|
|
Αίγυπτος: οδόφραγμα (και) στην ισλαμοφοβία
Οι μέρες που ακολούθησαν την 25η Ιανουαρίου και την εξέγερση στην Αίγυπτο ξαφνιάσανε (ευχάριστα ή δυσάρεστα) τα μάτια των δυτικών πρωτοκοσμικών. Τα φώτα της δημοσιότητας, την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, έχουν αφήσει πλέον την πλατεία Ταχρίρ και τώρα δείχνουν στην Τρίπολη, με λοξές ματιές στο Μπαχρέιν και στην Υεμένη. Και οι υπήκοοι του πρώτου κόσμου συνεχίζουν να αναρωτιούνται για το πώς ξεσηκώθηκαν «όλοι αυτοί». Για το πώς αψηφούνε «αυτά» τα σώματα τις μηχανές του θανάτου. Πώς μπορούν «αυτοί» οι ξεγραμμένοι να είναι τόσο ζωντανοί. Έχουν χυθεί τόνοι μελάνι για να δοθούν απαντήσεις σ’αυτά τα ερωτήματα. Όλη αυτή η φλυαρία όμως λιγότερο εξηγεί το γιατί συμβαίνουν όλα αυτά και περισσότερο μαρτυρά την αμηχανία και την έκπληξη μπροστά σε γεγονότα που δεν είχε προβλέψει κανείς. Είναι μία ακόμη περίπτωση στην οποία οι δυτικοί, ειδικοί και μη, απέδειξαν ότι έτρωγαν το παραμύθι που προόριζαν για πούλημα. Η περίφημη «δυτική ματιά» εγκλωβίστηκε στα δόγματα που τόσο μόχθησε να καταστήσει καθολικά και αναμφισβήτητα.
Ανάμεσα στα στερεότυπα που συγκροτούν τέτοια δόγματα και τελικά νομιμοποιούν την ισλαμοφοβία, κομβική θέση έχουν όσα αφορούν τη σχέση των μουσουλμάνων με την πολιτική. Παρ’ όλο που το Ισλάμ λειτούργησε πολλές φορές στο παρελθόν περισσότερο σαν πολιτική φιλοσοφία παρά σαν θεο-λογία, το δυτικό φαντασιακό αρνείται να αναγνωρίσει χαρακτηριστικά πολιτικού υποκειμένου στους μουσουλμάνους. Γι’ αυτό και δεν μπορεί να αποδεχτεί ότι πίσω από τέτοια γεγονότα μπορεί να υπάρχουν ψήγματα πολιτικής οργάνωσης, ότι υπάρχει κάποια στρατηγική ή ένα πολιτικό σχέδιο. Αν και ο όρος πολιτικό Ισλάμ έχει δεκαετίες ιστορίας, όταν μεταγράφεται στις καθημερινές αναπαραστάσεις, δηλώνει κάτι πολύ διαφορετικό, σίγουρα κατώτερο από αυτό που έχουμε συνηθίσει να θεωρούμε πολιτικό στη Δύση. Κι αυτό ισχύει, είτε συζητάμε για το Ισλάμ σα μορφή πολιτικής εξουσίας, δηλαδή για τα ισλαμικά καθεστώτα, είτε για το Ισλάμ σαν πολιτική δύναμη αντιπολίτευσης σε άλλα καθεστώτα.
