έκαναν λόγο για ανάπτυξη του στρατού σε ανάλογα περιστατικά στο μέλλον. Αξιοποιώντας λοιπόν το τρομο-κλίμα των ημερών, η καγκελάριος Μέρκελ ανακοίνωσε στις 28/7 σχέδιο εννιά σημείων, στο οποίο περιλαμβανόταν και ότι «έχει φτάσει η ώρα για κοινές ασκήσεις αστυνομίας και Bundeswehr (γερμανικός στρατός), ώστε να προετοιμαστούν για μεγαλύτερης κλίμακας τρομοκρατικές επιθέσεις». Το πράγμα μύριζε κάποιου είδους προετοιμασία σε διάφορα επίπεδα, η οποία εξελισσόταν αφανώς για αρκετό καιρό. Και πράγματι έτσι ήταν: πέρα από τις δηλώσεις «ανώνυμων αξιωματούχων» πριν τις επίσημες εξαγγελίες της Μέρκελ, ότι όντως υπήρχαν σχέδια στο τραπέζι για την ανάπτυξη του στρατού, τον επόμενο καιρό αποκαλύφθηκαν κι άλλες πλευρές της προετοιμασίας. Σαν το γεγονός ότι στo νέο επιχειρησιακό δόγμα του Bundeswehr -που κατά σύμπτωση υιοθετήθηκε μόλις στα μέσα Ιουλίου- περιλαμβάνεται και η δυνατότητα ανάπτυξης στο εσωτερικό της χώρας, «σε μεγάλης κλίμακας τρομοκρατικές επιθέσεις». Και χρειάστηκε να περάσει αρκετός καιρός ακόμα για να γίνει γνωστό ότι μονάδες της στρατιωτικής αστυνομίας είχαν λάβει εντολή ετοιμότητας για ν’ αναπτυχθούν στο Μόναχο εκείνη την ημέρα, αν και τελικά αυτό δεν συνέβη: προφανώς οι 2.300 αστυνομικοί που έθεσαν σε κατάσταση lock-down μια εκτεταμένη περιοχή της πόλης, αποδείχθηκαν αρκετοί -για την ώρα. Τα τελευταία δημοσιεύματα για το ρόλο του στρατού αναφέρουν πως μέχρι τον Νοέμβριο θα ξεκινήσουν μεικτές ασκήσεις μονάδων της αστυνομίας και του στρατού σε διάφορα γερμανικά κρατίδια, εφόσον το σχέδιο εγκριθεί από τους ομοσπονδιακούς υπουργούς άμυνας και εσωτερικών. 
Μπροστά σ’ αυτή την πραγματική αλλαγή παραδείγματος για μια χώρα με τη βαριά γερμανική ιστορία, οι υπόλοιπες προθέσεις ενίσχυσης του συμπλέγματος της ασφάλειας μπορεί και να φαντάζουν δευτερεύουσες, ενώ σίγουρα δεν είναι τέτοιες. Ο υπ. Εσωτερικών Ντε Μεζιέρ πήρε λοιπόν αμέσως την σκυτάλη από την Μέρκελ με σκοπό να εξειδικεύσει τις εξαγγελίες της. Παρά το γεγονός ότι δεν υπάρχει ακόμα κάποια οριστική απόφαση για τα νέα, πιο σκληρά «αντιτρομοκρατικά» και μη, μέτρα που θα λάβει το υπουργείο του, η εικόνα που προκύπτει μιλάει από μόνη της: αύξηση του προϋπολογισμού της ομοσπονδιακής αστυνομίας κατά 2 δις ευρώ, 15.000 επιπλέον αστυνομικοί έως το 2020, νέο κέντρο κυβερνο-εγκληματολογικών ερευνών, νέο λογισμικό αναγνώρισης προσώπων σε κυκλώματα επιτήρησης συγκοινωνιακών κόμβων, απαγόρευση των σακιδίων πλάτης σε μεγάλα δημόσια γεγονότα κ.α. Ταυτόχρονα τέθηκαν σε «διαβούλευση» μεταξύ των αρμόδιων υπουργών των κρατιδίων και μέτρα που στοχεύουν αποκλειστικά τους μετανάστες/στριες: επιτάχυνση των απελάσεων με την επίκληση της «απειλής για τη δημόσια ασφάλεια» (σας θυμίζει κάτι;), μερική απαγόρευση της μπούρκας σε δημόσιους χώρους (δικαστήρια, δημόσιες υπηρεσίες) και δυνατότητα αφαίρεσης της ιθαγένειας σε «τρομοκράτες», που εχουν διπλή υπηκοότητα... Δεν μπορούμε να ξέρουμε πόσα από τα παραπάνω θα περάσουν τελικά στο στάδιο της εφαρμογής, αλλά ένα είναι σίγουρο: το κάποτε «φιλειρηνικό» γερμανικό κράτος ευθυγραμμίζεται ταχέως με τα διεθνή στάνταρ.  
Μετά απ’ όλα αυτά θα μπορούσε να πει κανείς ότι η Γερμανία δεν έχει ανάγκη (ακόμα) μια μεγάλης κλίμακας επίθεση, που θα άφηνε πίσω της εκατοντάδες νεκρούς· άλλωστε το σύμπλεγμα της ασφάλειας συγκροτείται και προληπτικά. Φαίνεται πως ήταν αρκετή όμως μια στροφή στην μεταναστευτική της πολιτική (το σύντομο καλοκαίρι του «ανθρωπισμού»), η υποδοχή εκατοντάδων χιλιάδων μεταναστών και οι ιδεολογικές ανησυχίες για τη διαγωγή τους εντός της χώρας. Κι αν άλλες χώρες, όπως οι ΗΠΑ, χρειάστηκαν την πολεμική έξοδό τους προς την Κεντρική Ασία και την Μέση Ανατολή, για να επιστρέψουν πίσω στις μητροπόλεις όλη την «τεχνογνωσία» (μέθοδοι, εξοπλισμός) που κατέκτησαν εκεί, η Γερμανία ακολουθεί έναν άλλο δρόμο. Εισήγαγε τον πόλεμο και την σκλήρυνση του συμπλέγματος ασφάλειάς της διά των μεταναστών. Το δικό της boomerang effect είναι επίσης made in Syria ή Iraq, χωρίς όμως να έχει λερώσει τα χέρια της με τόσο αίμα, όσο άλλα κράτη. Όχι ακόμα τουλάχιστον -γιατί το νέο δόγμα του Bundeswehr «υπόσχεται» πολλά.
Οι κατάλληλοι καιροί για φασίστες λοιπόν, light και μη: οι δουλειές ανοίγουν κι άλλο, άρα χρειάζεται ένας ευρύτερος καταμερισμός...

 
 
       

Αυτονομία 2021