|
|
Κατάσταση εξαίρεσης: Τρομοκρατία
Είναι εξαιρετική κοινοτοπία να πει κανείς πως η τρομοκρατία (εντός κι εκτός εισαγωγικών) έχει υπάρξει η ατμομηχανή του συμπλέγματος της ασφάλειας εδώ και πολλά χρόνια. Ακόμα και πριν την 11/9/01 οι αρμόδιες υπηρεσίες ασφαλείας την είχαν αναγάγει σε νούμερο ένα κίνδυνο για τα δυτικά κράτη. Όπως είναι γνωστό όμως, όταν οι ειδικοί των αφεντικών λένε «νούμερο ένα κίνδυνος»,
βασικά εννοούν «νούμερο ένα ευκαιρία». Και πράγματι, μετά τον Σεπτέμβριο του 2001 το κυνήγι της τρομοκρατίας έχει γίνει το απαραίτητο προκάλυμμα τόσο για τις ιμπεριαλιστικές εκστρατείες των αγγλοσαξόνων και των συμμάχων τους σε μια μεγάλη ζώνη του πλανήτη, όσο και για τις έκτακτες, στρατιωτικοποιημένες επιχειρήσεις δημόσιας τάξης στις μητροπόλεις.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε βέβαια ότι η απειλή της τρομοκρατίας και άρα η αντιμετώπισή της, ξεκίνησε από πολύ διαφορετικές αφετηρίες. Η ιδέα αυτή κατάγεται από τη δεκαετία του ‘70 και την ωμή καταστολή του προλεταριακού κινδύνου. Τα βασικά ιδεολογικά κλισέ της τρομοκρατίας τότε δουλεύτηκαν για να φτάσουν στη θεαματική απογείωσή τους στις αρχές του 21ου αιώνα. Από τότε κατάγεται επίσης και η σκλήρυνση του σχετικού νομικού οπλοστασίου και η διεύρυνση των αρμοδιοτήτων των απανταχού υπηρεσιών ασφαλείας. Ήδη από εκείνη την εποχή είχαν το ελεύθερο «να ενεργούν όπως νομίζουν» για ν’ αντιμετωπίσουν το φαινόμενο. Συνεπώς το να κάνουμε σ’ αυτή τη μικρή σειρά κειμένων μια ειδική αναφορά στην τρομοκρατία δεν έχει το στόχο να θυμίσει πράγματα από το μακρινό παρελθόν, λιγότερο ή περισσότερο γνωστά, αλλά να εκθέσουμε μια μικρή αλληλουχία σκέψεων σχετικά με τα «γιατί» και «πως» η αντιμετώπιση της τρομοκρατίας σήμερα, αυτονόητα σχεδόν, θεωρείται η εκτέλεση του «υπόπτου», ή η απαγωγή, ο εγκλεισμός και ο βασανισμός του σε κάποια μυστική τοποθεσία. Να δούμε δηλαδή κάποιες απ’ τις αιτίες που η αντιτρομοκρατία έχει γίνει το κατεξοχήν πεδίο διεύρυνσης των εξουσιών του εκτελεστικού βραχίονα των κρατών, που είναι κι ένα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της κατάστασης εξαίρεσης, όπως έχουμε πει σε παλιότερες αναφορές.
Πρώτα κρεμάς και μετά ρωτάς.
