|
|
Μια υπόμνηση της κατάστασης εξαίρεσης:
το μνημόνιο
Εδώ και ένα χρόνο (από τον προπερασμένο Μάιο, για την ακρίβεια) μία λέξη είναι στα χείλη του συντριπτικά μεγαλύτερου μέρους της ελληνικής κοινωνίας: η λέξη «Μνημόνιο». Η λέξη αυτή, βρίσκεται στα χείλη των πολιτικών, τις «πένες» των δημοσιογράφων, εσχάτως και στους αναθεματισμούς των «αγανακτισμένων» στην πλ. Συντάγματος και αλλού. Γύρω από το μνημόνιο έχουν στηθεί κυβερνητικές τακτικές και στρατηγικές επιλογές των ντόπιων αφεντικών, όπως επίσης και αντιπολιτευτικές τακτικές από την άκρα δεξιά μέχρι και τα ακροαριστερά άκρα του πολιτικού φάσματος. Όλοι, μα όλοι έχουν να πουν κάτι επί του θέματος, αποδίδοντάς του μια πολιτική κεντρικότητα που έχει δείξει ήδη (γράφουμε αλλού για τους «αγανακτισμένους») δείγματα γραφής. Είτε «υπέρ», είτε (πολύ περισσότερο) «κατά του μνημονίου», το ζητούμενο είναι η συγκρότηση μιας ατσάλινης εθνικής ενότητας. Καιροί που είναι...
Το μνημόνιο βρίσκεται φυσικά στην επικαιρότητα και την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές. Πέρα από τους «αγανακτισμένους», που το καταριούνται, σύντομα πρόκειται να ψηφιστεί από τη Βουλή το «μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα» (που πολλοί αποκαλούν και «δεύτερο μνημόνιο»), επιστέγασμα της όλης ρητορικής περί «στάσης πληρωμών του δημοσίου, μετά τις αρχές Ιούλη». Ο τελευταίος και καθόλου ασήμαντος λόγος που κρατάει στην επικαιρότητα το θέμα, είναι η εισήγηση δύο συμβούλων προς την ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας στις 21/6, όπου υποστηρίζουν πως (το μνημόνιο) συνάδει με το Σύνταγμα και τις διατάξεις του, απορρίπτοντας την προσφυγή του δικηγορικού συλλόγου Αθήνας, που ήθελε να κηρυχθεί το μνημόνιο και τα διάφορα μέτρα που επιβάλλει, αντισυνταγματικά. Σ’ αυτό το τελευταίο θα επανέλθουμε παρακάτω, αφού δούμε πρώτα κάποιες άλλες διαστάσεις του ζητήματος.
μνημειώδη προβλήματα και μνημειώδεις λύσεις
Θυμάται κανείς πως ξεκίνησε η όλη ιστορία; Το ελληνικό κράτος είχε αρχίσει να πέφτει μέσα στην τρύπα της αύξησης των spreads των ομολόγων που εκδίδει τακτικά για να χρηματοδοτεί, τόσο την αποπληρωμή προηγούμενων ομολόγων που λήγουν, όσο και για να καλύπτει ανάγκες του κρατικού προϋπολογισμού. Με άλλα λόγια το χρήμα που δανειζόταν από τις διεθνείς χρηματαγορές γινόταν όλο και πιο «ακριβό», λόγω της αύξησης των επιτοκίων. Πρόβλημα αυτό για ένα κράτος, ειδικά αν τα ομόλογα που λήγουν τα προσεχή χρόνια και θέλουν αποπληρωμή, είναι τεράστια ποσά σαν συνολικό άθροισμα. Και σαν να μην έφτανε το ένα πρόβλημα, υπήρχε κι άλλο. Το ελληνικό κράτος θα έπρεπε να στηρίξει τις, χτυπημένες από την κρίση, ελληνικές τράπεζες, είτε με τη μορφή εγγυήσεων, είτε με ζεστό χρήμα, αν δεν ήθελε να ξεχάσει (μαζί με τις τράπεζές του) το «όνειρο» της χρηματοπιστωτικής επέκτασης στα βαλκάνια.
