|
|
μια εκκλησία, μια πλατεία και η μαφία
Αν περίμενε κανείς το εκλογικό αποτέλεσμα και την είσοδο του «φύρερ» Μιχαλολιάκου στο δημοτικό συμβούλιο της Αθήνας για να καταλάβει κάποια πράγματα, μάλλον άργησε πολύ. Δεν ξέρουμε πόσοι ανήκουν στην παραπάνω κατηγορία, αλλά έχουμε καταλάβει ότι είναι αρκετοί εκείνοι που προτιμούν ν’ αποστρέφουν το βλέμμα τους από τις δυσάρεστες καταστάσεις. Όποιες κι αν είναι αυτές. Αλλά τα «κακά νέα» (όπως αντίστοιχα και τα «καλά») προετοιμάζονται και μεθοδεύονται για καιρό, πριν παρουσιαστούν με όλη τους την ορμητικότητα μπροστά στα μάτια μας. Τί σημαίνει αυτό; Σημαίνει, το λιγότερο, πως η θεατρικότητα της «έκπληξης» μπροστά στην σκληρή πραγματικότητα, είναι ένας άκομψος και καθόλου αποτελεσματικός τρόπος για να ξεφορτωθεί κανείς τις ευθύνες του. Είτε είναι πολλές, είτε λίγες. Στην προκειμένη περίπτωση «κακά νέα» δεν είναι τόσο πως οι ναζί απέκτησαν θεσμική εκπροσώπηση. Αυτό είναι αποτέλεσμα μιας κατάστασης που μεθοδεύεται εδώ και καιρό κι έχει πολλά να δείξει ακόμα. Αυτά είναι τα «κακά νέα». Παρακάτω θ’ ασχοληθούμε λοιπόν με κάποιες απ’ τις πλευρές αυτής της μεθόδευσης-σε-εξέλιξη, που συμβαίνει καθημερινά δίπλα μας.
αναπαραγωγή
Μια γρήγορη επανάληψη: Η πολιτική απαγόρευση των μεταναστών εργατών εδώ και είκοσι χρόνια (και παρά τις σταδιακές «νομιμοποιήσεις» κυρίως των βαλκάνιων) δεν είναι κάτι που οφείλεται στην ανάλγητη «φύση» της ελληνικής γραφειοκρατίας (άλλωστε κι αλλού τα ίδια συμβαίνουν), αλλά είναι μια στρατηγική επιλογή με προεκτάσεις που δεν φαίνονται (όλες) εξ αρχής. Αυτές που έχουν εντοπιστεί από την ριζοσπαστική κριτική (και τους αυτόνομους ειδικά) έχουν να κάνουν με την υποτίμηση της εργασίας των μεταναστών, παράλληλα με την κοινωνική τους υποτίμηση και το ρατσισμό που υφίστανται. Έτσι είναι γνωστό πως φτηνή εργασία σημαίνει «μικρός» μισθός κι αυτός με τη σειρά του σημαίνει πως τα έξοδα αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης συμπιέζονται επίσης όσο πιο χαμηλά γίνεται. Κι αν συνυπολογίσουμε πως πρώτον, μιλάμε κατά βάση για ανασφάλιστη εργασία (λόγω της απαγόρευσης) χωρίς έξοδα αναπαραγωγής από τη μεριά του κράτους και δεύτερον, κάθε μετανάστης πρέπει να στέλνει λεφτά και σ’ αυτούς που έχει αφήσει πίσω του, καταλαβαίνουμε έστω και αναδρομικά, πως για να την «βγάλουν» αυτοί οι ανθρωποι πρέπει να γίνουν εφευρετικοί, με την προλεταριακή έννοια.
