|
|
Ελληνοτουρκικά
Η καλύτερη άμυνα είναι η επίθεση
Το «ενιαίο αμυντικό δόγμα» που ελέω αοζ έχει ξαναέρθει στην επικαιρότητα μας γυρίζει 20 χρόνια πίσω, στην ηρωική για τους έλληνες δεκαετία του ’90. Ήταν τότε που οι ελληνικές ιμπεριαλιστικές φιλοδοξίες είχαν απογειωθεί και η πτώση του ανατολικού μπλοκ είχε ανοίξει την όρεξη των ελλήνων. Το πρώτο μισό της δεκαετίας το ελληνικό κράτος έβαλε μπροστά με όλες τις δυνάμεις του το σχέδιο διαμελισμού του νεοσύστατου κράτους της Μακεδονίας. Ανάμεσα όμως στις κραυγές για την ελληνικότητα της μακεδονίας και τις κατάρες για τους «γυφτοσκοπιανούς», οι έλληνες δεν έπαψαν να έχουν το ένα μάτι στραμμένο στα ανατολικά, στον προαιώνιο εχθρό. Οι φαντασιοπληξίες περί «μουσουλμανικού τόξου» και υποστήριξης των υποτιθέμενων βόσνιων «μουτζαχεντίν» από τους τούρκους δούλευαν κυρίως ιδεολογικά για την εδραίωση της ελληνοσερβικής φιλίας και τη νομιμοποίηση του νέου «μακεδονικού αγώνα». Στην πράξη όμως αποτελούσαν προβολή των ελληνικών ευσεβών πόθων για τον βασικό τους αντίπαλο στην περιοχή.
Το 1995 η συμφωνία του Ντέιτον, το μοίρασμα της Βοσνίας και η άφιξη των «ειρηνευτών» αμερικάνων έβαλε τελεία στο γιουγκοσλαβικό σφαγείο και μαζί στα όνειρα των ελλήνων για εδαφική επέκταση. Ακόμα κι έτσι οι έλληνες ήταν από τη μεριά των νικητών: με συμμετοχή στην ειρηνευτική δύναμη που εγκαταστάθηκε στη βοσνία και μ’ αέρα στα πανιά της οικονομικής διείσδυσης. Όμως η χαλύβδινη εθνική ενότητα που είχε χτιστεί τα προηγούμενα τρία χρόνια δεν θα μπορούσε να αρκεστεί σ’ αυτό. Το κράμα φραγκάτου lifestyle, εθνικού «τσαμπουκά» και μικροαστικού νεοπλουτισμού στις πλάτες των μεταναστών, ήταν το καλύτερο υπόβαθρο για νέες περιπέτειες. Ο εχθρός έδειχνε πιο ευάλωτος από ποτέ: στο ρευστό μεταψυχροπολεμικό τοπίο, με τις αλλαγές συνόρων και την ανακήρυξη νέων κρατών στην ημερήσια διάταξη, η Τουρκία ήταν υποψήφια για διάλυση. Αυτό που σήμερα μοιάζει με ακραίο σενάριο, βγαλμένο από εξώφυλλο εθνικιστικής φυλλάδας, ήταν τότε αξιόπιστη πρόβλεψη της cia και σοβαρών think tanks. Και το ελληνικό κράτος όχι μόνο ήλπιζε σε κάτι τέτοιο, αλλά είχε ετοιμάσει και το κατάλληλο σχέδιο.
“Ενιαίο αμυντικό δόγμα”: περικυκλώνοντας την Τουρκία.
Ήδη από το 1993 οι έλληνες καραβανάδες είχαν διατυπώσει και υιοθετήσει αυτό που έγινε γνωστό ως «ενιαίο αμυντικό δόγμα», το οποίο προέβλεπε τη στρατηγική ενοποίηση της συνοριακής νοητής γραμμής που συνδέει τη Θράκη, τα νησιά του Αιγαίου και την Κύπρο. Μ’ άλλα λόγια επρόκειτο για την πολιτικοστρατιωτική επέκταση της παρουσίας του ελληνικού κράτους στην ανατολική μεσόγειο, με κέντρο και όχημα την κύπρο. Ήταν η ελληνική απάντηση στο υποτιθέμενο «μουσουλμανικό τόξο» και στην ουσία το ενιαίο αμυντικό δόγμα ήταν το ψευδώνυμο του σχεδίου περικύκλωσης της Τουρκίας. Αυτή η περικύκλωση θα οδηγούσε μέσα από μικρούς ή μεγάλους πολέμους και διεθνείς επεμβάσεις ακόμα και στην επιστροφή των ελλήνων στη μικρά ασία, έστω και σαν ειρηνευτές. Από την ελληνική πλευρά το σχέδιο αυτό είχε τρεις βασικές πλευρές και πολλές πρακτικές συνέπειες.
