|
|
γυναίκες στα οδοφράγματα
Αόρατες, σιωπηλές, φυλακισμένες, θύματα της ισλαμικής καταπίεσης. Αυτό έχει να πει όλο κι όλο η πρωτοκοσμική δημαγωγία για τις μουσουλμάνες γυναίκες. Χαμένο ανάμεσα στον οίκτο και την απαξίωση, το βλέμμα της Δύσης μοιραία προσπέρασε τις χιλιάδες γυναίκες που συμμετείχαν στις αραβικές εξεγέρσεις. Μπροστά στο θάρρος και την αποφασιστικότητα αυτών των γυναικών, το δέος είναι η μόνη στάση που αρμόζει. Όχι μόνο γιατί διαψεύδουν καθημερινά τα πρωτοκοσμικά κλισέ, αλλά και γιατί συχνά ξεπερνάνε τη μαχητικότητα και των αρσενικών συντρόφων τους. Δε θα μπορούσε να γίνει κι αλλιώς. Ειδικά σε τέτοιες εξεγέρσεις που έχουν στο κέντρο τους τον αγώνα για πολιτική ελευθερία, περισσότερο κι απ’ αλλού, σ’ αυτές τις γωνιές του κόσμου που μέχρι χτες οι γυναίκες ήταν ξεγραμμένες, η συμμετοχή τους είναι και δεδομένη και καθοριστική.
Είναι πιο εύκολο (αλλά και βολικό), μιλώντας για τη «θηλυκή διάσταση» της αραβικής άνοιξης, να σταθείς στις «εξαιρετικές» περιπτώσεις: μια νεαρή ακτιβίστρια εδώ ή κάποια φωτισμένη μεσοαστή εκεί. Αυτό ακριβώς κάνουν τα (διεθνή) μήντια στις ελάχιστες σχετικές αναφορές τους. Είναι κι αυτός ένας τρόπος να κρυφτεί ο πλούτος και οι αντιθέσεις των αραβικών εξεγέρσεων στο σύνολό τους. Γιατί πίσω από τα οδοφράγματα στην Τύνιδα και στο Κάιρο, στη Βεγγάζη και τη Σανάα, βρέθηκαν και χιλιάδες ανώνυμες γυναίκες: μορφωμένες και αναλφάβητες, εργάτριες ή μεσοστρωματικές φοιτήτριες, γυναίκες με μαντίλα και «κοσμικές». Συνιστώντας μια γραμμή που ενώνει όλες τις αραβικές εξεγέρσεις αλλά την ίδια στιγμή αποκαλύπτει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της κάθε μιας χωριστά.
ΤΥΝΗΣΙΑ ΚΑΙ ΑΙΓΥΠΤΟΣ:
Η ΚΟΣΜΙΚΗ ΕΚΔΟΧΗ;
Η Τυνησία, που έδωσε το έναυσμα για την «αραβική άνοιξη», ήταν ακόμα και πριν την εξέγερση η πιο προοδευτική αραβική χώρα αναφορικά με τα δικαιώματα των γυναικών. Οι Τυνήσιες είχαν ήδη δικαίωμα στην έκτρωση από το 1965, (οκτώ χρόνια πριν τις ΗΠΑ), είχαν τα ίδια δικαιώματα με τους άντρες σε περίπτωση διαζυγίου και η πολυγαμία ήταν απαγορευμένη. Είναι ενδεικτικό ότι το ένα τρίτο των δικαστών στην Τυνησία είναι γυναίκες. Ωστόσο, η σχετικά προνομιακή θέση τους σε σχέση με άλλες αραβικές χώρες, δεν τις εμπόδισε να κατέβουν μαζικά στο δρόμο, στις κινητοποιήσεις ενάντια στο Μπεν Αλί. Δεν πτοήθηκαν ούτε από την – αβάσιμη έτσι κι αλλιώς – απειλή ενός μελλοντικού ισλαμικού καθεστώτος που θα περικόψει τα δικαιώματά τους. Από την άλλη μεριά, οι γυναίκες της επαρχίας, που επέμεναν να φοράνε τη μαντίλα παρά τις σχετικές απαγορεύσεις, είχαν ένα λόγο παραπάνω να διαδηλώσουν ενάντια στο καθεστώς. Στους δρόμους