|
|
Η μεγάλη ισλαμοφοβική σταυροφορία
Εννιά χρόνια μετά την 11η 9ου, η υστερία για τους μουσουλμάνους έχει κυριεύσει τη χώρα. Παράλληλα, εξελίσσεται ένα βίαιο ξέσπασμα με εμπρηστικές επιθέσεις σε τζαμιά, καμπάνιες για να σταματήσει η κατασκευή τους και στιγματισμό της υπερβολικά μετριοπαθούς Μουσουλμανο-αμερικανικής κοινότητας σαν θερμοκήπιο εν δυνάμει τρομοκρατών για στρατολόγηση. Ο παροξυσμός έχει εξαπλωθεί από την ύπαιθρο του Τενεσή ως την πόλη της Νέας Υόρκης, την ίδια στιγμή που στην Οκλαχόμα, οι ψηφοφόροι ενέκριναν με σαρωτική πλειοψηφία την απαγόρευση της εφαρμογής του νόμου της Σαρία σε αμερικάνικα δικαστήρια (όχι πως υπήρχε τέτοια προοπτική). Αυτή η εκστρατεία Ισλαμοφοβίας έβλαψε πολιτικά τον πρόεδρο Ομπάμα, αφού ένας στους πέντε αμερικάνους «τσίμπησαν» στην επίμονη φημολογία για την υποτιθέμενη μυστική πίστη του στο Ισλάμ. Και ίσως σπίλωσε τις απόψεις για τους μουσουλμάνους γενικά: τον Αύγουστο του 2010 μία έρευνα αποκάλυψε ότι οι δείκτες «εύνοιας» των αμερικάνων απέναντι στους μουσουλμάνους έπεσαν κατά 11 μονάδες από το 2005.
Επειδή ακριβώς ξεσπάει τόσα χρόνια μετά το τραύμα της 11ης Σεπτέμβρη, αυτή η όξυνση της αντιμουσουλμανικής μισαλλοδοξίας μπορεί να μοιάζει ετεροχρονισμένη και απροσδόκητα αυθόρμητη. Αλλά σκεφτείτε το καλύτερα: είναι ο καρπός μιας οργανωμένης, μακρόχρονης εκστρατείας από μία συνομοσπονδία ακροδεξιών πρωτοβουλιών που επικεντρώθηκαν στην Ισλαμοφοβία λίγο μετά τις επιθέσεις στους δίδυμους πύργους, αλλά πέτυχαν να συγκινήσουν μια κρίσιμη μάζα, μόνο κατά τη διάρκεια της εποχής Ομπάμα. Ήταν τότε που οι χολωμένες συντηρητικές δυνάμεις που έχασαν την εξουσία το 2008, προσπάθησαν με αξιοσημείωτη επιτυχία να μετατρέψουν την πολιτιστική δυσαρέσκεια σε πολιτική και κομματική επιρροή.
Αυτό το δίκτυο είναι ψυχαναγκαστικά καθηλωμένο στην υποτιθέμενη διάδοση της μουσουλμανικής επιρροής στην Αμερική. Ο μηχανισμός του εκτείνεται σε διάφορες περιοχές, από τους ακτιβιστές του Tea Party εδώ μέχρι την Ευρωπαϊκή ακροδεξιά. Συσπειρώνει γύρω από «κοινούς σκοπούς» ακροδεξιούς υπερ-Σιωνιστές, χριστιανούς ευαγγελιστές και βρετανούς χούλιγκανς. Απηχεί μια επιθετική «ευαισθησία» υπέρ του Ισραήλ, με τους βασικούς του υποστηρικτές να αντιμετωπίζουν το εβραϊκό κράτος σαν ένα Fort Apache στη Μέση Ανατολή, στην πρώτη γραμμή του Παγκοσμίου Πολέμου ενάντια στην Τρομοκρατία και να προτρέπουν τις ΗΠΑ και τις διάφορες ευρωπαϊκές δυνάμεις να μιμηθούν τις τυραννικές μεθόδους του.