Όπως είναι όμως γνωστό, τα «προβλήματα» κράτους και αφεντικών δεν είναι παρά ευκαιρίες. Το μνημόνιο λοιπόν, που προέκυψε σαν η «λύση», είναι μια δανειακή σύμβαση, που παρακάμπτει τις «αγορές». Είναι μια δανειακή σύμβαση, αλλά όχι μια οποιαδήποτε τέτοια. Συμβαλλόμενα μέρη δεν είναι μια τυχαία επιχείρηση που παίρνει δάνειο από μια εξίσου τυχαία τράπεζα. Είναι το ελληνικό κράτος από τη μια μεριά και από την άλλη βρίσκονται η ε.ε. (κεντρική τράπεζα και επιτροπή, η γνωστή «κομισιόν») και το δ.ν.τ. Όλοι μαζί οι δανειστές συγκροτούν την «καταραμένη τρόικα», που τόσο έχει καθυβριστεί στα μέρη μας. Επομένως αυτή η δανειακή σύμβαση είναι μια πολιτική συμφωνία, όπου η μεν «τρόικα» δεσμεύεται να δανείσει στο ελληνικό κράτος 110 δισ. ευρώ μέχρι το 2013 και η ελληνική πλευρά δεσμεύεται πως θα κάνει τα «απαραίτητα» για να ξεπληρώσει το δάνειο, σε βάθος χρόνου. Για να συμβεί όμως αυτό (να ξεπληρωθεί το δάνειο) χρειάζεται αύξηση των κρατικών εσόδων με πολλούς τρόπους. Τα μέτρα που περιλαμβάνονται λοιπόν στο μνημόνιο (και τα οποία είναι τόσο γνωστά που δε θα τ’ αναφέρουμε αναλυτικά), είναι εκείνα που (θεωρητικά) θα μειώσουν τα έξοδα και θα αυξήσουν τα έσοδα του ελληνικού κράτους.
Αυτά λέει η θεωρία. Στην πράξη το μνημόνιο είναι (ανάμεσα στ’ άλλα) μια γιγαντιαία επιχείρηση υποτίμησης της εργασίας, της αναπαραγωγής (ασφάλιση, συντάξεις, υγεία, παιδεία) και αύξησης του κόστους ζωής (νέοι φόροι) της εργατικής τάξης. Είναι μια επιχείρηση, απολύτως απαραίτητη για την αναδιάρθρωση του καπιταλισμού εν ελλάδι και την αύξηση της «ανταγωνιστικότητας» (μέσω της υποτίμησης της εργασίας) των επιχειρήσεών του. Τόσο πολύ απαραίτητη, που διάφοροι ειδικοί των αφεντικών έχουν ομολογήσει ευθαρσώς ξανά και ξανά, πως «αν δεν υπήρχε μνημόνιο, θα έπρεπε να το εφεύρουμε» και πως «με το μνημόνιο γίνονται μαζεμένες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που δεν έχουν γίνει τις προηγούμενες δεκαετίες». Κατά τ’ άλλα «φταίει η τρόικα»...
«είμαστε σε πόλεμο!»