Η εφευρετικότητα είναι βέβαια κόρη της ανάγκης, αλλά ποιος είπε ότι θα μπορούσε να συμβαίνει και διαφορετικά; Οι μετανάστες εργάτες, ειδικά αυτοί που προέρχονται από την κεντρική Ασία*, «ανέστησαν» τρόπους ζωής στις πόλεις που είχαν εκλείψει εδώ και πολλά χρόνια. Οι προσφυγικής προέλευσης γειτονιές ξαναείδαν μαχαλάδες και κοινοτιστικές μορφές οργάνωσης των νοικοκυριών. Το «μένουμε δέκα-δέκα», ανάμεσα στα άλλα, έχει και το πλεονέκτημα του μεγαλύτερου επιμερισμού των εξόδων, πέραν του γεγονότος πως πατάει σε υπαρκτές παραδόσεις των μεταναστών από τις χώρες καταγωγής τους. Τα μπακάλικα παλαιού τύπου επανέκαμψαν, προσφέροντας φτηνά προϊόντα και σταθερά σημεία συνάντησης της κοινότητας. Οι πλατείες και οι διάφορες γωνιές των γειτονιών έγιναν μερικά ακόμα σημεία. Τα τζαμιά (για τους μουσουλμάνους) είναι ακόμα ένα τέτοιο. Δίπλα στα παραπάνω, οι μετανάστες ξαναέκαναν τις καταλήψεις σπιτιών κοινωνική πρακτική, μπαίνοντας σε μεγάλο αριθμό άδειων κτιρίων, προσέχοντας για ιδιοκτήτες και μπάτσους.
Ο κατάλογος είναι μεγάλος, αλλά δεν σκοπεύουμε εδώ να κάνουμε μια εξαντλητική καταγραφή. Ο σκοπός της πάντως έχει νόημα, στο βαθμό που μιλώντας για μετανάστες εργάτες/πρόσφυγες πολέμου, αναγνωρίζουμε κάτι παραπάνω από «γυμνή εργατική δύναμη». Κάτι παραπάνω δηλαδή, απ’ αυτό που εκμεταλλεύονται άγρια τα κάθε είδους και μεγέθους αφεντικά. Γιατί είναι στο πεδίο της αναπαραγωγής που οι μεταναστευτικές κοινότητες ανασυγκροτούνται σωματικά και διανοητικά και είναι επίσης στο ίδιο πεδίο που στέκονται στα πόδια τους οι κοινωνικές σχέσεις, τόσο στο εσωτερικό της κοινότητας, όσο και έξω απ’ αυτήν. Είναι οι, εκτός παραγωγής, χώροι και χρόνοι που διαμορφώνουν ένα «κρατάμε γερά», παρά τις καθημερινές απογοητεύσεις και ταπεινώσεις, χωρίς μ’ αυτό να εννοούμε πως δεν υπάρχουν αντιστάσεις στα εργασιακά κάτεργα. Είναι επίσης οι στιγμές και οι διάρκειες αυθεντικής αυτοαξιοποίησης που τονώνουν την αυτοπεποίθηση αυτού του προλεταριάτου.
Κι ακριβώς επειδή είναι έτσι, η αστυνομία φρόντιζε, από χρόνια, να «παρενοχλεί» μορφές αυτής της κοινωνικής αναπαραγωγής κάνοντας τις περιβόητες «σκούπες». Γιατί αν ήθελε να «πατάξει την παράνομη εργασία» θα στηνόταν έξω από τα κάτεργα (κάτι που έκανε, αλλά πολύ λιγότερο και για άλλους λόγους). Αλλά ο στόχος ήταν (και παραμένει) οι χώροι και οι χρόνοι που αυτό το προλεταριάτο συγκροτείται κοινωνικά, μοιραζόμενο τις χαρές και τις λύπες του: η τέχνη της επιβίωσης μαθαίνεται κοινωνικά, ήρθε ο καιρός να το καταλάβουν κι οι ντόπιοι (αν θέλουν να κοιτάξουν προς εκείνη τη μεριά).