Καθόλου συγκυριακή δεν είναι η πρόσφατη αμερικάνικη Ισλαμοφοβία (με έμφαση στο «φοβία»). Χρόνια πριν οι εξαγριωμένοι οπαδοί του Tea Party συγκεντρωθούν μαζικά έξω από την προτεινόμενη τοποθεσία του Ισλαμικού κοινοτικού κέντρου στο Lower Manhattan, οι αντιπρόσωποι του Ισραηλινού Λόμπυ και του Εβραιο-Αμερικάνικου κατεστημένου είχαν ξεκινήσει μία εκστρατεία ενάντια στον φοιτητικό φιλο-παλαιστινιακό ακτιβισμό, που αποδείχτηκε το φυτώριο για όσα θα ακολουθούσαν. Εκείνη η εκστρατεία γρήγορα – και ίσως αναμενόμενα – μορφοποιήθηκε σε μία σειρά από σταυροφορίες ενάντια σε τζαμιά και ισλαμικές σχολές που με τη σειρά τους προσέλκυσαν ένα ανομοιογενές σύνολο από σκοτεινούς, αλλά εξαιρετικά δραστήριους ακτιβιστές στις γραμμές του δικτύου.
Εκτός από το να προσφέρουν την αρχική ενέργεια για την Ισλαμοφοβική εκστρατεία, τα συντηρητικά στοιχεία του φιλο-Ισραηλινού λόμπι χρηματοδότησαν το μηχανισμό του δικτύου, δίνοντάς του τη δυνατότητα να ξεκινήσει ένας πανεθνικός διάλογος. Συγκεκριμένα ήταν ένας «φιλάνθρωπος» που έδωσε την αρχική ώθηση στην εκστρατεία. Είναι ένας σχετικά άγνωστος επιχειρηματίας της ασφάλειας λογισμικού που λέγεται Ώμπρευ Τσέρνικ. Πρώην μέλος της διοίκησης του Ινστιτούτου για την Εγγύς Ανατολή της Ουάσινγκτον, διετέλεσε μέλος του think tank της Αμερικάνο-Ισραηλινής Επιτροπής (AIPAC).
Η περιουσία του Τσέρνικ δε συγκρίνεται βέβαια με την αντίστοιχη των δισεκατομμυριούχων αδερφών Κοχ, των γιγάντων της εξορυκτικής βιομηχανίας που χρηματοδότησαν ομάδες σχετικές με το Tea Party όπως οι Αμερικάνοι για την Ευημερία. Η περιουσία του είναι επίσης υποτυπώδης σε σχέση με την οικονομική αυτοκρατορία του Χαϊμ Σαμπάν, του Ισραηλινο-Αμερικάνου βαρώνου των μήντια που είναι ένας από τους μεγαλύτερους δωρητές του Δημοκρατικού Κόμματος και πρόσφατα έδωσε σε μια μέρα 9 εκατομμύρια δολάρια για τους Φίλους των Ισραηλινών Ενόπλων Δυνάμεων. Ωστόσο ο Τσέρνικ κατάφερε να προκαλέσει αξιοσημείωτο αντίκτυπο δίνοντας τα λεφτά του στους ανθρώπους και τις ομάδες που είχαν την κατάλληλη επιρροή.
Μέσα από το ίδρυμα Fairbrook, ο Τσέρνικ χρηματοδότησε φιγούρες σαν τον ψευδο-ακαδημαϊκό συγγραφέα Ρόμπερτ Σπένσερ, που είναι γνωστός για το βιβλίο του «Μωάμεθ, ο ιδρυτής της λιγότερο ανεκτικής θρησκείας του κόσμου». Ο Σπένσερ είναι εν πολλοίς υπεύθυνος για την δημοτικότητα θεωριών συνωμοσίας περί της επερχόμενης κατάκτησης της Δύσης από μουσουλμάνους φανατικούς, που προσπαθούν να εγκαθιδρύσουν ένα παγκόσμιο χαλιφάτο. Τέτοιες θεωρίες έχουν σπείρει την αντιμουσουλμανική υστερία απέναντι στις κοινότητες όπου πρόσφατα εγκαταστάθηκαν μετανάστες από τη Μέση Ανατολή. Ίσως το μόνο πράγμα που προκαλεί μεγαλύτερη έκπληξη από την ευρεία απήχηση της ισλαμοφοβίας, είναι το γεγονός ότι μόλις λίγα χρόνια πριν, το φαινόμενο ήταν περιορισμένο σε μερικά πανεπιστήμια και κάποιες γειτονιές και έμοιαζε με ένα περαστικό καπρίτσιο που δεν θα διαρκούσε στο αμερικάνικο πολιτικό τοπίο.