Μια τέτοια γιγαντιαία επιχείρηση υποτίμησης της εργασίας δεν μπορεί παρά να έχει και την κατάλληλη ιδεολογική «ζύμωση». Τόσο πριν το μνημόνιο γίνει νόμος του κράτους, το Μάιο του 2010, όσο και μετά, μέχρι και σήμερα. Οι frontmen του ελληνικού κράτους, κυβερνητικοί και μη, ξεδίπλωσαν (και συνεχίζουν να το κάνουν) όλο το «λογοτεχνικό» τους ταλέντο (όχι και ιδιαίτερα πρωτότυπο πάντως, όπως θα δούμε παρακάτω) και όλη τους την performance για να μας πείσουν για τη δραματικότητα της κατάστασης. Αλληγορίες με «πλοία που μπατάρουν», «γεμάτα περίστροφα», «μελαγχολικά» διαγγέλματα από τις ελληνικές εσχατιές και άλλα πολλά ήταν (και είναι) το μενού του ντόπιου πολιτικού προσωπικού. Αρωγοί τους σ’ αυτή την προσπάθεια ήταν και είναι οι ντόπιοι αρχιτραπεζίτες. Είναι μια ελάχιστη ανταπόδοση στο ντόπιο πολιτικό σύστημα εκ μέρους τους, για το γεγονός πως κατά τα δύο-τρία τελευταία χρόνια έχουν λάβει κρατική βοήθεια που ισούται με κάτι λιγότερο από το συνολικό ποσό του μνημονίου (άλλο που οι ελληνικές τράπεζες έχουν αποδειχθεί «πηγάδι χωρίς πάτο»). Το εγχείρημα της έκθεσης μιας κατάστασης απόλυτα «δραματικής» ήταν λοιπόν δύσκολο, αλλά γενικά έχει πετύχει (μέχρι τώρα) το στόχο του: η παγκόσμια καπιταλιστική κρίση «κρύφτηκε» πίσω από το δημόσιο χρέος και το χρέος έγινε κάτι σαν «ο σταυρός του μαρτυρίου», που όλοι μας πρέπει να κουβαλήσουμε για να «σωθεί η χώρα».
Δεν γίνεται όμως δουλειά μόνο με «βουλιάγματα», «αδιέξοδα» και άλλες αναπαραστάσεις του «κακού». Φτιάχνουν ένα mood που δεν είναι αρκετό για την περίπτωση, μιας και καταφέρνουν να προκαλούν ένα γενικευμένο αίσθημα φόβου απέναντι στη «χρεωκοπία» του ελληνικού κράτους. Αυτό είναι βοηθητικό για την άρχουσα τάξη, αλλά όχι αρκετό. Χρειάζεται και κάτι ακόμα: η συμμετοχή του «λαού», η συστράτευσή του στην εθνική προσπάθεια. Και ποιά αναπαράσταση είναι η κατάλληλη γι’ αυτή τη δουλειά; Μα φυσικά ο πόλεμος! Χωρίς κανόνια (καταρχήν), αλλά με «οχυρά που πρέπει να κρατηθούν» και «μάχες να δοθούν». Μιλώντας πάνω σ’ αυτό το πνεύμα, να τι είπε ένας «αρχιστράτηγος»:
« ...Πρέπει να δούμε κατάματα τι συμβαίνει στη χώρα μας. Το μεγάλο αυτό έθνος θα επιβιώσει όπως επιβίωσε και στο παρελθόν, θα αναζωογοννηθεί και θα ευημερήσει. Έτσι, πριν από οτιδήποτε άλλο, επιτρέψτε μου να απαναλάβω τη βαθιά μου πεποίθηση ότι το μόνο πράγμα που πρέπει να φοβόμαστε είναι τον ίδιο μας τον φόβο, το απροσδιόριστο, ανεξήγητο και αδικαιολόγητο εκείνο αίσθημα τρόμου, το οποίο παραλύει την προσπάθεια που καταβάλλουμε, για να μετατρέψουμε την υποχώρηση σε βήμα προς τα μπρος. Σε κάθε σκοτεινή στιγμή της ζωής του έθνους μας, μια ειλικρινής και αποφασισμένη ηγεσία αντιλήφθηκε αυτή την αλήθεια και κέρδισε την υποστήριξη του λαού, που είναι απαραίτητη για τη νίκη... Αναλαμβάνω χωρίς δισταγμούς την ηγεσία του μεγάλου αυτού στρατού του λαού μας, αφιερωμένος εξ ολοκλήρου στην πειθαρχημένη αντιμετώπιση των κοινών μας προβλημάτων...»