Οι αναπαραστάσεις αυτές της Δύσης για την πολιτική στο μουσουλμανικό κόσμο απορρέουν κατευθείαν από τη γενική παραδοχή ότι το Ισλάμ είναι ένα εξω-ιστορικό και α-χωρικό μόρφωμα. Ιστορική εξέλιξη; Κοινωνικές ιδιαιτερότητες και αντιθέσεις; Ταξική διάρθρωση; Λέξεις άγνωστες για τις μουσουλμανικές κοινωνίες. Αρκεί το ότι εκεί ζουν μουσουλμάνοι, φανατικοί ή μετριοπαθείς, σουνίτες ή σιίτες, αλλά πάντως μουσουλμάνοι. Δεν υπάρχουν λοιπόν προλετάριοι στο Ισλάμ, αλλά μπορεί να υπάρχουν φτωχοί και απελπισμένοι. Κι αυτοί οι κακόμοιροι για κάποιο λόγο αγαπούν τους τυράννους τους. Γιατί δεν μπορούν να λειτουργήσουν σε καθεστώς ελευθερίας και δικαιωμάτων, χρειάζονται ένα στιβαρό ηγέτη και αποζητούν την τυραννία. Γι’ αυτό ακόμα κι όταν τα στερεότυπα προχωράνε πέρα από αυτή τη θεμελιώδη παραδοχή, το μόνο που κάνουν είναι να αποδίδουν στο Ισλάμ δυναστικά και τυραννικά χαρακτηριστικά ή μορφές αρχέγονης και πρωτόλειας πολιτικής οργάνωσης. Κάπως έτσι φαντάζει φυσικό και αναμενόμενο να κυβερνάνε εκεί για δεκαετίες οι ίδιοι γραφικοί ή απολυταρχικοί άρχοντες. Αλλά πρόκειται για φαύλο κύκλο: καθεστώτα σαν αυτά του Μπεν Αλί, του Μουμπάρακ και του Καντάφι, επιβίωναν και επιιβιώνουν, χάρη και στη στήριξη της Δύσης, την ίδια στιγμή που η μακροημέρευσή τους αποδείκνυε ότι οι μουσουλμάνοι είναι ανάξιοι για τη δημοκρατία. Μ’ αυτόν τον τρόπο η «ανάπτυξη», η αλλαγή και η πρόοδος έχουν καταστεί έννοιες ξένες για το μουσουλμανικό κόσμο. Η Δύση διευκολύνεται να τοποθετεί το Ισλάμ στην προ διαφωτισμού και δημοκρατίας εποχή, πάντα σε συνάρτηση με τη δικιά της ιστορία. Διευκολύνεται να το συγκρίνει με το μεσαιωνικό, παραδοσιακό, θρησκόληπτο παρελθόν της.
Αυτή η οπτική δεν εξηγούσε μόνο τις δεκαετίες κυριαρχίας δικτατόρων- δεινοσαύρων αλλά και την άνοδο του ισλαμισμού ή την επικράτησή του (βλ. Ιράν). Ακόμα ακόμα φιλοδοξούσε να εξηγήσει σε πρώτο χρόνο και τις εξεγέρσεις. Γιατί εστίαζε στο «θυμικό» των μουσουλμάνων, τους απέδιδε κίνητρα συναισθηματικά και όχι πολιτικά. Προϋπέθετε ότι πρόκειται για πληθυσμούς που είναι εξ ορισμού ξένοι με την πολιτική όπως την ξέρουμε στη Δύση και κινούνται από μια γκάμα άλλων κινήτρων: το φανατισμό και την οπισθοδρομικότητα, τη μνησικακία και την εκδικητικότητα, την ξεροκεφαλιά και τη μονολιθικότητα, την οργή και την απελπισία. Χάρη στην έμφαση στο ψυχο-συναισθηματικό υπόβαθρο, είναι δυνατόν να αποδίδονται στην ίδια μυθική στερεοτυπική φιγούρα πολύ διαφορετικές εκδοχές συμπεριφορών. Μόνο έτσι μπορεί να συνυπάρχει η εικόνα του συντηρητικού, μοιρολατρικού, υποτακτικού μουσουλμάνου με αυτή του φανατικού, συνωμοτικά εξαπλούμενου, οργισμένου Ισλάμ. Σε κάθε περίπτωση υπάρχουν κάποια κοινά χαρακτηριστικά που αφορούν τους πάντες και εξηγούν πολλά διαφορετικά φαινόμενα: από τους Ταλιμπάν, το Ιράν και τη Χαμάς μέχρι τους Αιγύπτιους, τους Λίβυους και τους Σομαλούς: η ροπή προς τον απολυταρχισμό, ο μη διαχωρισμός θρησκείας και κράτους, η λογοκρισία, η εχθρότητα προς την «ευημερία» και την ανάπτυξη. Ακόμα και στις περιπτώσεις που το Ισλάμ έφτανε να λειτουργήσει σαν «πολιτικό σχέδιο», η θεωρία αυτή θα μπορούσε να το παρουσιάζει σαν μία προσκόλληση σε ιερά κείμενα και νόμους, που επικρατεί χάρη στο φανατισμό και την πονηριά των εκπροσώπων του.