Πρώτ’ απ’ όλα στο διπλωματικό επίπεδο, βασική προτεραιότητα ήταν η διεθνοποίηση των ελληνοτουρκικών διαφορών και ειδικά του κυπριακού και η προώθηση της ένταξης της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Για να γίνει αυτό θα έπρεπε να παρακαμφθούν (όπως και έγινε τελικά) οι συμφωνίες Ζυρίχης/Λονδίνου που προέβλεπαν ότι η κύπρος μπορεί να ενταχθεί σαν ενιαίο κράτος μόνο σε διεθνείς οργανισμούς όπου συμμετέχουν οι τρεις εγγυήτριες δυνάμεις (Ελλάδα, Μεγάλη Βρετανία, Τουρκία). Ταυτόχρονα η Ελλάδα υπονόμευε τη (μακρά) ενταξιακή διαπραγμάτευση της Τουρκίας, έργο στο οποίο είχε συμμάχους και στην Ευρώπη. Η ελλάδα φρόντισε επίσης να υπογράψει το 1994 τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας, που της έδινε το δικαίωμα να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα από τα έξι στα δώδεκα ναυτικά μίλια. Η τουρκία απάντησε με το περίφημο casus belli, διακηρύσσοντας ότι οποιαδήποτε τέτοια επέκταση θα είναι αιτία πολέμου και βασίστηκε όχι μόνο στο γεγονός ότι η ίδια δεν είχε υπογράψει τη συμφωνία, αλλά και στις διαφορετικές ερμηνείες που έχει αυτή. Πράγματι η επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων θα σήμαινε ότι το 70% του Αιγαίου ανήκει πλέον στην Ελλάδα με αποτέλεσμα να μετατρέπεται σε κλειστή ελληνική λίμνη. Πέρα από την επέκταση των χωρικών υδάτων, που τελικά δεν έπραξε η ελληνική πλευρά, το διακύβευμα ήταν η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας που μπορεί να φτάνει μέχρι και 200 ναυτικά μίλια από τη στεριά.
Το ενιαίο αμυντικό δόγμα ήταν όμως κάτι παραπάνω από διπλωματικό χαρτί και σχέδιο επί χάρτου. Η υλοποίησή του προέβλεπε την ποιοτική και ποσοτική ενίσχυση της κυπριακής Εθνικής Φρουράς από τους έλληνες, τον συντονισμό των επιτελείων, τη δημιουργία κατάλληλων επιχειρησιακών υποδομών (με βασική την αεροπορική βάση της Πάφου) και κοινές ασκήσεις. Μια τέτοια άσκηση ήταν κι η επίσημη πρεμιέρα του δόγματος το 1994, οπότε και καθιερώθηκαν οι ετήσιες διακλαδικές ασκήσεις Νικηφόρος/Τοξότης, που επεδείκνυαν τις ελληνικές στρατιωτικές δυνατότητες και προσομοίωναν τις συνθήκες μιας πιθανής σύγκρουσης με την Τουρκία. Για να ενισχυθεί αυτή ακριβώς η δυνατότητα, ξεκίνησε ένα γιγαντιαίο εξοπλιστικό πρόγραμμα που έμεινε γνωστό (εκτός από τις μίζες) για την προμήθεια των περιφημων ρώσικων πυραύλων S-300, τους οποίους σκόπευαν να τοποθετήσουν στην Κύπρο.
Τέλος, υπήρχε και η μυστική ή τουλάχιστον ανεπίσημη πλευρά του σχεδίου που αφορούσε τις διεθνείς συμμαχίες του ελληνικού εθνικού κορμού. Σ’ αυτό το πλαίσιο εντασσόταν η συμμαχία με την Συρία και η υποστήριξη στα αιτήματα των αρμένιων, όπως η αναγνώριση της γενοκτονίας από τους τούρκους και κυρίως η φανερή και υπόγεια στήριξη του κούρδικου αυτονομιστικού κινήματος και του PKK. Η στρατηγική αυτή αποτυπώθηκε στο σύνθημα «η ειρήνη στο Αιγαίο περνάει από τα βουνά του Κουρδιστάν», που εννοούσε ότι όσο οι Τούρκοι πιέζονταν στο εσωτερικό τους από το αντάρτικο, θα δυσκολεύονταν να ανταπεξέλθουν σε ένα δεύτερο μέτωπο στα δυτικά παράλιά τους. Η στήριξη του ελληνικού κράτους (και ειδικά του βαθέος κράτους) ήταν πολύπλευρη με επισκέψεις απόστρατων σε στρατόπεδα στο Κουρδιστάν, με φιλοξενία στελεχών στην ελλάδα, οικονομική βοήθεια κ.ο.κ. Ο βρετανικός observer έφτασε να μιλήσει εκείνη την εποχή για δίκτυο που περιλάμβανε το PKK, τις ελληνικές μυστικές υπηρεσίες και τη 17Ν.