Αυτά που λέμε λοιπόν, είναι μια διαμορφωμένη πραγματικότητα χρόνων και ισχύουν γενικώς για τις περιοχές που έχουν ευάριθμες μεταναστευτικές κοινότητες. Ισχύουν πολύ περισσότερο βέβαια για γειτονιές όπως ο Αγ. Παντελεήμονας ή άλλες, όπου οι μετανάστες («λευκοί» και μη) αποτελούν είτε την πλειοψηφία, είτε την μεγάλη μειοψηφία. Σ’ αυτή την πραγματικότητα προστέθηκε η κρίση, κάνοντας ακόμα και την απλή επιβίωση πολύ δύσκολη. Κι αν αυτό ισχύει για εκείνους που χτες και προχτές έμειναν χωρίς δουλειά, καταλαβαίνει κανείς τι συνεπάγεται γι’ αυτούς που σήμερα πατάνε το πόδι τους σ’ αυτή τη «φιλόξενη» χώρα. Γιατί είναι η εποχή που, όχι μόνο οι «παράνομοι» σπρώχνονται όλο και πιο κάτω (πόσο ακόμα;) αλλά ακόμα και οι, μέχρι χτες, «νόμιμοι» δεν καταφέρνουν να εξασφαλίσουν τα απαραίτητα ένσημα και έτσι ν’ ανανεώσουν τις άδειες παραμονής τους. Όλο και περισσότεροι ξεπέφτουν σε μια κατάσταση «παρανομίας», προστιθέμενοι σ’ αυτούς που έρχονται, έχοντας τυπικά όλα τα «στοιχεία» ενός πρόσφυγα πολέμου.
απειθαρχία
Ανακεφαλαιώνουμε ως εδώ. Η κοινωνική αναπαραγωγή των μεταναστών, όντας «παράνομοι» πολλοί απ’ αυτούς, είχε αφεθεί από το κράτος και τ’ αφεντικά στους ίδιους τους εργάτες και την εφευρετικότητά τους. Παρά τις «προσπάθειες» της αστυνομίας όλα αυτά τα χρόνια, δεν είχε καταστεί δυνατό να χτυπηθεί αποφασιστικά η αναπαραγωγή της κοινότητας, βασικά γιατί το εγχώριο καθεστώς συσσώρευσης («έντασης εργασίας») χρειαζόταν τους μετανάστες. Η κρίση χτυπάει καίρια τόσο την δυνατότητά τους να βρίσκουν δουλειές, όσο και την αναπαραγωγή τους, κάτω απ’ τα όρια της επιβίωσης πλέον. Ποιό είναι το επόμενο «επεισόδιο» σ’ αυτή τη σχηματική περιγραφή μας; Η εξέγερση του Δεκέμβρη, αλλά όχι γενικώς. Μας ενδιαφέρει από τη μεριά αυτής της προλεταριακής φιγούρας.
Έχει ειπωθεί πως «ο Δεκέμβρης ήταν τα χριστούγεννα των μεταναστών» κι αυτό δεν ισχύει μόνο για τις λεηλασίες (που εξάλλου δεν ήταν μόνο δικό τους έργο). Από κάποια στιγμή και μετά, ειδικά γύρω από το πολυτεχνείο, ήταν σαν να είχαν μεταφερθεί ολόκληρες γειτονιές μεταναστών, με την κουλτούρα τους, τα ήθη τους, τ’ αδιέξοδά τους επίσης, μέσα στο (γενικώς) απροσπέλαστο γι’ αυτούς κέντρο της Αθήνας. Αν άξιζαν για κάτι εκείνες οι μέρες, ήταν σίγουρα και επειδή αυτό το πολυεθνικό υποκείμενο μπορούσε να μεταφέρει τους χώρους και τους χρόνους του έξω και πέρα από τις γειτονιές του, στις οποίες εγκλωβίζεται λόγω των ασφυκτικών αστυνομικών ελέγχων. Μέρες χαράς και σχόλης γι’ αυτούς και μαύρα σύννεφα πάνω από τους μηχανισμούς δημόσιας τάξης και ιδεολογίας. Κάποιοι θα σκέφτηκαν: «αυτό είναι μεγάλο πρόβλημα». Κι ο προβληματισμός τους έγκειται στο ότι δεν μπορεί η δημόσια τάξη, η ιδεολογία ν’ αφήνει τύπους με αίσθηση μιας κοινότητας, που γενικώς δεν έχουν και πολλές δουλειές, να σουλατσάρουν ασκόπως εδώ κι εκεί, ακόμα και στις γειτονιές τους, «ανεξέλεγκτοι». Τα διεθνή manual των αφεντικών, που αναφέρονται όμως σε «καλύτερες» καπιταλιστικές εποχές, έχουν κατάμαυρες σελίδες εξεγέρσεων από αντίστοιχα υποκείμενα με αντίστοιχα χαρακτηριστικά. Η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται μεν, αλλά έχει κοινωνικά «μοτίβα» που, υπό τις κατάλληλες προϋποθέσεις, μπορούν να παράγουν πολύ δυσάρεστα γεγονότα για τα συστήματα κυριαρχίας. Κι αυτό έπρεπε, πάση θυσία (των μεταναστών) ν’ αποφευχθεί.