Όλα αυτά φυσικά δεν είναι καν καινούρια. Τέτοια στερεότυπα ήταν πολύ χρήσιμα στον κλασικό οριενταλισμό για να συκοφαντεί τα αντιαποικιορατικά κινήματα. Κι επιβίωναν για να δίνουν απαντήσεις, κάθε φορά που υπήρχε ανάγκη: από την Ιντιφάντα μέχρι το νέο ισλαμικό ριζοσπαστισμό, και από τη Χαμάς μέχρι τα ξεσπάσματα των αράβων μεταναστών στις δυτικές μητροπόλεις. Να όμως που βεβαιότητες δεκαετιών γκρεμίστηκαν ή τουλάχιστον κλονίστηκαν, χάρη στις εξεγέρσεις στον αραβικό κόσμο. Σε πρώτο χρόνο τα δυτικά μήντια κατέφυγαν σε τέτοιου είδους ερμηνείες: από τον «οργισμένο και απελπισμένο όχλο» μέχρι τους φανατικούς που θέλουν να εγκαθιδρύσουν ισλαμικά καθεστώτα. Κι όταν αυτές οι ερμηνείες αποδείχτηκαν φτωχές, ειδικά όταν οι Αιγύπτιοι έδειξαν ότι δε θα εγκαταλείψουν μπροστά στην επιμονή του Μουμπάρακ, ο δυτικός θεαματικός μονόλογος έκανε στροφή. Ήταν σαν να έλεγε: Αφού εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με φανατισμένους ισλαμιστές και αφού οι μουσουλμάνοι είναι εξ ορισμού ανίκανοι να απαιτήσουν δημοκρατία, ειρήνη και δικαιοσύνη, τις «δυτικές» αξίες, αφού δεν πρόκειται για ένα προσωρινό ξέσπασμα που μπορούμε να προσπεράσουμε, αφού σε τελική ανάλυση δεν μπορούμε παρά να επενδύσουμε με θετικό τρόπο τις εξεγέρσεις αυτές, θα τις αποδώσουμε στα δικά μας δημιουργήματα.
Σ’ αυτό το πλαίσιο μπορεί να τοποθετηθεί η εξοργιστική εμμονή με το ρόλο που έπαιξαν τα social media στις εξεγέρσεις στον αραβικό κόσμο, εμμονή που έφτασε στο σημείο να αποκαλούνται «εξεγέρσεις του facebook και του twitter». Δεν είναι μόνο μία ακόμα ευκαιρία να «καθρεφτιστούν» οι δυτικές κοινωνίες και να δουν τον εαυτό τους σε γεγονότα με τα οποία δεν έχουν καμία σχέση. Είναι ακόμα περισσότερο μία προσπάθεια να υποτιμήσουν το ρόλο παραδοσιακών δυνάμεων που έχουν συκοφαντήσει στο παρελθόν και να αναδείξουν τα δικά τους επιτεύγματα. Έτσι οι εξεγερμένοι δεν είναι «μουσουλμάνοι»: είναι οι πεφωτισμένοι ακούσιοι εκπρόσωποι της δύσης στον αραβικό κόσμο, bloggers και χρήστες του facebook. Η εξοικείωση των νεολαιίστικων υποκειμένων με τα νέα social media και το internet στον αραβικό κόσμο, έπαιξε σίγουρα το ρόλο της στις εξεγέρσεις αυτές, όπως άλλωστε και η ενημέρωση από υπερεθνικά τηλεοπτικά δίκτυα όπως το Al Jazeera. Δεν μπορεί όμως να εξηγήσει τη διάρκεια και την επιμονή των εξεγέρσεων, ούτε το πώς αυτές συνεχίστηκαν παρά το επικοινωνιακό black out που επιβλήθηκε σε πολλές περιπτώσεις (στην Αίγυπτο ήδη από την Τρίτη μέρα). Πολύ περισσότερο δεν μπορεί να εξηγήσει το πώς χιλιάδες άνθρωποι αγνόησαν και συνέχισαν για μέρες να αγνοούν το φόβο, όχι για τα δακρυγόνα και την καταστολή, αλλά για την ωμή βία και το θάνατο. Στην καλύτερη περίπτωση τα νέα media ήρθαν να εξυπηρετήσουν κοινωνικές σχέσεις και δομές αλληλεγγύης που προϋπήρχαν και είναι μακρινές, αν όχι άγνωστες, ακόμα και για τους καλύτερους ανάμεσα στους πρωτοκοσμικούς χειροκροτητές.