Αν «ποντάρατε» πως τα παραπάνω λόγια είναι του Παπανδρέου του Γ, χάσατε τα λεφτά σας. Τέτοιος λυρισμός, δεν θα μπορούσε να εκφέρεται από το στόμα του. Είναι βγαλμένος από άλλες εποχές. Αυτά τα λόγια είναι του Φ.Ρούζβελτ, φρεσκοεκλεγμένου προέδρου των Η.Π.Α. το 1933 και αντιμέτωπου με την Μεγάλη Ύφεση. Χρησιμοποιούμε τα λόγια του, πρώτον για να δείξουμε πως τα πολιτικά αφεντικά δεν έχουν και μεγάλη ποικιλία «δραματικότητας» σε αντίστοιχες ιστορικές περιστάσεις και δεύτερον, για να κάνουμε μια προκλητική (αλλά όχι άσκοπη, όπως θα φανεί παρακάτω) αναλογία με την προηγούμενη μεγάλη καπιταλιστική κρίση.
Αντίθετα με τον Ρούζβελτ, οι έλληνες spokesmen είναι αρκετά πιο ωμοί. Μάλιστα, όσο μικρότερη έκθεση έχουν λόγω θέσης στο σύστημα διοίκησης, στο λεγόμενο «πολιτικό κόστος», τόσο πιο ωμές είναι και οι διατυπώσεις τους. Όπως για παράδειγμα ο διοικητής της τράπεζας της ελλάδος, Γ.Προβόπουλος. Μιλώντας στις 22 του περασμένου Φεβρουαρίου στη Βουλή, δήλωσε για πολλοστή φορά, ανάμεσα σε διάφορα άλλα, πως «η Ελλάδα είναι σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης και σ’ ένα είδος πολέμου». Αν λοιπόν είχατε την εύλογη απορία για την παρουσία του θέματος «μνημόνιο» σ’ αυτή τη μικρή σειρά κειμένων για την κατάσταση εξαίρεσης, ο αρχιτραπεζίτης εκθέτει την κατάσταση στις πραγματικές της διαστάσεις.
το μνημόνιο σαν υπόδειγμα της κατάστασης εξαίρεσης
Θα το πούμε κατευθείαν: οι συχνές αναφορές της πολιτικής/διοικητικής ελίτ στην κατάσταση έκτακτης ανάγκης, δεν είναι μια υπόθεση που μπορεί να αναχθεί αποκλειστικά στη σφαίρα της ιδεολογίας και της «τρομοκράτησης» του πληθυσμού, όπως υποστηρίζουν διάφοροι αριστεροί. Είναι μια υπόθεση με πραγματικό έρεισμα, που είναι κι ένας από τους βασικούς δείκτες του μετασχηματισμού του ελληνικού (και όχι μόνο, βέβαια) κράτους προς ολοκληρωτικές κατευθύνσεις. Προς απόδειξη αυτού του συλλογισμού και χωρίς άλλες διατυπώσεις, μπαίνουμε κατευθείαν στο «ψητό»:
« ...Είμαι έτοιμος, πιστός στο συνταγματικό μου καθήκον, να προτείνω τα μέτρα που ενδέχεται να αξιώσει ένα έθνος που πλήττεται σε ένα βασανισμένο κόσμο. Τα μέτρα αυτά, καθώς και κάθε άλλο μέτρο που το Κογκρέσο, με την πείρα και την σοφία που διαθέτει, ενδέχεται να ψηφίσει, θα επιδιώξω να υιοθετηθούν το ταχύτερο, σύμφωνα με όσα μου αναθέτει το Σύνταγμα. Αν όμως το Κογκρέσο αρνηθεί να ακολουθήσει είτε τον ένα είτε τον άλλον από τους άνω δρόμους, και αν βέβαια συντρέχουν ακόμα εξαιρετικές περιστάσεις για το έθνος, δεν θα αποστώ από το πεντακάθαρο καθήκον, που θα βρίσκεται ενώπιον μου: Θα ζητήσω από το Κογκρέσο να μου παράσχει το μόνο εναπομένον μέσο για την αντιμετώπιση της κρίσης, δηλαδή ευρεία νομοθετική εξουσιοδότηση να διεξαγάγω πόλεμο κατά της επείγουσας ανάγκης, νομοθετική εξουσιοδότηση τόσο ευρεία όσο θα χρειαζόταν αν είχε εισβάλει στη χώρα μας ξένος κατακτητής... »