Θα πιάσουμε το νήμα από το τέλος: Η πρόσφατη δολοφονία του Μερά μέσα στο σπίτι του από τα γαλλικά αντιτρομοκρατικά κομάντα, είναι ένα γεγονός που σχεδόν έχει ξεχαστεί μέσα στον καθεστωτικό ορυμαγδό. Η θεαματική επικαιρότητα έχει καταγράψει αμετάκλητα τον Μερά σαν έναν «πολύ επικίνδυνο ισλαμιστή τρομοκράτη», παρακάμπτοντας επιμελώς μια σειρά ερωτήματα. Δεν θα μας απασχολήσουν όμως αυτά. Το ζήτημα είναι ότι και σ’ αυτή τη περίπτωση αποδείχτηκε έμπρακτα, πως αρκεί το σύμπλεγμα της ασφάλειας να βάλει απλώς κάποιον στο στόχαστρο, για να πατήσει αμέσως μετά τη σκανδάλη. Η δολοφονία του νεαρού αλγερινής καταγωγής είχε ένταση, πολιορκία, ζωντανές συνδέσεις από τον τόπο του εγκλήματος, δηλαδή όλα εκείνα τα απαραίτητα θεαματικά στοιχεία για την εμπέδωση της «επικινδυνότητας του ισλαμιστή τρομοκράτη», όχι μόνο κάπου μακριά στο Αφγανιστάν ή όπου αλλού, αλλά και μέσα στο μητροπολιτικό έδαφος.
Μ’ αυτήν την έννοια η περίπτωση του Μερά ήταν μια εξαίρεση στις εκατοντάδες ή και χιλιάδες εκτελέσεις «επικίνδυνων ισλαμιστών τρομοκρατών» από αμερικάνικα μη επανδρωμένα αεροπλάνα, όπου απλά ανακοινώνεται ρουτινιάρικα ο θάνατος των υπόπτων. Αυτός ο υπερτεχνολογικός «θάνατος από ψηλά» είναι η πεμπτουσία της πολεμικής αντιμετώπισης της τρομοκρατίας. Η λέξη κλειδί εδώ είναι ο «πόλεμος»: μέσω της επίκλησης του, κάθε ενέργεια των υπηρεσιών είναι δικαιολογημένη, αφού από το 2001 και μετά οι αμερικάνικες υπηρεσίες έχουν εξουσιοδοτηθεί να συλλαμβάνουν νεκρούς ή ζωντανούς τους υπόπτους. Η πλέον πρόσφατη εξέλιξη είναι η διεύρυνση αυτής της πολεμικής διαχείρισης και σε αμερικανούς υπηκόους: η εκτέλεση του «σούπερ επικίνδυνου» και αμερικανικής καταγωγής Αλ Αουλάκι στην Υεμένη, έδειξε πως άπαξ και έχουν πάρει μπροστά οι μηχανές του θανάτου, δεν θα σταματήσουν σε τυχόν προσκόμματα της αστικής δικαιοσύνης. Γιατί εκείνο που δεν αναφέρεται ποτέ, είναι πως αυτές οι εκτελέσεις είναι «εξωδικαστικές». Κανείς δεν δικάζεται και καταδικάζεται σε θάνατο με βάση κάποιου είδους αποδείξεις. Εκτελείται απλώς και μόνο λόγω των, οπωσδήποτε έγκυρων, πληροφοριών ή ενδείξεων των υπηρεσιών ασφαλείας. Με το να διευρύνονται αυτές οι εκτελεστικές αρμοδιότητες και σε αμερικάνους πολίτες, σημαίνει πως δε θ’ αργήσει η στιγμή που θα μεταφερθούν και στο μητροπολιτικό έδαφος των Η.Π.Α. Εννοείται βέβαια πως αυτό θα συμβαίνει σε εξαιρετικές περιπτώσεις, για να μην εξάπτονται και τα πνεύματα των υπερασπιστών των «δικαιωμάτων».