Ο δόγμα στην πράξη και τα θερμά επεισόδια
Το σχέδιο έμελλε να δοκιμαστεί στην πράξη μόλις δύο μήνες μετά τη συμφωνία του Ντέιτον. Τον Ιανουάριο του ’96, οι έλληνες προσπάθησαν με την προβοκάτσια στα Ίμια να προκαλέσουν την αντίδραση της Τουρκίας, για να αποδειχτεί έτσι η «προκλητικότητά» της και να επέμβουν υπέρ των ελλήνων οι διεθνείς ειρηνευτές. Προσπάθησαν επίσης να κατοχυρώσουν καθεστώς υφαλοκρηπίδας για συγκεκριμένες βραχονησίδες. Η προβοκάτσια απέτυχε, αφού το θερμό επεισόδιο δεν εξελίχτηκε όπως περίμεναν οι έλληνες και η παρέμβαση των αμερικάνων έδωσε στους υπερπατριώτες την ευκαιρία να μιλήσουν για προδοσία και αμερικανόδουλη κυβέρνηση.
Το ενιαίο αμυντικό δόγμα μόλις είχε ξεκινήσει όμως. Και το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς η στρατηγική της έντασης μεταφέρθηκε στο κυπριακό έδαφος, ενώ ταυτόχρονα η κρίση των Ιμίων έδωσε την απαραίτητη νομιμοποίηση για την έγκριση του τεράστιου εξοπλιστικού προγράμματος που ολοκληρώθηκε το 2001 και κόστισε 4 τρισεκατομμύρια δραχμές (14 δις. Ευρώ). Οι πύραυλοι S-300 που αγοράστηκαν από τους Ρώσους, αποτέλεσαν ένα βασικό σημείο τριβής στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και τελικά εγκαταστάθηκαν στην Κρήτη. Για αντάλλαγμα, στο κυπριακό έδαφος τοποθετήθηκαν οι επίσης ρώσικοι πύραυλοι TOR-M1. Οι πύραυλοι προορίζονταν για την αεροπορική βάση της Πάφου στην κύπρο, που ήταν και η πρώτη στρατιωτική βάση που φτιάχτηκε στο νησί. Οι έλληνες δεν έκρυβαν ότι από αυτή τη βάση θα μπορούσαν να πλήξουν στόχους στην ανατολική τουρκία που μέχρι τότε ήταν έξω από το βεληνεκές της πολεμικής αεροπορίας.
Η βάση της Πάφου ή οι S-300 ήταν βασικά κομμάτια στο παζλ του ενιαίου αμυντικού δόγματος κι αυτό που έπρεπε να δοκιμαστεί σε πραγματικές συνθήκες, ήταν το αν αυτός ο χώρος είναι πράγματι ενιαίος, αν δηλαδή τα ελληνικά αεροπλάνα είναι σε θέση να επιχειρούν μέχρι την Κύπρο. Το μεγαλύτερο σχετικό τεστ έγινε τον Οκτώβριο του ’97 κατά τη διάρκεια της άσκησης Νικηφόρος/Τοξότης, οπότε κι έγιναν οι σκληρότερες εικονικές αερομαχίες από το 1974 με συμμετοχή 220 αεροσκαφών κι από τις δύο χώρες. Ένα επιπλέον διακύβευμα των εμπλοκών αυτών ήταν η παγκοσμίως πρωτότυπη κίνηση των ελλήνων να επεκτείνουν τον εθνικό εναέριο χώρο τους στα 10 ναυτικά μίλια (και όχι στα 6 που παρέμειναν τα χωρικά ύδατα). Σ’ αυτά τα 4 επιπλέον ν.μ. πραγματοποιούνταν και οι περισσότερες «παραβιάσεις» τα χρόνια εκείνα, που στα μήντια της εποχής ήταν η καλύτερη απόδειξη της τούρκικης «προκλητικότητας».
Τους μήνες που ακολούθησαν και εν μέσω διπλωματικής κινητικότητας και εκατέρωθεν απειλών, άρχισε να φαίνεται ότι (για λόγους που δεν μπορούμε να αναλύσουμε εδώ) η διάλυση της Τουρκίας θα παραμείνει ένα απατηλό ελληνικό όνειρο. Οι μεγάλες δυνάμεις είχαν πια άλλα σχέδια και ο ελληνικός ιμπεριαλισμός θα έπρεπε να περιορίσει τις φιλοδοξίες του. Το κωμικοτραγικό τέλος της υπόθεσης Οτσαλάν στις αρχές του ’99 σφράγισε συμβολικά αυτήν την περίοδο, αλλά το πάγωμα του ενιαίου αμυντικού δόγματος δεν ισοδυναμούσε με ήττα. Το 1999 άλλωστε ήταν η χρονιά που επικυρώθηκε η διαδικασία ένταξης της Κύπρου στην ε.ε. με την ταυτόχρονη άρνηση καθεστώτος ένταξης για την Τουρκία. |
|