Όσο είναι βέβαια αλήθεια ότι οι εξεγέρσεις δεν είναι ένα «υποπροϊόν» του internet και της google, άλλο τόσο αλήθεια είναι ότι δεν πρόκειται για γεγονότα τα οποία πυροδότησαν ισλαμιστές ή ότι η κατάληξή τους μπορεί να είναι η εγκαθίδρυση ενός ισλαμικού καθεστώτος τύπου Ιράν. Αν ίσχυε αυτό το δεύτερο, είναι βέβαιο ότι θα είχε αξιοποιηθεί κατάλληλα από τη Δύση. Στην πράξη ελάχιστοι μπορούν να το υποστηρίξουν χωρίς να γελοιοποιηθούν: ενδεικτικό είναι ότι τον μπαμπούλα του ισλαμισμού χρησιμοποίησε ο Καντάφι στο παραλήρημά του, ανάμεσα σε άλλες γραφικότητες και ακρότητες (1). Δε χρειάζονται βαθυστόχαστες αναλύσεις για να αποδειχτεί ότι τελικά ο «ισλαμικός κίνδυνος» ήταν καμένο χαρτί. Αρκούν ορισμένες απλές εικόνες που έρχονταν καθημερινά από τις εξεγέρσεις. Οι χριστιανοί να περιφρουρούν την προσευχή των μουσουλμάνων και οι μαντηλοφορούσες να διαδηλώνουν πλάι σε νεολαίους με δυτικό λουκ και τεχνοφρίκ (2).
Θ’ αναρωτιέται κανείς μετά απ’ όλα αυτά: Κανένα ρόλο δεν έπαιξε το Ισλάμ στις εξεγέρσεις; Που είναι η περίφημη ισλαμική αφύπνιση και το πολιτικό Ισλάμ; Είναι τόσο υπερτιμημένος ο ρόλος των οργανώσεων των μουσουλμάνων; Όχι ακριβώς. Αλλά ακόμα και να βάλουμε στο κέντρο της προσοχής το Ισλάμ, όπως εκφράζεται μέσα από οργανώσεις σαν την Μουσουλμανική Αδελφότητα, τότε θα βρούμε στοιχεία που απέχουν από τα στερεότυπα όσο και το twitter: πολιτικές τακτικές, εξέλιξη, προσαρμοστικότητα και ζυγισμένη συμμετοχή. Αξίζει γι’ αυτό το λόγο μια πιο αναλυτική αναφορά στην ιστορία και το ρόλο της συγκεκριμένης οργάνωσης στην Αίγυπτο.
Η Μουσουλμανική Αδελφότητα
Η Μουσουλμανική Αδελφότητα είναι η πιο παλιά ισλαμική πολιτική ομάδα, το ισλαμιστικό κίνημα με τη μεγαλύτερη επιρροή, ειδικά στον αραβικό κόσμο. Ενώ ιδρύθηκε στην Αίγυπτο και έχει αξιοσημείωτη δράση εκεί, πρόκειται για «υπερεθνικό» οργανισμό. Από την ίδρυσή της το 1928, παρ’ όλο που έχει ως διακηρυγμένο στόχο την εγκαθίδρυση του ισλαμικού κράτους, έχει αποκηρύξει τα βίαια μέσα. Ολόκληρη η ιστορία της είναι μια διαδοχή από περιόδους που συνεργάζεται με το καθεστώς ή άλλες πολιτικές δυνάμεις και περιόδους όπου κυνηγιέται και καταστέλλεται. Ίσως γι’ αυτό κατάφερε να διατηρήσει την πολιτική επιρροή της, ακόμα και τα τελευταία χρόνια που στην Αίγυπτο ήταν ουσιαστικά απαγορευμένη από το καθεστώς Μουμπάρακ.
Πιο συγκεκριμένα, αύξησε την επιρροή της χάρη στη συμμετοχή της στον αγώνα εναντίον των Βρετανών αλλά και χάρη στην κοινωνική της δράση τη δεκαετία του ’30. Ξεκίνησε σαν κοινωνικός οργανισμός που κήρυττε το Κοράνι, έστηνε σχολεία και νοσοκομεία, ακόμα και εμπορικές επιχειρήσεις. Ανεξάρτητα από τη σχέση που είχε με τα συνδικάτα, που δεν ήταν πάντα φιλική, υποστήριζε από την αρχή τα δικαιώματα των εργατών ενάντια στις ξένες εταιρείες και τα μονοπώλια. Χάρη σ’ αυτή τη δράση κατάφερε μέσα σε δύο χρόνια να αυξήσει τα μέλη της από οκτακόσια το 1936 σε διακόσιες χιλιάδες το 1938. Ήταν την ίδια περίοδο που προσπάθησε να χτίσει ένα είδος Ισλαμικής Διεθνούς με την ίδρυση ομάδων στη Συρία, το Λίβανο και την Ιορδανία.