Εδώ βρισκόμαστε λοιπόν σήμερα: να θεωρείται περίπου αυτονόητο πως οι «ύποπτοι τρομοκράτες» θα εκτελούνται στη βάση ακόμα και απλών ενδείξεων των αρμόδιων υπηρεσιών. Η mainstream καθεστωτική κριτική, αδύναμη και δειλή, βλέπει σ’ αυτή την εδραιωμένη κατάσταση την υποχώρηση του κράτους δικαίου. Είναι πολύ περισσότερα απ’ αυτό: οι επικηρύξεις κεφαλών και οι εκτελέσεις προϋποθέτουν μια εννόηση της τρομοκρατίας και των υποκειμένων της, έξω και πέρα από την επικράτεια των νόμων που ισχύουν για όλους τους υπόλοιπους. Προϋποθέτουν ανθρώπινες οντότητες απομονωμένες από οποιαδήποτε προστασία, νομική ή άλλη. «Γυμνές» από τέτοιου είδους περιτυλίγματα. Πότε και πως επιτεύχθηκε αυτή η μεταβολή; Καιρός να δούμε σε πολύ αδρές γραμμές την εξέλιξη των ιδεών και των ορισμών περί της τρομοκρατίας, κάνοντας τους απόλυτα απαραίτητους σταθμούς.
Διυλίζοντας κουνούπια; Καθόλου!
Το φαινόμενο της τρομοκρατίας έχει απασχολήσει διεθνείς οργανισμούς και κράτη, ειδικούς επιστήμονες και αναλυτές ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ‘70, την εποχή δηλαδή που εμφανίστηκε σαν τμήμα του τότε ανταγωνισμού. Επιτροπές Ad Hoc έχουν συγκροτηθεί για να το εξετάσουν και να το ορίσουν μ’ έναν συνεκτικό νομικά τρόπο. Το αποτέλεσμα; Ακόμα και σήμερα δεν υπάρχει ένας διεθνώς αποδεκτός ορισμός της τρομοκρατίας. Το γιατί συμβαίνει έτσι, είναι εύκολα κατανοητό: πρέπει να οριστεί νομικά ένα πολιτικό φαινόμενο, με τέτοιο τρόπο ώστε η ποινική του αντιμετώπιση να παρακάμπτει τις αιτίες του. Αυτό δεν είναι κάτι εύκολο, ακόμα και για τους πιο διαπρεπείς από τους ειδικούς των αφεντικών. Οπότε στην πράξη κάθε ορισμός είναι διαφορετικός πρώτον, αναλόγως με το πόσο αναγνωρίζει (ή όχι) σε κάποιο βαθμό τον πολιτικό χαρακτήρα του φαινόμενου και δεύτερον, αναλόγως με την διαφοροποίηση των πράξεων που θεωρούνται τρομοκρατικές.
Κι εδώ προκύπτει κατευθείαν ένα πολιτικό ζήτημα: τ’ αφεντικά κάποιους λόγους είχαν για να μελετάνε την τρομοκρατία, δεν τους έπιασε καμιά φιλολογική μανία. Όπως και σε άλλα πεδία, ήθελαν να εγκαθιδρύσουν την εξουσία τους από το επίπεδο των νοημάτων και των λέξεων: τρομοκρατία είναι αυτό που λένε οι ειδικοί τους ότι είναι. Ονοματίζουν το φαινόμενο, του δίνουν τα περιεχόμενα που θέλουν και κατόπιν το αντιμετωπίζουν όπως νομίζουν. Η «ληξιαρχική» πράξη της αντιτρομοκρατίας λοιπόν δεν είναι οι φυλακές, αλλά ο ορισμός του «κατάλληλου» νοήματος. Κι αυτό είναι μια πράξη επιβολής, άσχετα αν κατ’ αρχήν δεν φαίνονται κάγκελα και περίστροφα.
Να για παράδειγμα ένας τέτοιος ορισμός του 1985 από το γερμανικό υπουργείο εσωτερικών, που κάνει αναφορά και στο διαβόητο άρθρο 129α, ένα από τα βασικά μέτωπα του γερμανικού κινήματος κάποτε:
«Τρομοκρατία είναι η συνεχής συγκροτημένη μάχη με πολιτικούς σκοπούς, συνοδευόμενη από επιθέσεις κατά της ζωής και της περιουσίας ατόμων και ειδικότερα από σοβαρά εγκλήματα, όπως αυτά τα οποία παρατίθενται στο άρθρο 129α, παρ.1 του ποινικού κώδικα (δολοφονία, ανθρωποκτονία, απαγωγή, εμπρησμός, χρήση εκρηκτικών) ή και από άλλες πράξεις βίας που χρησιμοποιούνται για την προετοιμασία εγκληματικών πράξεων.»