της Τύνιδας συναντήθηκαν έτσι δύο διαφορετικές εκδοχές του γυναικείου αυτοπροσδιορισμού. Συναντήθηκαν όμως και γυναίκες διαφορετικής ταξικής προέλευσης: πλάι στις δικαστίνες διαδήλωσαν και οι εργάτριες του τουρισμού και της υφαντουργίας. Παρ’ όλο που οι γυναίκες αντιπροσωπεύουν μόνο το ένα πέμπτο του εργατικού δυναμικού στην Τυνησία, αποτελούν το 43% των περίπου 500 χιλιάδων μελών των τοπικών συνδικάτων. Το πιο ορατό αποτέλεσμα πάντως της συμμετοχής των γυναικών στην εξέγερση, δεν είναι κάποια αύξηση των μισθών αλλά τα πρωτοφανή πολιτικά δικαιώματα αντιπροσώπευσης που κέρδισαν, κάτι που εκ των πραγμάτων αφορά πιο πολύ τις μεσαίες τάξεις. Στις επερχόμενες εκλογές του Ιουλίου, οι λίστες των κομμάτων θα έχουν υποχρεωτικά ίσο αριθμό γυναικών και ανδρών υποψηφίων.
Τέτοιες αντιθέσεις έγιναν πιο καθαρές στην αιγυπτιακή εξέγερση που εμπνεύστηκε από, και ακολούθησε το παράδειγμα της Τυνησίας. Η πλατεία Ταχρίρ έγινε ο κατ’ εξοχήν τόπος, όπου μπορούσαν να συναντηθούν οι μοντέρνες φοιτήτριες με τις παραδοσιακές μουσουλμάνες (όπως άλλωστε και οι κόπτες χριστιανοί με τους αδελφούς μουσουλμάνους). Αυτή η συνάντηση δεν είναι απλά συμβολική ή τυχαία, είναι η φυσιολογική κατάληξη μακροχρόνιων, διαφορετικών αλλά όχι συγκρουόμενων διαδικασιών μέσα στην αιγυπτιακή κοινωνία. Από τη μια μεριά, οι γυναίκες έφτασαν να αποτελούν το μισό του φοιτητικού πληθυσμού στα αιγυπτιακά πανεπιστήμια, πράγμα που τους προσέφερε εμπειρίες επικοινωνίας και οργάνωσης. Από την άλλη, πολλές νέες γυναίκες, φορώντας τη μαντίλα αποδείκνυαν την προσήλωση στις αρχές του Ισλάμ και την ευλάβειά τους, γεγονός που έκανε πιο εύκολη τη διέξοδο τους στην αγορά εργασίας ή γενικά στη δημόσια σφαίρα. Τη συμπληρωματικότητα τέτοιων εξελίξεων αποτυπώνει τελικά ένα παράδειγμα: η Ασμάα Μαχφούζ, που έγινε διάσημη χάρη σε ένα βίντεο που καλούσε τους Αιγύπτιους να κατέβουν στην πλατεία Ταχρίρ στις 25/1 και διαδόθηκε με μεγάλη ταχύτητα στο facebook και το youtube. Το βιογραφικό της μπορεί να φαντάζει οικείο και να παραπέμπει σε μια δυτικότροπη εξαίρεση: απόφοιτος πανεπιστημίου διοίκησης επιχειρήσεων, εργαζόμενη σε εταιρεία πληροφορικής και εξέχον μέλος του κινήματος νεολαίας της 6ης Απρίλη. Την ίδια στιγμή όμως επιλέγει να φοράει τη μαντίλα και να αναφέρεται σε στίχους από το Κοράνι. Για όσους ψάχνουν ξεκάθαρες γραμμές και κατηγοριοποιήσεις, η περίπτωσή της μπορεί να προκαλεί αμηχανία. Με τον ίδιο τρόπο που προκαλεί απορία το πώς μια «ιντερνετική ακτιβίστρια», καλεί σε συγκεντρώσεις λίγων δεκάδων σε μία πλατεία και κατηγορεί όσους μένουν καρφωμένοι μπροστά στην οθόνη τους. Τελικά φιγούρες σαν την Ασμάα