Δεν θα μπορούσε να είναι πιο σαφής. Είναι πάλι ο Φ.Ρούζβελτ που ζητάει έκτακτες εξουσίες για να εφαρμόσει (τότε) το πρόγραμμα του New Deal. (Η αναφορά του σε «ξένο κατακτητή» αποτελεί βέβαια μια μεγάλη ιστορική ειρωνεία. Ειδικά σε μία χώρα που οι ιδεολογικές μονομανίες περί «νέας κατοχής», από την τρόικα αυτή τη φορά, κάνουν θραύση.) Αυτό που εννοεί χοντρικά είναι πως αν η νομοθετική εξουσία (το Κογκρέσο) δεν είναι σε θέση ν’ ανταποκριθεί στους γρήγορους ρυθμούς ψήφισης νόμων που απαιτεί η περίσταση, αν δημιουργεί προσκόμματα στην εκτελεστική εξουσία (την κυβέρνηση Ρούζβελτ) με συζητήσεις επί συζητήσεων πάνω σε νομοσχέδια, τότε κι εκείνος θα παρακάμψει το Κογκρέσο και θα κυβερνά με διατάγματα, που θα εκδίδονται κατευθείαν από τον ίδιο. Θα κηρύξει την κατάσταση εξαίρεσης, με λίγα λόγια. Κι όπως έχουμε αναφέρει και σε προηγούμενο κείμενο, αν είναι κάτι που χαρακτηρίζει την κατάσταση εξαίρεσης, αυτό είναι οι «εξαιρετικές» αρμοδιότητες της εκτελεστικής εξουσίας.
Αυτά συνέβησαν παλιά, σ’ ένα μακρινό μέρος. Υπάρχει όντως περίπτωση να έχουν κάποια σχέση με το σήμερα; Ρητορική ερώτηση: αν αποδεικνύει κάτι η παρούσα κρίση είναι το μαύρο ιστορικό νήμα που συνδέει τις κεντρικές επιλογές του κράτους και των αφεντικών του «τότε» με του «σήμερα», στο επίπεδο της διοίκησης. Κι όπως είπαμε, δεν έχουν και καμιά ιδιαίτερη πρωτοτυπία αυτές οι επιλογές.
Πάμε να δούμε λοιπόν πιο συγκεκριμένα τη σχέση του μνημονίου με την κατάσταση εξαίρεσης. Όπως είπαμε παραπάνω, το μνημόνιο είναι νόμος του ελληνικού κράτους, από τον Μάιο του 2010. Διάφοροι πατριώτες/ «αντι-ιμπεριαλιστές» το έχουν καταγγείλει από μία άποψη που θα μπορούσε, στα μάτια κάποιου απρόσεκτου, να μοιάζει κοντινή με τη δική μας. Γιατί εκείνο που είναι ελάχιστα γνωστό, είναι το γεγονός πως από τη βουλή «πέρασε» (με απλή και όχι ενισχυμένη πλειοψηφία, όπως επισημαίνουν οι αντιρρησίες) ένα μέρος του μνημονίου, το οποίο πρακτικά περιλαμβάνει πολλές και διαφορετικές, επιμέρους συμφωνίες του ελληνικού κράτους με τους δανειστές του. Υπάρχουν δηλαδή όροι αυτής της δανειακής σύμβασης, που δεν έχουν εγκριθεί καν, έστω για τυπικούς λόγους, από τη βουλή. Η κυβέρνηση, υπερβαίνοντας τις εξουσίες της, έχει υπογράψει κάτι και δεν το έχει πάει καν για ψήφιση. (Αν θυμάστε, κάτι είχαμε γράψει στο προηγούμενο τεύχος για τον κοινοβουλευτισμό, παρομοιάζοντάς τον με σκηνικό από ταινία γουέστερν.)
