|
|
Έξι χρόνια και μερικές τράπεζες μετά
Έχουν συμπληρωθεί εννιά χρόνια καπιταλιστικής κρίσης -με συμβολική αφετηρία την κατάρρευση μερικών εκ των μεγαλυτέρων χρηματοπιστωτικών μαγαζιών σε Μεγάλη Βρετανία και ΗΠΑ. Και δεν αποτελεί καθόλου σύμπτωση πως στην επικαιρότητα των ημερών περιλαμβάνεται ξανά το ίδιο θέμα, ενώ αλλάζουν μόνο τα ονόματα και οι εθνικότητες των «προβληματικών τραπεζών». Εννιά χρόνια μετά, τ’ αφεντικά παγκοσμίως εξακολουθούν να εφαρμόζουν τις ίδιες πολιτικές υποτίμησης της εργατικής τάξης, έχοντας ταυτόχρονα διαβεί το κατώφλι των ανταγωνιστικών υποτιμήσεων των νομισμάτων τους. Με άλλα λόγια: η πολιτική κυριαρχία επί της εργατικής τάξης, ακόμα κι η ίδια η καταστροφή τμημάτων της σε διάφορα σημεία του πλανήτη, είναι η απαραίτητη προϋπόθεση του εντεινόμενου ανταγωνισμού μεταξύ τους.
Αυτά μπορεί να μοιάζουν με ψιλά γράμματα για όσους ζουν και επιβιώνουν στην ελληνική επικράτεια. Η αλήθεια είναι όμως ότι όσα εξελίσσονται εδώ από το 2010 κι έπειτα, δεν μπορούν παρά να είναι (μικρό) μέρος του ψηφιδωτού της διαχείρισης της κρίσης.
Η τρέχουσα εγχώρια επικαιρότητα της κρίσης προετοιμάζει το έδαφος για ένα ακόμα γύρο μνημονιακών μέτρων, τα οποία περιλαμβάνονται στη δεύτερη αξιολόγηση του δανειακού προγράμματος που συνυπέγραψε η κυβέρνηση των σοσιαλ/ψεκασμένων ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ 14 μήνες πριν. Ανάμεσα στα δεκάδες προαπαιτούμενα που πρόκειται να ψηφιστούν τους επόμενους μήνες -κι ενώ η κυβέρνηση θα διαπραγματεύεται σκληρά τις «κόκκινες γραμμές» της, παράγοντας το ανάλογο πολιτικό θέαμα- περιλαμβάνεται και μια δέσμη μέτρων που αφορά κατευθείαν την εργασία. Θεσμοθέτηση των ομαδικών απολύσεων, ενός νέου τρόπου λήψης αποφάσεων για την κήρυξη απεργιών -ο οποίος προφανώς θα καταστήσει την πραγματοποίησή τους πιο δύσκολη, της παύσης χρηματοδότησης των συνδικάτων μέσω των ασφαλιστικών εισφορών και του περιορισμού της προστασίας της συνδικαλιστικής δράσης, είναι, μεταξύ πολλών άλλων, εκείνα που βρίσκονται στο τραπέζι.