Μαχφούζ, την Τζίτζι Ίμπραιμ, που έγινε de facto ανταποκρίτρια του al jazeera τις μέρες της εξέγερσης ή την Ισράα Αμπντέλ Φατάχ, που αποκαλείται «το κορίτσι του facebook», δεν είναι καθόλου ξεκομμένες από την κοινωνική πραγματικότητα, ακόμα κι αν στα μάτια μας φαντάζουν έτσι. Ο δυναμισμός των μεσοστρωμάτων αποτυπώνεται στα πρόσωπά τους αλλά δεν είναι άσχετος φερ’ ειπείν με τους εργατικούς αγώνες, αντίθετα εμπνέεται από αυτούς. Τα ίδια τα κινήματα νεολαίας και ειδικά το Κίνημα 6 Απρίλη, προέκυψαν χάρη σε και με αφορμή τους πολύ σκληρούς εργατικούς αγώνες που συγκλόνισαν την Αίγυπτο τα τελευταία 6-7 χρόνια. Από τις 3.000 απεργίες που οργανώθηκαν από το 2004, δεν ήταν λίγες αυτές που αφορούσαν αποκλειστικά γυναίκες, ειδικά στη βιομηχανία υφαντουργίας στη Μαχάλα Ελ Κούμπρα.
ΛΙΒΥΗ ΚΑΙ ΥΕΜΕΝΗ:
ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝΙΤΕΣ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ
Αντίθετα με την Τυνησία και την Αίγυπτο, στη Λιβύη τίποτα δεν προοιώνιζε ότι οι γυναίκες θα έχουν κάποιο ρόλο στην εξέγερση. Εδώ όμως γίνεται πλέον ξεκάθαρο το πόσο καθοριστικός μπορεί να είναι ο ρόλος των γυναικών, ειδικά σε κοινωνίες όπου η κοινωνική αναπαραγωγή στηρίζεται αποκλειστικά σ’ αυτές. Η επιτυχία μιας εξέγερσης διαρκείας, που καταστέλλεται με τόση βία, βασίζεται τελικά σε μεγάλο βαθμό στη δουλειά που γίνεται μακρυά από τα οδοφράγματα και την πρώτη γραμμή. Στα νοσοκομεία, στις κουζίνες, στη συναισθηματική και ψυχολογική στήριξη, σ’ όλα αυτά που στους συμβατικούς πολέμους αποτελούν την επιμελητεία. Οι Λίβυες γνώριζαν από την αρχή πόσο σημαντικά είναι όλα αυτά, ακόμα κι αν κάποιες (ειδικά νεώτερες) επέμεναν ότι θα προτιμούσαν να πολεμάνε δίπλα στους συγγενείς τους. Δεν περιορίστηκαν όμως μόνο σ’ αυτά τα καθήκοντα. Στην απελευθερωμένη Βεγγάζη, έχουν γίνει πολλές αμιγώς γυναικείες διαδηλώσεις, που λίγους μήνες πριν θα φάνταζαν αδιανόητες. Διαδηλώσεις γυναικών έγιναν ακόμα και σε πόλεις – υποτιθέμενα οχυρά του μουσουλμανικού φονταμενταλισμού, όπως η Ντίρνα, διαψεύδοντας έτσι τους ισχυρισμούς του Καντάφι περί «καθυπόταξης» των γυναικών από τους εξεγερμένους. Στο Τομπρούκ και στη Βεγγάζη, οι γυναίκες διαδήλωσαν και με αφορμή την καταγγελία μιας νεαρής δικηγόρου ότι βιάστηκε από άντρες του Καντάφι. Μαρτυρίες αναφέρουν ότι πλέον οι βιασμοί είναι στην ημερήσια διάταξη, ένα ακόμα τακτικό όπλο ανάμεσα στις σφαγές και μάλιστα κατ’ εντολή, αφού στις τσέπες νεκρών στρατιωτών βρέθηκαν Viagra και προφυλακτικά. Όπως σε όλες τις εξεγερμένες πόλεις, τέτοιες φήμες δε γεμίζουν με φόβο τις γυναίκες, αλλά τις βγάζουν στο δρόμο, ακόμα πιο οργισμένες.
