|
|
Τσιγγάνοι: οι ανεπιθύμητοι νομάδες
Ήταν μία εποχή, όχι πολύ μακρινή, που η δύση δίδαξε το πώς μπορεί να αφομοιώσει και να εκμεταλλευτεί τους πολιτισμούς των Άλλων. Μια εποχή που το ethnic στη μουσική, στο χορό, στον κινηματογράφο, στη γεύση έγινε μόδα πρώτης γραμμής. Για τους αφελείς ήταν η μεγαλύτερη απόδειξη της έναρξης μιας εποχής «πολυπολιτισμικότητας». Για τους πιο παρατηρητικούς ένα δείγμα του πως ο δυτικός κόσμος μπορεί από θέση ισχύος να συνδυάζει τέτοιες αβρότητες με την αποικιοποίηση των ζωών εκατομμυρίων «τριτοκοσμικών». Το πιο πρώιμο (και γι’αυτό ενδεικτικό) παράδειγμα αυτού του συνδυασμού αφορούσε ένα λαό, μια φυλή που ήταν κάπου εδώ κοντά και ταυτόχρονα πολύ μακριά: τους τσιγγάνους. Ταινίες όπως «O καιρός των τσιγγάνων» του Εμίρ Κουστουρίτσα και το «Υπάρχουν ακόμα γελαστοί τσιγγάνοι» του Τόνι Γκάτλιφ, υποτίθεται ότι αναδείκνυαν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους και προκαλούσαν το θαυμασμό για τους περιπλανώμενους, ανέμελους και ασυμβίβαστους τσιγγάνους.
Στην πραγματικότητα τέτοιες ταινίες, ακόμα κι αν ήταν φτιαγμένες από βαλκάνιους, έδειχναν μόνο την έφεση της δυτικής κυρίαρχης κουλτούρας σ’αυτό που εύστοχα ονομάστηκε «φωτογένεια της αθλιότητας» (είδος που έχει πέραση ακόμα στα μεγάλα στούντιο: βλέπε slumdog millionaire). Δεν θα περίμενε βέβαια κανείς ότι η εύκολη δήθεν ποίηση και οι κοινοτυπίες περί διαφορετικότητας που καταναλώνουν οι προνομιούχοι θεατές, θα αλλάξουν τη ζωή κανενός. Ακόμα και η «συμπάθεια» ή ο «θαυμασμός» που γεννιούνται από τέτοιες στερεοτυπικές εικόνες, εγγράφονται αναγκαστικά στο ίδιο ρατσιστικό σύμπαν που επιβάλλει διωγμούς και αποκλεισμούς.
Αυτή είναι η μισή αλήθεια. Η άλλη μισή είναι ότι πράγματι έχουμε μπει σε μια νέα εποχή ολοκληρωτισμού που χωράει όλο και λιγότερο τη φιλανθρωπία και τη στημένη «συγκίνηση» και ευαισθησία, ακόμα κι όταν εκφράζονται απλά στο θεαματικό επίπεδο της κουλτούρας. Μ’ άλλα λόγια είναι αμφίβολη η υποδοχή που θα είχαν ακόμα και τέτοια ανώδυνα έργα τέχνης σήμερα . Αντίθετα είναι σίγουρο ότι το νέο πογκρόμ που έχει εξαπολυθεί πανευρωπαϊκά εναντίον των τσιγγάνων είναι απόλυτα ταιριαστό με το πνεύμα της εποχής του νέου ολοκληρωτισμού.
«Επαναπατρισμός»: ο διωγμός στα γαλλικά
Στο επίκεντρο του «ξαφνικού» αυτού κύματος διώξεων ενάντια στους Ρομά έχει βρεθεί η Γαλλία και ο Νικολά Σαρκοζί. Η αφορμή που ήδη έχει ξεχαστεί ήταν οι βίαιες διαμαρτυρίες τσιγγάνων για τη δολοφονία 22χρονου ομόφυλού τους από μπάτσους στην πόλη Σεντ Ενιάν, στις 16 Ιουλίου. Τις ίδιες μέρες στη Γκρενόμπλ ξέσπασαν βίαιες συγκρούσεις, μετά τη δολοφονία ενός 27χρονου, ύποπτου για ληστεία. Αυτές οι διαδηλώσεις ήταν που έδωσαν το κατάλληλο πρόσχημα στο Σαρκοζί να αναγγείλει και να ξεκινήσει τη διάλυση των «παράνομων» καταυλισμών. Επιπλέον ανήγγειλε και μία σειρά μέτρων που αφορούν γενικότερα τους μετανάστες: αφαίρεση της γαλλικής υπηκοότητας από Γάλλους πολίτες και από μετανάστες που εγκληματούν κατά αστυνομικών. Σκληρές ποινές για τους πολύγαμους, διώξεις των τσιγγάνων, εγκατάσταση συστήματος με 60.000 κάμερες παρακολούθησης μέχρι το 2012. Σε μία περίοδο που ο Σαρκοζί έβλεπε τη δημοτικότητά του να πέφτει, το 65% των Γάλλων επιδοκίμασαν την πολιτική του απέναντι στους Ρομά. Οι βαρύγδουπες δηλώσεις έδωσαν την εντύπωση ότι πρόκειται για μία στροφή στην πολιτική του Σαρκοζί, αλλά οι απελάσεις είχαν ξεκινήσει ήδη από τις αρχές του 2010 και είχαν φτάσει τις 10 χιλιάδες ήδη τον Αύγουστο. Άλλωστε το ίδιο το περιστατικό στη Σεντ Ενιάν έγινε κατά τη διάρκεια ελέγχου σε καταυλισμό Ρομά. Πάντως ήδη από το καλοκαίρι έχουν διαλυθεί πάνω από 50 καταυλισμοί και έχουν απελαθεί περίπου 1500 τσιγγάνοι.