καθυπόταξη
Στον μεταδεκεμβριανό Αγ. Παντελεήμονα, η περιβόητη «κανονικότητα» δεν επέστρεψε ποτέ. Αν υπήρξε μια περιοχή που η αντι-εξέγερση ξεκίνησε αμέσως μετά (και παράλληλα με) την εξέγερση, ήταν η συγκεκριμένη. Είχε ήδη προλάβει να κάνει την εμφάνισή της κάποια «επιτροπή κατοίκων»/φασιστική βιτρίνα, στοχοποιώντας ακριβώς πλευρές, της (κάτω απ’ τα όρια της επιβίωσης πλέον), αναπαραγωγής των αφγανών μεταναστών. «Κατουράνε όπου βρουν, πιάνουν όλη την πλατεία και την παιδική χαρά, ...». Δεν είναι σίγουρο πως αυτό που είχαν στο μυαλό τους αυτοί οι τύποι πριν την εξέγερση, ήταν αυτό που τελικά συνέβη στην περιοχή. Αλλά επειδή οι δίαυλοί τους με το κράτος είναι ανοιχτοί ποικιλοτρόπως, μπορεί να τους «σφύριξαν» πως η «γραμμή άλλαξε». Απ’ την άλλη η αριστερά πήγε στην περιοχή για να πουλήσει το θεσμικό της ρόλο (ίσως για μια απ’ τις τελευταίες της φορές) αλλά φαινόταν πως το πράγμα έχει ξεφύγει από ό,τι θα μπορούσε να διαχειριστεί με θεατρικά σκετσάκια «αντιρατσισμού». Η σφραγίδα σ’ αυτή την «αλλαγή πίστας» ήταν βέβαια η επίσκεψη του, τότε υπουργού δημόσια τάξης, Μαρκογιαννάκη, στο τοπικό αστυνομικό τμήμα, αυτά που δήλωσε εκεί και η συνάντησή του με τους ορίτζιναλ φασίστες, που είχαν εν τω μεταξύ φορέσει «στολές κατοίκων».
Στους μήνες που ακολούθησαν ο κρατικά πριμοδοτούμενος ρατσισμός δεν έμεινε «στα λόγια». Σαν δείγμα «αποφασιστικότητας για την πάταξη της λαθρομετανάστευσης», ψηφίστηκε ο νέος δρακόντειος αντιμεταναστευτικός νόμος, εκκενώθηκαν πολλές καταλήψεις σπιτιών (συν το παλιό Εφετείο) και διαλύθηκε ο καταυλισμός στην Πάτρα. Την ίδια περίοδο συνέβη και η προβοκάτσια με το «σκισμένο κοράνι», στοχοποιώντας ακόμα περισσότερο (και από «θρησκευτική» άποψη) τους μουσουλμάνους μετανάστες εργάτες/πρόσφυγες πολέμου. Ήταν σαφές και στους πιο ανυποψίαστους, πως το επίσημο κράτος χρησιμοποιώντας και παρακρατικές «εφεδρείες», σκόπευε να κάνει τη ζωή αυτών των ανθρώπων κόλαση, φτάνοντάς τους μέχρι το σημείο «μηδέν» της υποτίμησης. Κόλαση σήμαινε βιωμένη ανέχεια, χτύπημα της αναπαραγωγής (παράδειγμα οι εξώσεις και εκκενώσεις καταλήψεων), εξευτελισμοί, φασιστικές επιθέσεις και ...