Το ίδιο «αναπάντεχη» και φαινομενικά ασύμβατη με την κοινωνική κατάσταση, είναι και η συμμετοχή των γυναικών στην εξέγερση στην Υεμένη. Εκεί μόλις το 17% των γυναικών έχουν τελειώσει το σχολείο και μόλις το 5% είναι επίσημα εργαζόμενες αν και οι περισσότερες δουλεύουν σκληρά στα χωράφια, ενώ μεγάλα είναι τα ποσοστά αναλφαβητισμού. Κι όμως, σ’ αυτή την «καθυστερημένη» - ακόμα και για τα αραβικά δεδομένα - χώρα έχουν οργανωθεί δεκάδες αμιγώς γυναικείες διαδηλώσεις. Το «ανεξήγητο» αυτό γεγονός, του να κατεβαίνουν στο δρόμο σύσσωμοι οι οικιακοί γυναικωνίτες, αποδεικνύει ότι η σχέση των γυναικών με το δημόσιο χώρο και χρόνο δεν είναι αποκλειστικό προνόμιο της μεσαίας τάξης, τουλάχιστον όχι στη διάρκεια μιας εξέγερσης. Ακόμα και στις αγροτικές περιοχές, οι γυναίκες επιδεικνύουν μια παραδοσιακή αυτονομία που στα μάτια των πρωτοκοσμικών μοιάζει «εξωτική».
Εμβληματική φυσιογνωμία του κινήματος των γυναικών στην Υεμένη είναι η δημοσιογράφος Ταβακόλ Καρμάν. Αυτή ή η συνάδελφός της Σαμία Αλ Αγκμπάρι, μπορεί να μην είναι αντιπροσωπευτικές φιγούρες σε μια χώρα που οι εικόνες γυναικών με νικάμπ κυριαρχούν, αλλά έχουν καταφέρει να εμπνέουν αυτές τις υποτίθεται «δυστυχισμένες» γυναίκες. Καιρό πριν μπει στην πρώτη γραμμή των διαδηλώσεων του Φεβρουαρίου, η Καρμάν είχε ήδη αναγνωριστεί σαν γενναία υπερασπίστρια της ελευθερίας της έκφρασης και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων Το 2005 είχε ιδρύσει την οργάνωση Γυναίκες Δημοσιογράφοι Χωρίς Αλυσίδες ενώ ανήκει στο Αλ Ισλά, το μεγαλύτερο αντιπολιτευτικό κόμμα (που μεταξύ άλλων περιλαμβάνει το Υεμενίτικο τμήμα της Μουσουλμανικής Αδελφότητας). Μεταξύ 2007 και 2010 ηγήθηκε δεκάδων διαδηλώσεων και καθιστικών διαμαρτυριών στην πλατεία Ελευθερίας, στην πρωτεύουσα Σανάα. Είναι λογικό λοιπόν το ότι αποτελεί πλέον το πιο αναγνωρίσιμο πρόσωπο του κινήματος αλλαγής της Υεμένης. Η Καρμάν έχει καταφέρει να κερδίσει το σεβασμό όλων, αφού δε μιλάει μόνο στο όνομα των γυναικών αλλά ασχολείται με τα προβλήματα όλης της κοινωνίας, όπως η ανεργία και η διαφθορά. Σε μια συνέντευξή της στο Al Jazeera, ο άντρας της ομολογεί αμήχανος ότι πριν παντρευτούν, της είχε υποσχεθεί ότι δε θα ανακατευτεί με την απασχόλησή της με τα κοινά και εύχεται να μπορούσε να είναι τόσο μαχητικός όσο κι αυτή. Πόσες γυναίκες στη Δύση, περήφανες που δε φοράνε μαντίλα, θα ζήλευαν μια τέτοια ανεξαρτησία;