Αυτός ο ορισμός δείχνει κατ’ αρχήν ν’ αναγνωρίζει πολιτικά κίνητρα στους «τρομοκράτες», άσχετα αν το γερμανικό κράτος αντιμετώπισε αυτή την κατηγορία κρατουμένων με την πρωτόγνωρη «λευκή» βαρβαρότητα. Όπως είπαμε όμως, αυτός ο ορισμός δεν είναι καθολικά αποδεκτός. Κάθε κράτος ανάλογα με τα συμφέροντά του και κάθε διεθνής οργανισμός ανάλογα με τους συσχετισμούς στο εσωτερικό του, έχει έναν, λιγότερο ή περισσότερο, διαφορετικό ορισμό για την τρομοκρατία. Να για παράδειγμα ένας άλλος πιο σύγχρονος ορισμός, του ΝΑΤΟ αυτή τη φορά:
«Τρομοκρατία είναι η χρήση βίας ως αποτέλεσμα υπολογισμού, συνήθως κρίνεται ως έγκλημα σε επίπεδο εθνικών νομοθεσιών και απευθύνεται κατά ατόμων ή περιουσίας, αποτελεί δε απειλή των συμβόλων μιας κοινωνίας με σκοπό πολιτικά και ιδεολογικά οφέλη που ορίζονται με υποκειμενικά κριτήρια. Τρομοκρατία είναι η παράνομη χρήση ή η απειλή χρήσης ή η χρήση βίας κατά ατόμων ή περιουσίας, με σκοπό τη διάβρωση της κοινωνίας ή τον κλονισμό μιας κυβέρνησης για την αποκόμιση πολιτικού, θρησκευτικού ή ιδεολογικού οφέλους... Οι πράξεις που θεωρούνται τρομοκρατία μπορεί να είναι: εκφοβισμός, διάβρωση, ανατροπή, προπαγάνδα, κλοπή και παράνομη διακίνηση χρήματος, εγγράφων, όπλων, και υλικών, ένοπλες επιθέσεις, βομβιστικές ενέργειες, τραυματισμοί, δολοφονίες και απαγωγές.»
Σ’ αυτόν τον ορισμό τα κίνητρα είναι σαφώς υποβαθμισμένα, ενώ αντίθετα οι πράξεις περιλαμβάνουν κοντά το ένα τρίτο του ποινικού κώδικα! Δεν σκοπεύουμε βέβαια να σας ταλαιπωρήσουμε με τις λεπτές (ή όχι και τόσο) διαφορές στις διατυπώσεις. Εκείνο που θέλουμε να δείξουμε είναι πως τα κράτη και οι ειδικοί τους, έχοντας κατοχυρώσει τα πολιτικά κέρδη του ορισμού του φαινομένου, προοδευτικά διευρύνουν και το εύρος των πράξεων του τί είναι τρομοκρατία. Ουσιαστικά φαίνεται να προσδιορίζουν εκ νέου το φαινόμενο της τρομοκρατίας σαν προέκταση του οργανωμένου εγκλήματος και το ανάποδο. Μ’ αυτό το τρόπο ποινικοποιούν περαιτέρω ό,τι θα μπορούσε να ονομαστεί τρομοκρατία, απορρίπτοντας σχεδόν συνολικά τα (πολιτικά) κίνητρά της. Με λίγα λόγια διευρύνουν τις εξουσίες τους, τα μέσα τους και συνολικά το πεδίο που έχουν τη δυνατότητα να παρεμβαίνουν «εξαιρετικά».