Τα αποσιωπητικά ήταν εκείνο το μέρος του σχεδίου, που θ’ ανάγκαζε ένα «σοβαρό» κράτος (υπάρχουν πολλά τέτοια στις μέρες μας;) να «κοκκινίζει από ντροπή». Είναι εκείνες οι περιπτώσεις προσόδων, εκείνοι οι μηχανισμοί πειθάρχησης και ελέγχου, εκείνη η ειδική μορφή διάβρωσης της συνείδησης της κοινότητας, αυτά και άλλα τόσα μαζί, που ακούει στο όνομα μαφία (μαφίες). Επειδή είχαμε πολύ γρήγορα αντιληφθεί αυτήν την πραγματικότητα (άλλο θέμα το τι απ’ αυτά επιλέγουμε να εκθέσουμε) θυμίζουμε τι είχαμε γράψει σχετικά ένα χρόνο πριν («κυνηγώντας λαθρομετανάστες», τ. 4, 9-10/2009), με έναν κάπως «κωδικοποιημένο» τρόπο: «Η περιοχή του αγ. παντελεήμονα εξελίσσεται με τον πλέον δημόσιο τρόπο, στο πρώτο πεδίο βολής παραστρατιωτικών ταγμάτων ασφαλείας στη μητρόπολη. Το τί σημαίνει η εγκαθίδρυση μιας «παράλληλης» και συμπληρωματικής εξουσίας οπουδήποτε κι αν εμφανίζεται, δεν το σχολιάζουμε καν. Λέμε μόνο πως σημαίνει πολλά, ειδικά σε συνθήκες κρίσης». Έτσι έχει συμβεί λοιπόν. Το κράτος και κάποιοι απ’ τους θεσμούς του έχουν παραχωρήσει (με το αζημίωτο) μέρος των εξουσιών τους στις μαφίες που λυμαίνονται την περιοχή και που, για να δικαιολογούν την ύπαρξη και δράση τους, εμφανίζονται και με πολιτικά (φασιστικά) χαρακτηριστικά.
Μην γίνει καμιά παρεξήγηση: όλα είναι τόσο φανερά που δεν τίθεται, με οποιαδήποτε έννοια, θέμα του τύπου «διεφθαρμένοι αστυνομικοί». Η κατάσταση στην περιοχή είναι τέτοια γιατί κρίθηκε πως μια διαχείριση αυτού του είδους, έχει «πλεονεκτήματα». Πριν μιλήσουμε γι’ αυτά, να πούμε λίγα πράγματα για τα «μειονεκτήματα» της άλλης διαχείρισης, ας την πούμε κοινωνιο/αστυνομική. Ο Αγ. Παντελεήμονας είναι μέρος μια ευρύτερης γεωγραφικής περιοχής του δήμου Αθηναίων (κάτω από την οδό Πατησίων) που έχει μεγάλο μεταναστευτικό πληθυσμό («μαύρο» ή «λευκό») προς καθυπόταξη και «μόνο» δύο αστυνομικά τμήματα/κρατητήρια/αποθήκες, κοντά ή μέσα στην εν λόγω ζώνη. Θα μπορούσαν βέβαια ν’ ανοίξουν κι άλλα, όμως αυτό θα δημιουργούσε σίγουρα προστριβές διαφόρων ειδών για τη νομή των εξουσιών και των εγκληματικών προσόδων, που υπήρχαν ήδη στην περιοχή. Με άλλα λόγια, περισσότερη αστυνομία μπορεί να σημαίνει και περισσότερους «λογαριασμούς» να ξεκαθαριστούν και μέχρι να επέλθει ένας συμβιβασμός, μπορεί πολλά να έχουν συμβεί.