Για όσους ανησυχούσαν πάντως με τις «παράλογες απαιτήσεις του κουαρτέτου» -κι εφόσον άλλωστε δεν προβλέπονται φοβερής έντασης κοινωνικές αντιδράσεις- ενημερώνουμε ότι η κυβέρνηση και οι κοινωνικοί εταίροι έχουν προνοήσει: στα μέσα του περασμένου Ιουλίου (στις 19/7) η ΓΣΕΕ και οι κυριότερες εργοδοτικές ενώσεις υπέγραψαν κοινή συμφωνία, η οποία απορρίπτει μεν ένα μέρος των προτεινόμενων μέτρων ως «περιττά» για την ελληνική πραγματικότητα της αγοράς εργασίας, κατά τ’ άλλα δε αποδέχεται ένα πιο ήπιο πλαίσιο «μεταρρυθμίσεων», υπό την ιδεολογική ηγεμονία μιας «κοινωνικής Ευρώπης με πλεονεκτήματα ανταγωνιστικότητας στον κόσμο». Ο ίδιος ο υπ. Εργασίας Κατρούγκαλος, ρίχνοντας το γνωστό του κύρος στο τραπέζι, χαρακτήρισε το κείμενο της συμφωνίας «μια πολύ σημαντική απόφαση, που θα αποτελέσει τον πυρήνα της εθνικής μας θέσης στην επικείμενη διαπραγμάτευση». Εθνική θέση; Για εργατικά ζητήματα;
Λίγες μόνο μέρες μετά ο ΣΕΒ, στο οικονομικό του δελτίο, συντάχθηκε ουσιαστικά με τις περισσότερες εκ των προτάσεων του κουαρτέτου -ή για να το πούμε όπως συμβαίνει, ήταν από τις ελάχιστες φορές που δεν κρύφτηκε πίσω από τους δανειστές στα ζητήματα υποτίμησης της εργασίας και αναπαραγωγής της εργατικής τάξης. Άλλωστε τα μέλη αυτού και των υπόλοιπων εργοδοτικών ενώσεων επωφελούνται σταθερά από το νομοθετικό μπαράζ της τελευταίας εξαετίας.
Κάπως έτσι το «εθνικό πλαίσιο συναίνεσης για τις απαραίτητες εργασιακές μεταρρυθμίσεις» μοιάζει μετέωρο, αλλά ποιος ν’ ασχοληθεί; Η ΓΣΕΕ; Είναι απασχολημένη προφανώς με το να διασφαλίσει την συνέχεια των προσόδων της εργατικής αριστοκρατίας, που απειλούνται από τα επικείμενα μέτρα. Για τ’ αφεντικά τα είπαμε. Η κυβέρνηση; Θα διαπραγματευτεί σκληρά και θα πέσει μαχόμενη, κάνοντας αποδεκτές τις «λιγότερο επαχθείς μεταρρυθμίσεις» -όπως πάντα. Ποιος μένει; Ποιος περισσεύει;
Η δική μας πλευρά, η εργατική, παρακολουθεί τις εξελίξεις, εν πολλοίς σε κατάσταση παρατεταμένης αποχαύνωσης. Η ματαίωση των «ελπίδων» που είχαν στηριχτεί στον «αριστερό» κυβερνητισμό, έχει οδηγήσει σε μια κατάσταση διανοητικής/πολιτικής σύγχυσης και παραλυσίας. Κάπως έτσι γίνεται εφικτό τ’ αφεντικά και οι πολιτικοί τους εκπρόσωποι να μας περιγελούν κιόλας με τις συμφωνίες για τις «εθνικές τους θέσεις», ενώ τα κεφάλια και τα σώματά μας παραμένουν στον πάγκο του χασάπη.
Κι όμως δεν υπάρχει καιρός για χάσιμο: ο ορίζοντας γύρω μας παραμένει σκοτεινός και οι ατομικές «λύσεις» του «κάπως να την βγάλουμε» (οικονομικά/συναισθηματικά/διανοητικά) απλά είναι μη επαρκείς, ακόμα κι αν εξασκούνται στην μεγαλύτερη δυνατή κλίμακα. Οι ζωές μας έχουν αποκτήσει τόσο βαριές υποθήκες, που κανείς δεν θα μας σώσει, εκτός από τις δικές μας συλλογικές δυνάμεις.
Ταυτόχρονα όμως, καμιά καρικατούρα «αγώνα -για την τιμή των όπλων», καμιά απεργία-λιτανεία δεν είναι ικανή να εμπνεύσει την σύγχρονη πολυεθνική εργατική τάξη. Και σωστά: δεν μπορούμε να ζούμε εξιδανικευμένες μορφές αγώνα του παρελθόντος, μέσα σ’ ένα παρόν που τις έχει ξεβράσει προ πολλού.
Δεν χρειάζεται πάντως ν’ ανακαλύψουμε ξανά τον τροχό· χρειαζόμαστε εκείνα τα μικρά διανοητικά και πρακτικά εργαλεία που θα τον ξαναβάλουν σε κίνηση. Θα ξαναβάλουν τμήματα της εργατικής τάξης με τα πόδια κάτω και το κεφάλι πάνω -και κυρίως κοιτώντας μπροστά... |
|