Παρ’ όλο που η Μουσουλμανική Αδελφότητα βοήθησε ενεργά την ανατροπή του βασιλιά Φαρούκ και το κίνημα των «ελεύθερων αξιωματικών» το 1952, δύο χρόνια μετά κατηγορήθηκε ότι προσπάθησε να δολοφονήσει τον Γκαμάλ Αμπντέλ Νάσερ, ηγέτη της επανάστασης, αρχηγό τότε της αιγυπτιακής κυβέρνησης και μετέπειτα πρόεδρο. Εξαιτίας των κατηγοριών αυτών, τις οποίες αρνούνταν, κυνηγήθηκε άγρια τουλάχιστον μέχρι το 1970, με συλλήψεις, βασανισμούς και απαγόρευση. Παρέμεινε όμως η μεγαλύτερη αντιπολιτευτική ομάδα στην Αίγυπτο, προωθώντας την ισλαμική μεταρρύθμιση και διατηρώντας ένα τεράστιο δίκτυο υποστήριξης , με πολλές δομές φιλανθρωπίας ανάμεσα στους φτωχούς Αιγύπτιους ή με μεγάλες μουσουλμανικές φοιτητικές οργανώσεις ειδικά τις δεκαετίες του ’70 και του ‘80.
Από το 1984 η οργάνωση ακολούθησε τη στρατηγική της πολιτικής συμμετοχής με ανεξάρτητους υποψήφιους σε τοπικές και βουλευτικές εκλογές και σταδιακή αύξηση των ποσοστών της, παρά τα διάφορα τεχνάσματα του καθεστώτος, τον εκφοβισμό των ψηφοφόρων και τη νοθεία. Αποκορύφωμα της επιτυχίας ήταν βέβαια η ιστορική εκλογική αναμέτρηση του 2005, όταν κέρδισε 88 έδρες, παρ’ όλο που οι εκλογές σημαδεύτηκαν από σειρά παρανομιών, με κορυφαίες τις συλλήψεις μελών της οργάνωσης.
Η εκλογική επιτυχία της Μουσουλμανικής Αδελφότητας επιβεβαίωσε τη στροφή της προς πιο μετριοπαθείς κατευθύνσεις. Η στάση των εκλεγμένων βουλευτών διέψευσε όσους προέβλεπαν ότι αποκλειστικός στόχος της θα ήταν η προσπάθεια να επιβληθούν περιορισμοί στην ελευθερία γνώμης και να ενθαρρυνθεί η καταπίεση των γυναικών και των Χριστιανών Κοπτών. Όχι μόνο οι μουσουλμάνοι βουλευτές δεν ασχολήθηκαν με «την απαγόρευση βιβλίων και το μάκρος της φούστας» αλλά προσανατολίστηκαν σε μία ατζέντα πολιτικής μεταρρύθμισης. Τελικά η Αδελφότητα λειτούργησε ως το μόνο αληθινό κόμμα και προσπάθησε να μετασχηματίσει το αιγυπτιακό κοινοβούλιο σε ένα θεσμό που αντιπροσωπεύει τους πολίτες και ελέγχει την κυβέρνηση, δεδομένου ότι την εποχή Μουμπάρακ η βουλή ήταν ένα τυπικό υποχείριο του καθεστώτος. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν η δημιουργία ενός σημαντικού αντιπολιτευτικού μπλοκ ενάντια στην επέκταση του νόμου έκτακτης ανάγκης, για τις ανάγκες του οποίου συνεργάστηκαν και με άλλες αντιπολιτευτικές δυνάμεις. Οι βουλευτές της Αδελφότητας βοήθησαν στη συγκρότηση των 113 «αντιπροσώπων ενάντια στο νόμο έκτακτης ανάγκης» και συνεργάστηκαν με το κίνημα kifaya και με καθηγητές πανεπιστημίου.