Ένα άλλο «μειονέκτημα» έρχεται από το παρελθόν της ελληνικής μεταναστευτικής διαχείρισης. Εκείνο που στις «κοινωνικές επιστήμες» λέγεται «αφομοίωση», δεν ηταν ποτέ μέσα στις προτεραιότητες αυτού του κράτους. Δηλαδή η δημιουργία δεσμών μεταξύ των επίσημων θεσμών και των μεταναστευτικών κοινοτήτων, μέσω των εκπρόσωπων τους. Αυτό το μοντέλο του «δευτερεύοντος ελέγχου», έχει χρησιμοποιηθεί αλλού και έχει πετύχει σε πολλές περιπτώσεις να αμβλύνει αντιθέσεις και να προλάβει εντάσεις π.χ. μεταξύ μεταναστών νεολαίων (δεύτερης γενιάς) και αστυνομίας. Αλλά αν πολεμάς στο Αφγανιστάν και βουλιάζεις βάρκες στη Σομαλία, μάλλον άλλη «διαχείριση» έχεις στο μυαλό σου. Τέλος, η αστυνομία, παρόλες τις καφρίλες που κάνει εναντίον των μεταναστών, τυπικά έχει όρια και δεσμεύεται από τους νόμους. Αν λοιπόν επείγει να «συνετιστούν» και να «εγκληματοποιηθούν» πλήθη κοινωνικών υποκειμένων, θα μπορούσε να είναι σκόπιμη μια διαχείριση έκτακτης ανάγκης, όπου «η ανάγκη νόμους δεν γνωρίζει», όπως λέει κι ένα ρητό φιλοσοφίας του κράτους.
Τι «πλεονεκτήματα» έχει η μαφία; Σίγουρα δεν ενεργοποιεί (καταρχήν) «συσπειρωτικές» τάσεις και αντανακλαστικά μέσα στις κοινότητες, τις οποίες προκαλεί η αστυνομία αμέσως μόλις εμφανιστεί. Απ’ την άλλη, ακριβώς επειδή δεν δεσμεύεται από τίποτα, μπορεί να κάνει χοντράδες (όπως τον τελευταίο καιρό) ξέροντας ότι δεν κινδυνεύει από συλλήψεις. (Για τα «αντίποινα» των μεταναστών, λέγαμε στο προηγούμενο τεύχος). Εννοείται βέβαια πως αυτές οι χοντράδες γίνονται κατόπιν σαφών κατευθύνσεων και δεν είναι «αυθόρμητες». Κατ’ αυτόν τον τρόπο μπορεί να εκβιάσει αποφασιστικά και την πειθάρχηση των κοινοτήτων. Όλ’ αυτά βέβαια σημαίνουν ταυτόχρονα και μεγάλες μπίζνες για τις μαφίες. Μπίζνα πρώτη: αποτελεί κοινό μυστικό ότι οι επιθέσεις σε μαγαζιά μεταναστών εντάσσονται στο γνωστό μοτίβο της «προστασίας»: «δώσε 200 ευρώ για να μη στο σπάσουμε». Έτσι εξηγούνται και διάφορες «ακροδεξιές παραφωνίες»: προκειμένου να γίνει η «δουλειά», ενίοτε δικαιολογείται η συνεργασία με (λευκούς) μετανάστες. Μπίζνα δεύτερη: είσπραξη ενοικίων για λογαριασμό ιδιοκτητών. Ποιός μέσ’ στην κρίση μπορεί να εισπράξει απλήρωτα νοίκια; Ποιός μπορεί να «περιφρουρήσει» (με κάθε μέσο) την ιερή και όσια ατομική ιδιοκτησία; Μπίζνα τρίτη: η πρέζα δεν πέφτει από τον ουρανό. Ο πρεζάκιας πάει όπου υπάρχει «άκρη». Κάπως έτσι τον τελευταίο χρόνο η πλατεία Βικτωρίας τίγκαρε στην πρέζα. Φτηνή (αφού πλέον με 2-3 ευρώ μπορείς να «πιεις»), σε ποσότητα και με συγκεκριμένο στόχο: τους μετανάστες. Όχι μόνο σα χρήστες (που αυτοκαταστρέφονται «παραγωγικά» για το μαύρο κεφάλαιο) αλλά και σα βαποράκια, συνεργάτες της μαφίας και των αρχών. Μια κλασική μέθοδος διάβρωσης της κοινότητας. Μπίζνα τέταρτη: το εμπόριο γυναικών. Το «αρχαιότερο επάγγελμα» έχει μακρά ιστορία σ’αυτή την περιοχή. Όχι μόνο επειδή όταν έφυγαν τα μπουρδέλα από την Τρούμπα (πριν από περίπου μισό αιώνα) μετακόμισαν στη Φυλής και στους γύρω δρόμους. Αλλά γιατί επιπλέον, πάνε 20 χρόνια και βάλε που στην Κοδριγκτώνος και στη Δεριγνύ, γνωστά κωλόμπαρα ανήκαν σε «διάσημους» φασίστες. Μ’άλλα λόγια, «τι είχες Γιάννη, τι είχα πάντα»