Άλλωστε ήταν τα πρώτα χρόνια της δεκετίας του ‘90, μετά την κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ, που τα δυτικά κράτη είχαν ξεμείνει από «κινδύνους» που ν’ αξίζουν τ’ όνομά τους. Ήταν τότε, μετά την απώλεια του αντίπαλου δέους της εσσδ, που άρχισαν να εμφανίζονται οι πρώτες αναλύσεις των ειδικών τους για τα νέα πεδία «απειλών» που αντιμετώπιζαν τα δυτικά κράτη. Ποιες ήταν αυτές; Τρομοκρατία, οργανωμένο έγκλημα, μετανάστευση. Να λοιπόν που ήρθαν ν’ απαντήσουν οι διευρυμένοι ορισμοί της τρομοκρατίας σαν τον παραπάνω: έδωσαν σάρκα και οστά σ’ ένα πεδίο απειλών εν μέρει παλιό κι εν μέρει καινούργιο, αξιοποιώντας την εμπειρία που προερχόταν από το, ήδη χωνεμένο, παρελθόν των κρατικών πολιτικών κατευθύνσεων. Κι ήταν «πλούσιο» αυτό το παρελθόν: είχε και πολλή ιδεολογία, μέχρι το σημείο της ψύχωσης, είχε και «εξαιρετική» εμπλοκή των υπηρεσιών ασφαλείας. Με άλλα λόγια λοιπόν τα δυτικά κράτη γιγάντωναν το σύμπλεγμα της ασφάλειάς (τους), προβάλλοντας το κυριαρχικό παρελθόν τους, στο μέλλον. Όπως ξέρουμε δεν συνάντησε ιδιαίτερες αντιστάσεις αυτό το έργο, στα χρόνια που πέρασαν.
Αυτός ο χειρισμός είχε δύο μεγάλα πλεονεκτήματα, όπως αποδείχτηκε. Πρώτον, αναβάθμιζε «απειλές» που μέχρι τότε δεν είχαν χαρακτηριστεί ως τόσο κεντρικές στην ιεραρχία ασφάλειας των δυτικών κρατών. Και δεύτερον, αυτές οι «απειλές» μπορούσαν να προσωποποιηθούν, δεν ήταν μ’ έναν τρόπο απρόσωπο ο πάλαι ποτέ κόκκινος στρατός. Τί σήμαινε αυτός ο διπλός χειρισμός; Πως από εκείνο το χρονικό σημείο και μετά τα δυτικά κράτη είχαν την κτηνώδη πρόθεση ν’ αντιμετωπίζουν σαν τους «απόλυτους εχθρούς» όποιους (κι ήταν πολλοί αυτοί) συνέβαινε να εμπίπτουν σίγουρα στις κατηγορίες «τρομοκρατία», αλλά και «μετανάστευση». Συνέβη μάλιστα να υπάρξουν και «συνθέσεις» μεταξύ αυτών των κατηγοριών, μιας και οι «ισλαμιστές τρομοκράτες», είτε έρχονται απ’ έξω, είτε «δεν έχουν αφομοιωθεί επαρκώς στον πολιτισμό μας».
H τελική κατασκευή της εξαίρεσης.
Το επόμενο μεγάλο βήμα ήταν ακριβώς να επιδειχθεί στην πράξη το πόσο τεράστια απειλή είναι η τρομοκρατία και τα υποκείμενά της. Το μεγα-γεγονός της 11/9 και οι βόμβες στα μετρό της Μαδρίτης και του Λονδίνου αποδείχθηκαν απόλυτα πειστικά προς αυτήν την κατεύθυνση. Ακόμα κι αν υπήρχαν σοβαρά ερωτήματα για τους δράστες και τα κίνητρά τους, ή χτυπητές αντιφάσεις στις αφηγήσεις των γεγονότων, όπως την ξεδίπλωναν οι κυρίαρχοι ιδεολογικοί μηχανισμοί. Ακόμα κι έτσι πέτυχαν αυτά που ήθελαν, φτιάχνοντας στερεότυπα και τεστάροντάς τα κοινωνικά: ένα κοράνι που βρισκόταν παραδίπλα στη βόμβα που δεν έσκασε, ήταν σαφής απόδειξη της εμπλοκής ισλαμιστών τρομοκρατών.