Η γέννηση ενός δικτύου
Η Ισλαμοφοβική σταυροφορία άρχισε να παίρνει σοβαρές διαστάσεις κατά την προεδρία Μπους, όταν οι νεοσυντηρητικοί και οι σύμμαχοί τους είχαν «πάρει τα πάνω τους». Το 2003, τρία χρόνια μετά την κατάρρευση της προσπάθειας του Κλίντον να λύσει το Παλαιστινιακό ζήτημα και αμέσως μετά την εισβολή στο Ιράκ, ένα δίκτυο εβραϊκών ομάδων, από την Αμερικανο-Εβραϊκή Επιτροπή μέχρι το AIPAC, συγκεντρώθηκαν για να αντιμετωπίσουν αυτό που έβλεπαν σαν ξαφνική άνοδο της αλληλεγγύης υπέρ των Παλαιστινίων στα πανεπιστήμια. Αυτή η συνάντηση γέννησε το David Project, μια ομάδα πίεσης που θα επιχειρούσε να «ανακαταλάβει το πανεπιστήμιο, επηρεάζοντας την κοινή γνώμη με διαλέξεις και συμμαχίες». Ο Μάρτιν Κράμερ, μέλος του Ινστιτούτου της Ουάσινγκτον για την Εγγύς Ανατολή, γύρισε ένα ντοκυμαντέρ για το πανεπιστήμιο Columbia. Το βίντεο περιείχε μαρτυρίες εβραίων φοιτητών που ισχυρίζονταν ότι είχαν υποστεί εκφοβισμούς και προσβολές από Άραβες καθηγητές. Το φιλμ απεικόνιζε το τμήμα Μεσανατολικών και Ασιατικών γλωσσών σαν θερμοκήπιο αντισημιτισμού. Οι φοιτητές επικέντρωναν σε μία συγκεκριμένη φιγούρα: στον Τζόζεφ Μασσάντ, έναν παλαιστίνιο καθηγητή, ο οποίος ήταν γνωστός για την οξεία του κριτική στον «ρατσιστικό χαρακτήρα του κράτους του Ισραήλ». Ο συγκεκριμένος καθηγητής κατείχε περίοπτη θέση στο βιβλίο του νεοσυντηρητικού Ντέηβιντ Χόροβιτζ «Οι καθηγητές: οι 101 πιο επικίνδυνοι ακαδημαϊκοί στην Αμερική».
Οι κατηγορίες τελικά κατέπεσαν και οι ισχυρισμοί των φοιτητών δεν επιβεβαιώθηκαν ποτέ. Αλλά το David Project είχε πετύχει μία «ηθική νίκη», αφού επέδειξε την ευχέρειά του στον εκφοβισμό της διοίκησης του πανεπιστημίου. Ενώ το David Project ενίσχυε τις θέσεις του σε πανεπιστήμια σε όλη τη χώρα, ο Κράμερ στράφηκε σ’ ένα άλλο πεδίο: στους δρόμους της Βοστώνης, όπου το 2004 ενορχήστρωσε την αντίθεση στην κατασκευή του Ισλαμικού Πολιτιστικού Κέντρου. Για 15 χρόνια, η Ισλαμική Κοινωνία προσπαθούσε να χτίσει το κέντρο της στην καρδιά του Roxbury, της μεγαλύτερης μαύρης γειτονιάς της Βοστώνης, ώστε να εξυπηρετήσει τον ευμεγέθη μουσουλμανικό πληθυσμό της. Η κατασκευή του τζαμιού έμοιαζε να είναι τελειωμένη υπόθεση αφού είχε πάρει την έγκρισή του δημάρχου, μέχρι που στο προσκήνιο εμφανίστηκε η Boston Herald (ιδιοκτησίας Ρούπερτ Μέρντοχ) και το τοπικό κανάλι Fox News. Άρχισαν να μεταδίδουν ρεπορτάζ πως τα σχέδια του κέντρου αποδείκνυαν μια σαουδαραβική συνωμοσία για να τονωθεί η επιρροή του ριζοσπαστικού Ισλάμ στις ΗΠΑ και πιθανόν για να εκπαιδευτούν τρομοκρατικοί πυρήνες. Αφού αναγκάστηκε να πληρώσει εκατομμύρια δολάρια σε δικαστικούς αγώνες και υπέστη αμέτρητες δόσεις λασπολογίας, η Ισλαμική Κοινωνία της Βοστώνης κατάφερε να χτίσει το κοινοτικό κέντρο το 2008.
|
|
|
|
Το δίκτυο επεκτείνεται
Αυτή η δεύτερη αποτυχημένη εκστρατεία τελικά αφορούσε περισσότερο το χτίσιμο μιας κίνησης και λιγότερο την εθνική ασφάλεια ή το συγκεκριμένο στόχο. Η τοπική σταυροφορία έδωσε μια ιδέα για το πώς μπορεί να δημιουργηθεί υστερία απέναντι στην ίδρυση ισλαμικών κέντρων και τζαμιών σε όλη τη χώρα, ενώ ταυτόχρονα δραστηριοποίησε μια σειρά χαρακτήρων που σχημάτισαν το αντι-μουσουλμανικό δίκτυο που θα τραβούσε την προσοχή τα επόμενα χρόνια.