Η επιμονή του Σαρκοζί να διαλύσει τους καταυλισμούς που υπάρχουν στη Γαλλία υποτίθεται ότι έχει προκαλέσει τριγμούς στην ευρωπαϊκή ένωση. Δηλώσεις της αρμόδιας επιτρόπου, κόντρα δηλώσεις του Σαρκοζί, «προβληματισμός» για το ζήτημα των Ρομά και λεκτικές αντιπαραθέσεις στην τελευταία σύνοδο κορυφής συνθέτουν το σκηνικό, όπως παρουσιάζεται από τα μήντια. Η εικόνα που δίνεται είναι ότι ο «σκληρός» Σαρκοζί, με σύμμαχο την Ιταλία, τα έχει βάλει με τους Ρομά και οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι του κάνουν κριτική για το σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η αλήθεια είναι ότι επί της ουσίας δεν υπάρχει καμία διαφωνία, παρά μόνο παιχνίδια δημόσιων σχέσεων και αντιπαραθέσεις για το ποιος θα «φορτωθεί» το πρόβλημα. Οι Ρομά έχουν μπει στο στόχαστρο σε όλη την Ευρώπη, καιρό πριν ο Σαρκοζί αποφασίσει τη διάλυση των καταυλισμών.
Η Ευρώπη του αντιτσιγγανισμού
Η συνθήκη που επέτεινε το πρόβλημα και τελικά το «διεθνοποίησε» είναι η διεύρυνση της Ε.Ε. που άνοιξε τα σύνορα για τους κατοίκους των χωρών του πρώην ανατολικού μπλοκ. Ανάμεσα σε αυτούς που επέλεξαν να μεταναστεύσουν προς τη δυτική Ευρώπη ήταν και πολλοί τσιγγάνοι. Όχι βέβαια για να συνεχίσουν το μακραίωνο ταξίδι που δήθεν τους επιβάλλει η νομαδική φύση τους. Αλλά γιατί πίστευαν ότι θα ξεφύγουν από το σκληρό καθεστώς διώξεων και αποκλεισμού που τους είχε επιβληθεί για χρόνια, ειδικά μετά την πτώση του ανατολικού μπλοκ. Τη δεκαετία του 2000, ο αποκλεισμός αυτός έφτασε σε επίπεδα απαρτχάιντ και οργανώσεις όπως η Διεθνής Αμνηστία και το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αναφερόντουσαν συχνά στην κατάσταση των Ρομά στη Σλοβακία, την Ουγγαρία, τη Ρουμανία, το Κόσοβο, τη Σερβία, την Τσεχία κλπ. Σε όλες αυτές τις χώρες ο ρατσισμός απέναντι στους Τσιγγάνους ήταν και είναι ευρύτατα διαδεδομένος ενώ έπαιρνε και τις συνήθεις θεσμικές μορφές: βίαιος διαχωρισμός των παιδιών από τα κανονικά σχολεία, οικιστικός αποκλεισμός και γκετοποίηση, μειωμένες ευκαιρίες στην αγορά εργασίας.