Μικρές και μεγάλες δουλίτσες. Αλλα η πιο βασική δουλειά για τις μαφίες είναι πως (εκτός απ’ τις ίδιες τις «αντικειμενικές» συνθήκες της κρίσης) χτυπάνε περαιτέρω την κοινωνική αναπαραγωγή των κοινοτήτων. Κάνουν αβίωτη τη ζωή των μεταναστών, αποκόβοντάς τους βίαια από μια σειρά δημόσιους χώρους (κάποιους, όχι όλους). Επιτίθενται στα τζαμιά, ενεργώντας υπέρ μιας υπόθεσης (του αντιμουσουλμανισμού) που είναι στην πρώτη γραμμή των κυρίαρχων ιδεολογιών εναντίον των μεταναστών, τόσο στη «δύση», όσο και στις χώρες καταγωγής τους, σαν πολιορκητικός κριός. Μπορούν να παριστάνουν τους «αναμορφωτές» («ενάντια στην εγκληματικότητα») την ίδια στιγμή διαμορφώνουν τους όρους της ύπαρξής της. Για παράδειγμα όπως έχει γίνει γνωστό πλέον, στην πλ. Αττικής δεν υπήρχαν αρκετοί κάτοικοι διαθέσιμοι να «αγανακτήσουν» με τους μετανάστες (και το πράγμα να πάρει το δρόμο του), μέχρι τη στιγμή που οι μαφιόζοι τους είπαν: «αν σας σπάσουν τ’ αυτοκίνητα, θα δείτε αν υπάρχει πρόβλημα». Ξέχασαν να συμπληρώσουν: «στην ανάγκη τα σπάμε εμείς για να πειστείτε». Και τελευταίο: έχουν φτιάξει μια «ζεστή φωλίτσα» πολιτικής (κι εγκληματικής) αναπαραγωγής της βαρβαρότητας, του μισανθρωπισμού και της βλακείας, εν τέλει του φασισμού. Αυτά και άλλα «πλεονεκτήματα» έχουν οι μαφίες πατώντας πάντα (κι αυτό δεν πρέπει να το ξεχνάμε ποτέ!) στην πολιτική απαγόρευση του πολυεθνικού προλεταριάτου, που προσφέρεται από την κρατική πολιτική.
προσωρινός επίλογος
Αυτή είναι (σε πολύ αδρές γραμμές) η κατάσταση ενός σημαντικού μέρους της πολυεθνικής εργατικής τάξης, το σωτήριο έτος 2010. Κι αν ο ιστορικισμός δεν είχε καταλάβει τόσα μυαλά, διάφορα πράγματα θα μπορούσαν να γίνουν γρήγορα αντιληπτά. Έτσι για παράδειγμα στο καθεστωτικό φάσμα ανθούν οι «απόψεις» περί «κατοχής της ελλάδας από το διεθνές κεφάλαιο». Μα αν έχει νόημα να προφέρεται η λέξη «κατοχή», δεν είναι για τις αριστερές σκιαμαχίες με εχθρούς σαν το δ.ν.τ., αλλά για καταστάσεις σαν κι αυτές που περιγράψαμε παραπάνω. Στην άλλη μεριά του φάσματος, οι φασίστες φαντασιώνουν πως περιπολούν στους δρόμους με τις στολές των ναζιστικών SA και ο ίδιος ο «φύρερ» τους μπορεί να θεωρεί τον εαυτό του ένα σύγχρονο Ρεμ (ηγέτης των SA, μέχρι να τον καθαρίσει ο Χίτλερ). Αφού τους αρέσουν τόσο οι ιστορικές συγκρίσεις, ας ψαχτούν περισσότερο προς την μεριά των «κάπο» των στρατοπέδων συγκέντρωσης. Σε κάθε περίπτωση θα είναι πιο κοντά στην πραγματικότητα... |
|