Το 2007 αυτές οι φιγούρες σχημάτισαν μια νέα συμμαχία, που αυτή τη φορά είχε στο στόχαστρο τη Διεθνή Ακαδημία Χαλίλ Γκιμπράν, ένα κοσμικό δημοτικό Αραβο-Αγγλικό σχολείο στο Μπρούκλυν της Νέας Υόρκης. Ονόμασαν την ομάδα πίεσης Stop the Madrassah (όπου madrassah σημαίνει απλά σχολείο στα αραβικά) και συσπείρωσαν μια σειρά από φανατικούς που δεν έκρυβαν τις ακραίες τους απόψεις για το Ισλάμ. Ο δεδηλωμένος στόχος τους ήταν να αμφισβητήσουν τη λειτουργία του σχολείου στη βάση του ότι παραβιάζει τον διαχωρισμό Εκκλησίας – Κράτους που επιβάλλει το αμερικάνικο σύνταγμα. Ο αληθινός στόχος της συμμαχίας ήταν ωστόσο πεντακάθαρος: να πιέσει την ηγεσία της πόλης να υιοθετήσει ανταγωνιστικές προς την μουσουλμανική κοινότητα θέσεις.
Οι «ακτιβιστές» εστίασαν την προσοχή τους στη διευθύντρια του σχολείου, Ντέμπυ Αλμοντάσερ και την κατηγόρησαν αβάσιμα ότι υποστηρίζει τη τζιχάντ και αρνείται την 11η/9ου. Πρωταγωνιστές στην επίθεση εναντίον της ήταν η Πάμελα Γκέλλερ, μια ακροδεξιά blogger που μόλις τότε αναδείχτηκε και ο Ντάνιελ Πάιπς, ένας νεοσυντηρητικός ακαδημαϊκός που διηύθυνε το think tank Φόρουμ για τη Μέση Ανατολή. Δεδομένου ότι η Αλμοντάσερ είχε στο ιστορικό της ακόμα και συνεργασία με το αστυνομικό τμήμα της Νέας Υόρκης, η επίθεση έμοιαζε κάπως παράξενη. Μέχρι που οι συκοφάντες της ανακάλυψαν μία φωτογραφία, όπου φορούσε ένα μπλουζάκι με τη στάμπα «Intifada NYC». Έτσι κατάφεραν να ανακινήσουν το συναισθηματικό ζήτημα της Ισραηλινο-παλαιστινιακής διαμάχης σε μία εκστρατεία που αφορούσε τη Νέα Υόρκη.
Πριν εκτοξευτούν τίποτα πύραυλοι Κασσάμ από το σχολείο της Αλμοντάσερ, ο πρώην σύμμαχός της και δήμαρχος της Νέας Υόρκης, Μάικλ Μπλούμπεργκ υπέκυψε στην πίεση και της ζήτησε να παραιτηθεί, απειλώντας ότι θα κλείσει το σχολείο. Η Αλμοντάσερ αντικαταστάθηκε αλλά αργότερα δικαιώθηκε από την Επιτροπή Ισότητας στις Επαγγελματικές Ευκαιρίες. Παρ’όλο που τελικά απέτυχε να σταματήσει τη λειτουργία της ακαδημίας, το ραγδαία αναπτυσσόμενο αντι-μουσουλμανικό κίνημα, έχοντας μάθει πώς να επηρεάζει τους ηγέτες της πόλης, στράφηκε σε στόχους υψηλού προφίλ. Όπως έγραψαν τότε οι New York Times: «Η μάχη ενάντια στο σχολείο ήταν μόνο μία αψιμαχία εν όψει μιας πιο ευρείας, πανεθνικής μάχης».
|
|
Εκπρόσωποι του English Defense League σε διαδήλωση ενάντια στο Ισλαμικό Πολιτιστικό Κέντρο στη Νέα Υόρκη.