Σε άλλη περίπτωση, οι αριστερές κατάρες για «κυβερνητικό πραξικόπημα» θα είχαν εκτοξευθεί προς κάθε κατεύθυνση. Σ’ αυτή τη περίπτωση όμως, μόνο κάτι ψίθυροι ακούστηκαν, πίσω από τους γνωστούς βερμπαλισμούς. Γιατί άραγε; Στην άλλη μεριά, όσοι αρέσκονται στις συνωμοσιολογίες, θα μιλούσαν για «μυστικά πρωτόκολλα», «ενδοτισμό της κυβέρνησης» κ.α. Επειδή όμως αυτή η κυβέρνηση, όπως όλες, αποτελείται από ένθερμους πατριώτες, δηλαδή υπηρέτες των συμφερόντων του κράτους και των αφεντικών, η εξήγηση θα μπορούσε να είναι άλλη: μην φέρνοντας το σύνολο των συμβάσεων του μνημονίου στη βουλή, η κυβέρνηση απαλλάσσει το ελληνικό κράτος (και άρα κάθε επόμενη κυβέρνηση) από μια συμβατική του υποχρέωση, που έχει επικυρωθεί από τη βουλή. Γλυτώνει έτσι και την κατακραυγή για τους επιμέρους, «επαχθείς» (για το ελληνικό κράτος) όρους που πιθανότατα περιλαμβάνουν οι δανειακές συμβάσεις. Μια άλλη κυβέρνηση λοιπόν, θα μπορούσε «απλά» να μην αναγνωρίσει τη νομική υπόσταση συμφωνιών, που δεν έχουν εγκριθεί από το κοινοβούλιο. Παρά το γεγονός πως πράγματι το συγκεκριμένο θέμα δείχνει καθαρά μια, πέραν του «κανονικού», επέκταση των αρμοδιοτήτων της εκτελεστικής εξουσίας, δε θα επιμείνουμε παραπάνω. Άλλωστε υπάρχουν άλλες πλευρές του ζητήματος που δείχνουν πολύ πιο καθαρά περί τίνος πρόκειται και μάλιστα χωρίς νομικίστικες επιχειρηματολογίες ή κατηγορίες περί «προδοσίας».
Ας περάσουμε λοιπόν στην υπόθεση με την εισήγηση του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ), που αναφέραμε στον πρόλογο. Σ’ αυτό το θεσμικό όργανο έχουν κατατεθεί μια σειρά προσφυγές, για να κηρυχθεί αντισυνταγματικό το μνημόνιο και τα μέτρα που περιλαμβάνει. Ανάμεσα σ’ αυτές και η προσφυγή του δικηγορικού συλλόγου Αθήνας, που έχει βέβαια ένα ειδικό βάρος, νομικό και όχι μόνο. Πρόκειται ουσιαστικά για έναν από τους βασικούς πυλώνες του συστήματος εξουσίας, που στρέφεται ενάντια στην εκτελεστική και την νομοθετική εξουσία (τη στιγμή που ίσως και οι μισοί βουλευτές είναι δικηγόροι), για «συντεχνιακούς» (αλλά όχι μόνο) λόγους.
Δεν θα εστιάσουμε με λεπτομέρειες στην νομικίστικη επιχειρηματολογία του δικηγορικού συλλόγου. Απλά θ’ αναφέρουμε πως συμπεριλαμβάνει επιχειρήματα, όπως ότι το μνημόνιο είναι διεθνής σύμβαση (και άρα ήταν απαραίτητη αυξημένη πλειοψηφία για να «περάσει»), περί «απώλειας της εθνικής κυριαρχίας, λόγω της εκχώρησης δικαιωμάτων σε όργανα διεθνών οργανισμών», πως «οι περικοπές μισθών και συντάξεων αντίκεινται σε διατάξεις του Συντάγματος και της Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου», κ.α. Εκείνο που έχει τεράστια σημασία στην υπόθεση είναι τόσο η «υπερασπιστική» επιχειρηματολογία του υπ. Οικονομικών, όσο και το σκεπτικό της εισήγησης των δύο Συμβούλων του ΣτΕ, όπως «διέρευσε» στις εφημερίδες.