Οι συνεχείς διαδηλώσεις των γυναικών που οργανώνει η Καρμάν ανάγκασαν ακόμα και τον (ισόβιο) πρόεδρο και στόχο των διαμαρτυριών να πάρει θέση. Στις 15 Απριλίου, ο Αλί Αμπντουλάχ Σάλεχ επέπληξε τις γυναίκες για ανάρμοστη συμπεριφορά, επειδή αναμίχθηκαν με τους άντρες στις διαδηλώσεις της πρωτεύουσας Σανάα, καθώς και στο Τάιζ και το Άντεν. Ήταν η πρώτη φορά που επίσημα πολιτικά χείλη άνοιξαν το θέμα της θέσης των γυναικών στις διαμαρτυρίες σε όλο τον αραβικό κόσμο. Φυσικά μια τέτοια δήλωση προκάλεσε την οργή, ειδικά των γυναικών της νότιας Υεμένης που πρόλαβαν το καθεστώς πριν το ’90. Πολλές απ’ αυτές μεγάλωσαν στη Λαϊκή Δημοκρατία της Υεμένης, ένα «κομμουνιστικό» καθεστώς που ήταν στοιχειωδώς εξισωτικό σε θεσμικά ζητήματα φύλου και σε γενικές γραμμές υποστήριζε τα δικαιώματα των γυναικών. Οι γυναίκες αυτές δεν είχαν υποστεί τα συντηρητικά πρότυπα, μέχρι ο Σάλεχ να ενώσει τη Βόρεια και τη Νότια Υεμένη το 1990. Το αποτέλεσμα ήταν ακόμα πιο οργισμένες διαδηλώσεις. Οι γυναίκες της Υεμένης, όχι μόνο δεν πτοήθηκαν από την προσπάθεια του προέδρου να επικαλεστεί τα ισλαμικά ήθη για να τις αποκλείσει από τη δημόσια σφαίρα, αλλά του επέστρεψαν την κατηγορία. Δεδομένου ότι η αμφισβήτηση της τιμής μιας άγαμης γυναίκας στον αραβικό κόσμο είναι κορυφαίο ζήτημα, τον κατηγόρησαν ότι σπιλώνει την τιμή τους. Ο Σάλεχ αναγκάστηκε να αναδιπλωθεί και να δηλώσει ότι απλά αναρωτιόταν φωναχτά πως είναι δυνατόν η μουσουλμανική αντιπολίτευση να επιτρέπει τέτοιες διαδηλώσεις.
Ο περίφημος δυτικός κόσμος έχει πιάσει πολλές φορές στο στόμα του αυτές τις γυναίκες για να δικαιώσει τον αντιμουσουλμανισμό του. Συχνά είχε και συμβουλές «απελευθέρωσης» ή παράπονα για την παθητικότητα τους. Τώρα που παίρνουν τις ζωές τους στα χέρια τους, έχει να αντιτάξει μόνο σιωπή και αδιαφορία (όταν δε βοηθάει στη σφαγή τους). Ευτυχώς οι γυναίκες των αραβικών εξεγέρσεων δε βγήκαν στο δρόμο για να αποδείξουν κάτι. Δε χρωστάνε καμία εξήγηση: χτίζουν το μέλλον τους, βασισμένες στις δικές τους ανάγκες, επιλογές και προτεραιότητες. Ακόμα κι όταν τα οδοφράγματα απομακρυνθούν, ακόμα κι αν δεν έχουν όλες οι εξεγέρσεις τη (σχετική) τύχη της Τυνησίας και της Αιγύπτου, ακόμα κι όταν απομακρυνθούν τα φώτα των διεθνών μήντια, οι γυναίκες αυτές θα μείνουν εκεί: θα εξακολουθήσουν να ζουν, να αγωνιούν και να μάχονται. Το μέλλον τους μπορεί να έχει περισσότερο θάνατο, περισσότερη βία, περισσότερη υποτίμηση. Αλλά οι πραγματικά χαμένες (και χαμένοι) δε θα βρίσκονται εκεί. Θα βρίσκονται εδώ, αφού κανείς δε θα μιλήσει για «νέο φεμινισμό» και για «μεγαλειώδες κίνημα γυναικών». Θα βρίσκονται εδώ, όσο οι πληβείοι των δυτικών μητροπόλεων δε θα αναγνωρίζουν κάτι από τον εαυτό τους σ’ αυτές τις εξεγερμένες γυναίκες.
|
|