Η στροφή στην πολιτική τους δεν καταγράφηκε μόνο στη στάση τους στο κοινοβούλιο αλλά και στη συνεργασία τους με τους αριστερούς. Ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ’90 και με αφορμή διαδηλώσεις ενάντια στους αμερικάνους ή υπέρ των παλαιστινίων, η Μουσουλμανική Αδελφότητα βρέθηκε να συζητάει με νέες τάσεις αριστερών, όπως οι «επαναστάτες σοσιαλιστές». Η ραχοκοκαλιά των δράσεων αλληλεγγύης στην παλαιστινιακή Ιντιφάντα ήταν φοιτητές γύρω στα 20, γι’αυτό το λόγο και δεν έφεραν το βάρος της ιστορικής αντιπαλότητας μεταξύ αριστερών και ισλαμιστών και μεταξύ φραξιών της Αριστεράς. Στο μεταξύ, το προφίλ του μέσου νεολαίου της Αδελφότητας είχε υποστεί το δικό του μετασχηματισμό, καθιστώντας ένα σημαντικό αριθμό της νεολαίας ανοιχτό στο συντονισμό με κοσμικές ομάδες. Επιπλέον η κοινοβουλευτική δραστηριότητα συνεπεσε και με μία νέα εποχή cyber ακτιβισμού: πολλά μέλη της Αδελφότητας, ειδικά από τις νεώτερες γενιές, έφτιαξαν blog στα οποία μάλιστα συχνά ασκούσαν κριτική στην οργάνωση π.χ. για τη στάση της απέναντι στις γυναίκες. Τέτοιες τάσεις μπορεί να φαντάζουν περίεργες ή πρωτοποριακές, μόνο αν κάποιος έχει στο μυαλό του μια κλειστή, μονολιθική οργάνωση. Η αλήθεια είναι ότι πρόκειται για μια οργάνωση με εκατοντάδες χιλιάδες μέλη και με ευρεία απήχηση στη μεσαία τάξη και στους μορφωμένους Αιγύπτιους. Δεν είναι μια κάποια αόριστη ροπή της νεολαίας προς την πρόοδο που επέτρεψε αυτό το μετασχηματισμό, αλλά η ίδια η πολιτική σύνθεση και εμπειρία της Μουσουλμανικής Αδελφότητας.
Ίσως γι’ αυτό το λόγο, την επιτυχία στις εκλογές του 2005 διαδέχτηκε μία από τις χειρότερες περιόδους αντι-Ισλαμικής καταστολής από τη δεκαετία του ’60. Φυλάκιση χιλιάδων μελών, κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων και κλείσιμο ελεγχόμενων επιχειρήσεων ήταν κάποιες από τις κινήσεις του καθεστώτος για να διαγράψει από τον πολιτικό χάρτη την Μουσουλμανική Αδελφότητα. Το αποκορύφωμα ήταν οι εκλογές του 2010 με την άνευ προηγουμένου νοθεία όπου έχασαν και τις 88 έδρες που είχαν κερδίσει. Μάλιστα μποϋκόταραν το δεύτερο γύρο εκλογών σε συνεργασία με άλλες αντιπολιτευτικές δυνάμεις, δίνοντας έτσι στο κόμμα του Μουμπάρακ την απόλυτη πλειοψηφία. Η καταστολή επιτάχυνε τον πολιτικό και οργανωτικό μετασχηματισμό της οργάνωσης, αφού το ζήτημα των ανθρώπινων δικαιωμάτων κέρδισε θέσεις στην ατζέντα τους, αναζητήθηκαν νέες συμμαχίες και νέοι τρόποι επικοινωνίας, ενώ ευνοήθηκε η παρασκηνιακή και υπόγεια δράση.