Το μεν υπουργείο κατέθεσε υπόμνημα που αναφέρει πως: « ...Δίκαιο έκτακτης ανάγκης αποτελούν οι νόμοι που επικύρωσαν το Μνημόνιο, με στόχο την προστασία του εθνικού συμφέροντος και ειδικότερα την προστασία της ελληνικής οικονομίας από την κατάρρευση και τη διασφάλιση της χρηματοδότησης των δημόσιων πολιτικών στους τομείς της εθνικής ασφάλειας, της παιδείας, της υγείας και της κοινωνικής ασφάλισης... ». Επίσης σημειώνει ότι «ο περιορισμός των (συνταγματικά κατοχυρωμένων) περιουσιακών δικαιωμάτων μπορεί να γίνει για λόγους δημόσιου συμφέροντος. Η εκτίμηση του δημόσιου συμφέροντος ανήκει στην εκτελεστική εξουσία, η οποία μπορεί να ελεγχθεί μόνο για υπέρβαση των ακραίων λογικών ορίων».
Από τη μεριά τους, οι σύμβουλοι του ΣτΕ, φαίνεται να δέχονται, εν μέρει, την επιχειρηματολογία του υπουργείου και να κρίνουν πως τα μέτρα δικαιολογούνται από σοβαρούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, ενόψει της αποφυγής χρεοκοπίας της χώρας και της δεδομένης χρονικής συγκυρίας. Μάλιστα το σχετικό ρεπορτάζ της «ελευθεροτυπίας», στις 22/6, ανέφερε ότι «οι εισηγήσεις των συμβούλων Επικρατείας Μ.Σαρπ και Σ.Χρυσικοπούλου (προς την Ολομέλεια) είχαν επικριθεί έντονα ως πολιτικά κείμενα».
Μια μικρή στάση για να πάρουμε ανάσα, επειδή μας έκατσαν (ίσως και σ’ εσάς) κάπως βαριά όλ’ αυτά... Το υπουργείο υποστηρίζει ανοιχτά πως το μνημόνιο στηρίζεται σε «δίκαιο έκτακτης ανάγκης για την προστασία του δημόσιου συμφέροντος» και πως μόνο το ίδιο (η εκτελεστική εξουσία, γενικώς) μπορεί να εκτιμήσει το «επείγον» του δημόσιου συμφέροντος. Έχουμε μπροστά μας μια πλήρη παραδοχή της κατάστασης εξαίρεσης στην Ελλάδα του 2011, μιας και το ΣτΕ δεν φαίνεται πως θα «δικαιώσει» το δικηγορικό σύλλογο στην απόφασή του. Έχουμε μπροστά μας τους «άξιους» πολιτικούς απογόνους του Ρούζβελτ και τόσων άλλων. Έχουμε μπροστά μας και απέναντί μας, ένα καπιταλιστικό κράτος που δεν «διαπραγματεύεται». Ούτε «διαβουλεύεται» στα κοινοβούλια. Κυβερνά εκδίδοντας διατάγματα, έστω κι αν αυτά επικυρώνονται τυπικά από τη βουλή.
Η παρουσίαση αυτής της υπόθεσης αποδεικνύει και κάτι ακόμα, που είχαμε υποστηρίξει σε προηγούμενο κείμενο: η κατάσταση εξαίρεσης δεν είναι απλά μια δικαιϊκή πρόβλεψη, ένα πεδίο νομικής αντιπαράθεσης π.χ. μεταξύ του δικηγορικού συλλόγου και του ΣτΕ για τη συνταγματικότητα του μνημονίου. Η κατάσταση εξαίρεσης ακροβατεί μεταξύ της πολιτικής (της άσκησης της εξουσίας) και του δικαίου. (Γι’ αυτό και οι εισηγήσεις των Συμβούλων ήταν πολιτικά κείμενα και όχι νομικά, ως όφειλαν. Πώς να οριστεί άραγε νομικά ο κίνδυνος για το δημόσιο συμφέρον;) Παίρνει σάρκα και οστά και επιβάλλεται, κάθε φορά που ο «υποκειμενισμός» των αφεντικών καταλαμβάνει το πεδίο και ανατρέπει τους ισχύοντες συσχετισμούς. Κι αυτός ο «υποκειμενισμός» έχει όνομα από παλιά: λέγεται ταξικός πόλεμος και είμαστε σταθερά στους «χαμένους» του.