|
|
Από την απάτη στη δημοσιότητα
Στο τέλος του 2009, οι Ισλαμοφοβικοί πέρασαν πάλι στη δράση όταν η πρωτοβουλία Cordoba, μία μη κερδοσκοπική μουσουλμανική οργάνωση καθοδηγούμενη από τον Φέιζαλ Αμπντούλ Ραούφ, ένα μετριοπαθή ιμάμη που ταξίδευε συχνά στο εξωτερικό εκπροσωπώντας τις ΗΠΑ κατ’ εντολή του State Department, ανακοίνωσε ότι θα έχτιζε ένα κοινοτικό κέντρο στη Νέα Υόρκη. Με τη βοήθεια επενδυτών, η πρωτοβουλία αγόρασε ένα οικόπεδο, δύο τετράγωνα από το Ground Zero στο Μανχάταν. Το οικόπεδο θα περιελάμβανε ένα χώρο για προσευχή καθώς κι ένα μεγάλο κοινοτικό κέντρο που θα ήταν ανοιχτό για οποιονδήποτε στη γειτονιά.
Κανένα από αυτά τα στοιχεία δεν είχε σημασία για την Πάμελα Γκέλλερ. Χάρη σε συνεχείς αναφορές στο blog της, έκανε εθνικό ζήτημα τα κατασκευαστικά σχέδια της Cordoba, προκαλώντας σοβαρές αντιδράσεις από συντηρητικούς που ζητούσαν να προστατευτούν τα «άγια χώματα» από την ύπουλη Σαρία (Το ότι το «τζαμί» δεν θα ήταν ορατό από το Ground Zero και το ότι η γειτονιά ήταν γεμάτη με οτιδήποτε, από στριπτιτζάδικα μέχρι αλυδίσες φαστ φουντ δεν έπαιζε ρόλο). Η Γκέλλερ κέρδισε έτσι την προσοχή που έψαχνε με τακτικές παρουσίες στα παράθυρα των καλωδιακών καναλιών και ειδικά του Fox News.
Ο Ρεπουμπλικάνος πολιτικός Νιουτ Γκίνγκριχ συνέκρινε το κοινοτικό κέντρο με ένα σύμβολο των Ναζί δίπλα στο Μουσείο του Ολοκαυτώματος, ενώ η Σάρα Πέηλιν το αποκάλεσε «μαχαιριά στην καρδιά». Την ίδια στιγμή υποψήφιοι του Tea Party όπως ο Ιλάριο Παντάνο, ένας βετεράνος του Ιράκ που είχε σκοτώσει δύο άοπλους ιρακινούς πυροβολώντας τους 60 φορές, έκαναν την αντίθεση στο Cordoba κεντρικό θέμα στην εκστρατεία τους για τις εκλογές του Κογκρέσου εκατοντάδες μίλια μακριά από το Ground Zero.
Οι ισλαμοφοβικές ομάδες είχαν ελάχιστη απήχηση κατά την προεκλογική εκστρατεία του 2008. Δύο χρόνια αργότερα όμως, αφού οι Ρεπουμπλικάνοι ανέκτησαν τον έλεγχο της Βουλής των Αντιπροσώπων στις ενδιάμεσες εκλογές, το δίκτυο απέκτησε πάλι μαζική επιρροή. Φυσικά ο αποφασιστικός παράγοντας στις εκλογές ήταν η οικονομία. Το γεγονός όμως ότι το χτίσιμο ενός ισλαμικού κέντρου και η φανταστική απειλή του νόμου της Σαρία έγιναν ζητήματα, αντικατοπτρίζει την επιρροή που έχει μια μικρή δράκα «ακτιβιστών». Δείχνει επίσης ότι αν ένας υποψήφιος πρόεδρος που έχει ήδη δαιμονοποιηθεί σαν κρυφο-μουσουλμάνος προσπαθήσει να επανεκλεγεί, οι πιο δραστήριοι ισλαμοφοβικοί θα βρουν ευκαιρία να εισβάλλουν στo προεκλογικό πολιτικό σκηνικό.
Ήδη, η ισλαμοφοβική εκστρατεία έχει φύγει πέρα από τους φιλοισραηλινούς ακροδεξιούς ακτιβιστές, τους κυβερνο-μισαλλόδοξους και τους φιλόδοξους γυρολόγους που την συνέλαβαν. Τώρα ανήκει σε κορυφαίους υποψήφιους των Ρεπουμπλικάνων, σε διαπρεπείς παρουσιαστές ειδήσεων και σε πλήθη ακτιβιστών του Tea Party. Καθώς η φλόγα απλώνεται, οι σταυροφόροι απολαμβάνουν την επιτυχία τους. «Δε διάλεξα τη στιγμή» στοχάζεται η Γκέλλερ στους New York Times, «η στιγμή με διάλεξε». |
|