Άλλωστε η μεριά του συμπλέγματος της ασφάλειας είχε ήδη κατοχυρώσει ένα μεγάλο κέρδος: αφαιρώντας από την όποια τρομοκρατία τα πολιτικά της κίνητρα, ήταν εύκολο να γίνουν αποδεκτές μέχρι και οι πιο μεγάλες διαστροφές της πραγματικότητας. Έτσι για παράδειγμα ελάχιστοι αναρωτήθηκαν για το πολιτικό «κέρδος» μιας αντίληψης που προστάζει το «σκοτώνουμε στο σωρό», βάζοντας βόμβες σε δημόσιους χώρους και μέσα μεταφοράς. Ελάχιστοι θυμήθηκαν και αξιολόγησαν πως μόνο οι μυστικές υπηρεσίες σε συνεργασία με τους φασίστες τη δεκαετία του ‘70, έκαναν τέτοια πράγματα. Ελάχιστοι αμφέβαλλαν έστω και λίγο μπροστά στην κυρίαρχη αφήγηση. Το αποτέλεσμα; Έγινε ευμενώς δεκτό πως οι ισλαμιστές τρομοκράτες δεν έχουν πολιτικά κίνητρα, εκτός αν θεωρηθεί τέτοιο το «μίσος για τον πολιτισμό μας». Είναι φανατικοί, είναι «τρελοί». Αυτό που θέλουν τελικά είναι να σκοτώσουν κάθε δυτικό, είτε αυτός είναι ο πρωθυπουργός μιας χώρας, είτε ο τελευταίος της πολίτης. Άρα λοιπόν έχουμε να κάνουμε μ’ έναν μεγα-κίνδυνο που μας αφορά όλους εξίσου. Έναν κίνδυνο που πρέπει ν’ αντιμετωπιστεί και προληπτικά, πριν εκδηλωθεί ανοιχτά μια τρομοκρατική ενέργεια. Άλλωστε πόσες και πόσες τέτοιες ενέργειες έχουν προλάβει τα τελευταία χρόνια οι μυστικές υπηρεσίες των δυτικών κρατών, ε; Τελικά έχουμε να κάνουμε μ’ έναν κίνδυνο που πρέπει να «εξουδετερωθεί», μια κομψή διατύπωση που σημαίνει την εξόντωση του «υπόπτου».
Κάπως έτσι φτάσαμε στο σήμερα. Εκκινώντας από διαφορετικές διαδρομές, οι κυρίαρχες ιδεολογίες, οι υπηρεσίες ασφαλείας και το νομικό οπλοστάσιο των δυτικών κρατών, συνέκλιναν στην κατασκευή μιας φιγούρας όχι μόνο «εκτός νόμου», αλλά κυρίως εκτός πολιτικής τάξης. Σωστότερα: εκτός οποιασδήποτε ταξινόμησης της πολιτικής τάξης, έτσι όπως την ορίζουν τα δυτικά κράτη. Ουσιαστικά δηλαδή τα δυτικά κράτη κατασκεύασαν μια φιγούρα «εξαιρετική», δηλαδή ένα κατάλληλο είδωλο για τις ανάγκες της «εξαιρετικής» μεταχείρισης που τους επιφύλαξε το σύμπλεγμα της ασφάλειας.
Και να λοιπόν ένας τρόπος αναγνώρισης της επιτάχυνσης και της εμβάθυνσης του νέου ολοκληρωτισμού: είναι η εποχή που αυτές ακριβώς οι «φιγούρες της εξαίρεσης» πολλαπλασιάζονατι... |
|