«κατοχή» ή «χούντα»;
Μονο-μανίες στο φόντο του νέου ολοκληρωτισμού
Είναι επομένως η «ελληνική δημοκρατία» μια «οικονομική χούντα που μας έχει επιβληθεί από τους κατοχικούς δανειστές μας»; Θα μπορούσε να ισχύει αυτό, αν δεν συνέβαινε στα μυαλά των υπηκόων, ο ιστορικισμός να κάνει πάρτι με τον εθνικισμό και στα decks, στο ρόλο της «βίδας που έχει λασκάρει», να παίζει ο μαζικός ανορθολογισμός. Γιατί αυτό συμβαίνει στην ελληνική κοινωνία και οι «αγανακτισμένοι» είναι μια σαφής απόδειξή του. Όποιος λοιπόν αρέσκεται να ψάχνει παραδείγματα από το παρελθόν για να «ντύσει» την ιδεοληψία του, μπορεί μακάρια να βρίσκει αυτό που θέλει. Ήδη από το «νέο εαμ», περάσαμε στο 1821 και (πού ξέρει κανείς;) αύριο-μεθαύριο κάποιος πρωθυπουργός θα παρομοιάσει την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας με την άλωση της Πόλης. Η τρισχιλιόχρονη ιστορική παρουσία των ελλήνων, αν μη τι άλλο έχει πολλά παραδείγματα.
Να σοβαρευτούμε όμως. Μιλώντας για το μνημόνιο, ξεκινήσαμε από την (εκπορευόμενη από τ’ αφεντικά) επίκληση του πολέμου, για να καταλήξουμε στην επιβολή της κατάστασης εξαίρεσης. Δώσαμε στο μνημόνιο το περιεχόμενο της βίαιης υποτίμησης της εργατικής τάξης. Σαν εργατική δύναμη, σαν αναπαραγωγή της και σαν εκτόξευση του κόστους ζωής της. Μ’ αυτά τα δεδομένα και επειδή πάντα ζούμε μέσα στο περιβάλλον του ταξικού πολέμου, ακόμα κι αν αυτό μας διαφεύγει (τόσο το χειρότερο για μας) η επιβολή της κατάστασης εξαίρεσης «μνημονιακού τύπου», είναι η χειροπιαστή απόδειξη της πολιτικής μας υποτίμησης, σαν τάξης. Η πολιτική και διοικητική ελίτ, κράτος κι αφεντικά, δε μας φοβούνται. Γι’ αυτό και χωρίς να γίνει και κανα «μεγάλο θέμα», μας λένε κατάμουτρα, πως επιβάλλουν πάνω μας ειδικές νομοθεσίες. Όποιος λοιπόν θέλει να μιλήσει για «κατοχή», μπορεί να το κάνει. Έτσι κι αλλιώς δεν μπορούμε να εμποδίσουμε κανέναν. Να θυμάται όμως αυτός ο κάποιος, πως «κατοχή» δεν ήταν μόνο ο γερμανικός στρατός. Ήταν και οι τότε κυβερνήσεις, οι δωσίλογοι, οι χίτες, οι ταγματασφαλίτες και οι μαυραγορίτες. Με άλλα λόγια: μορφές και σχηματοποιήσεις της (τότε) εθνικής ενότητας. Χωρίς να είναι τραγικά διαφορετική από τότε, αυτή την ίδια εθνική ενότητα που αποτελεί το κυρίως ζητούμενο και σήμερα, τη βλέπεις να σουλατσάρει εδώ κι εκεί. Με ή χωρίς κατάρες στην τρόικα... |
|