Τα στιγμιότυπα αυτά της εξέλιξης της Μουσουλμανικής Αδελφότητας (ειδικά αν ιδωθούν πλάι στις απεργίες και τα νεολαιϊστικα κινήματα των τελευταίων χρόνων) διαλύουν την ομίχλη του αυθόρμητου ξεσπάσματος και του ξαφνικού ξυπνήματος. Η εξέγερση ενάντια στο καθεστώς Μουμπάρακ δεν ήρθε από το πουθενά, ήταν αποτέλεσμα μακρόχρονων πολιτικών, κοινωνικών και ιδεολογικών διεργασιών. Αυτές οι διεργασίες και εντάσεις δεν άφησαν ανεπηρέαστη και τη μεγαλύτερη ισλαμική οργάνωση στην Αίγυπτο. Αντίθετα διαμόρφωσαν τη στρατηγική της και καθόρισαν τη στάση της τις μέρες της εξέγερσης. Από την αρχή η Μουσουλμανική Αδελφότητα γνώριζε ότι όντας η μεγαλύτερη αντιπολιτευτική δύναμη, θα μπει αμέσως στο στόχαστρο της ρητορικής του Μουμπάρακ και των διεθνών μήντια. Γι’ αυτό δεν προσπάθησε να μπει στην κεφαλή της εξέγερσης ή να εκμεταλλευτεί την αναταραχή για να πάρουν την εξουσία, όπως προέβλεπαν οι γνωστοί «κινδυνολόγοι». Αντίθετα υιοθέτησε μια διακριτική και μάλλον υπόγεια στάση. Μάλιστα στην αρχή η οργάνωση απέφυγε να πάρει ξεκάθαρη θέση υπέρ των διαδηλωτών και να καλέσει στην κινητοποίηση της 25ης Ιανουαρίου, αλλά όπως αποδείχτηκε επρόκειτο για υπολογισμένη τακτική. Με παρόμοιο τρόπο μπορεί να εξηγηθεί και το ότι άφησαν να εμφανιστεί σαν ηγετική μορφή κοινής αποδοχής, ο σεβαστός στη Δύση Ελ Μπαραντέι.
Το ίδιο αθόρυβη ήταν και η οργανωτική δουλειά στην πλατεία Ταχρίρ. Από την περιφρούρηση μέχρι την παροχή των αναγκαίων (νερό και φαγητό), μέχρι τον έλεγχο της πλατείας και την εγγύηση ότι τα μέλη της Αδελφότητας θα είναι παρόντα στις διαδηλώσεις, ανέλαβε καθήκοντα κρίσιμα μεν για τη διατήρηση της εξέγερσης αλλά χωρίς να αναλαμβάνει την εμφανή καθοδήγησή της. Γι’ αυτό και μέσα σε ένα πνεύμα ενότητας, συνεργάστηκε με τα άλλα κόμματα αλλά και τα νεολαιϊστικα κινήματα όπως το κίνημα 6ης Απρίλη, ειδικά όταν χρειάστηκε να παρθούν αποφάσεις και να μοιραστούν αρμοδιότητες (π.χ. όταν έπρεπε να αποφασιστεί η νέα στρατηγική με την περικύκλωση του προεδρικού μεγάρου, μετά τη δεύτερη άρνηση του Μουμπάρακ να παραιτηθεί, μία μέρα πριν την τελική του πτώση). Ακόμα και σήμερα που ο Μουμπάρακ είναι παρελθόν, η οργάνωση διατηρεί τα διακριτική στάση, δηλώνοντας ότι δεν θα έχει υποψήφιο στις επερχόμενες προεδρικές εκλογές.
Επίλογος
Είναι νωρίς για να προβλέψουμε που θα οδηγήσουν οι εξεγέρσεις που συγκλονίζουν τον αραβικό κόσμο. Είναι πολλοί ακόμα αυτοί που στους Τυνήσιους και τους Αιγύπτιους δεν είδαν μια εξαίρεση, αλλά τους εαυτούς τους. Είναι βέβαιο όμως ότι πλάι στις γεωπολιτικές και ενεργειακές αγωνίες, η Δύση ήδη μετράει τις ρωγμές στο ιδεολογικό της οπλοστάσιο. Όχι, δεν ήρθε το τέλος της ισλαμοφοβίας, μια τέτοια ιδεολογία θα βρει τρόπους να ανασυγκροτηθεί και να αντεπιτεθεί.
Προς το παρόν όμως η πρωτοκοσμική αλαζονεία δεν έχει παρά να λουφάξει και να σταθεί αμήχανη απέναντι στους πληβείους αυτής της μεριάς του πλανήτη που απέδειξαν ότι αξίζουν κάτι περισσότερο από την περιφρόνηση και (στην καλύτερη περίπτωση) τον οίκτο. Απέδειξαν ήδη με τρόπο εκκωφαντικό ότι αξίζουν το θαυμασμό. Η αξιοπρέπεια και η περηφάνεια δεν θα είναι πια ένα υπόγειο μυστικό στις αραβικές κοινωνίες, αλλά μια αναπόδραστη πραγματικότητα που θα εξακολουθήσει να γεννά αγώνες και να εμπνέει. |
|