Η Ουγγαρία είδε τα τελευταία χρόνια τη διαρκή άνοδο της «Μαγυάρικης Φρουράς», ακροδεξιάς οργάνωσης που πραγματοποίησε δεκάδες διαδηλώσεις σε περιοχές με πληθυσμό Ρομά. Μέσα στο 2009 έγιναν τουλάχιστον 12 επιθέσεις με μολότωφ ενάντια σε καταυλισμούς τσιγγάνων. Στην Τσεχία, περίπου 80 χιλιάδες τσιγγάνοι ζουν σε γκέτο και συχνά μπαίνουν στο στόχαστρο των χιλιάδων σκίνχεντ. Μία πρόσφατη δημοσκόπηση έδειξε ότι το 90% των Τσέχων δεν θα ήθελαν για γείτονες τους Ρομά ενώ υπάρχουν καταγγελίες ότι η Τσεχία συνεχίζει ανεπίσημα και μεμονωμένα την πολιτική στειρώσεων των γυναικών Ρομά που είχε καθιερώσει τη δεκαετία του ‘70. Στη Ρουμανία, όπου μέχρι πρόσφατα ζούσαν πάνω από δύο εκατομμύρια τσιγγάνοι, έχουν αναφερθεί δεκάδες περιστατικά εκκένωσης καταυλισμών τα τελευταία χρόνια ενώ οι υποτιμητικές αναφορές στον τύπο και το δημόσιο λόγο είναι καθημερινό φαινόμενο. Το 2007 ο ίδιος ο πρόεδρος Μπασέσκου είχε αναφερθεί σε ένα ρεπόρτερ σαν «βρωμερό γύφτο», προκαλώντας τις οργισμένες αντιδράσεις των Ρομά κοινοτήτων. Στην πόλη Μπρασόβ της Ρουμανίας, ο δήμαρχος έχει χτίσει ένα τείχος που χωρίζει τους καταυλισμούς των τσιγγάνων από την υπόλοιπη πόλη. Στη Βουλγαρία, το υπουργείο υγείας έχει επεξεργαστεί νόμους για να μειώσει το ρυθμό γεννήσεων στις τσιγγάνικες οικογένειες ενώ κι εκεί τα περιστατικά ρατσιστικής βίας από λούμπεν νεολαίους είναι πολύ συχνά.
Τα στοιχεία αυτά είναι απλά ενδεικτικά και η κατάσταση των Τσιγγάνων στο πρώην ανατολικό μπλοκ δεν μπορεί να περιγραφεί μέσα σε λίγες γραμμές. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι το διαρκές αυτό καθεστώς αύξησε τα κύματα μετανάστευσης των Ρομά στην Ιταλία, τη Γαλλία, τη Γερμανία και αλλού, όπου θα έπαιρναν μαζί τους όχι μόνο τη στιγματισμένη εικόνα του Τσιγγάνου αλλά και την ταυτότητα του μετανάστη, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Το πρώτο κράτος που έδειξε τις προθέσεις του απέναντι στο νέο αυτό φαινόμενο μετανάστευσης ήταν βέβαια η Ιταλία. Η αφορμή, που πάντα υπάρχει σε αυτές τις περιπτώσεις, ήταν η υποτιθέμενη απαγωγή ενός μωρού από μία 16χρονη τσιγγάνα, στο προάστιο της Νάπολης, Ποντιτσέλλι, το Μάιο του 2008. Η υπόθεση προκάλεσε επιθέσεις των ντόπιων που έφτασαν μέχρι την καταστροφή και τον εμπρησμό του καταυλισμού των τσιγγάνων. Ο μηντιακός θόρυβος που ακολούθησε έστρωσε το δρόμο για να κηρυχτεί η Ιταλία σε «εθνικό συναγερμό» και για να περάσει ένα διάταγμα σύμφωνα με το οποίο μπορούν να απελαύνονται πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όταν υπάρχουν ανησυχίες για τη δημόσια ασφάλεια. Ο νόμος αυτός σε συνδυασμό με σχετικές αποφάσεις των δημάρχων της Ρώμης και του Μιλάνου, άνοιξε το δρόμο για χιλιάδες απελάσεις, κυρίως Ρουμάνων, τσιγγάνων. Με άλλα λόγια η Ιταλία από το 2008 είχε πραγματοποιήσει αυτό για το οποίο κατηγορείται ο Σαρκοζί σήμερα, ενώ ήδη από τότε είχε εξαγγείλει τη λήψη αποτυπωμάτων από τους περίπου 60 χιλιάδες Ρομά και τα παιδιά τους που δεν έχουν ιταλική ιθαγένεια.
Στο περιθώριο της πρόσφατης ευρωπαϊκής συνόδου, ο Σαρκοζί σημείωσε ότι έχει συζητήσει το θέμα με τη Μέρκελ, η οποία έχει αντίστοιχα σχέδια. Οι γερμανοί διπλωμάτες φυσικά διέψευσαν τη δήλωση αυτή αλλά λίγους μήνες πριν είχε γίνει γνωστό ότι η Γερμανία σχεδιάζει να απελάσει στο Κόσοβο 12.000 Ρομά, εκ των οποίων οι μισοί είναι έφηβοι που μεγάλωσαν στη χώρα. Οι Γερμανοί μάλιστα υπερασπίζονται την πολιτική αυτή γιατί το Κόσοβο δεν είναι στην επικράτεια της Ε.Ε. και η κατάσταση εκεί έχει «ομαλοποιηθεί». Στη Δανία η κυβέρνηση απέλασε πέρυσι περίπου 400 Τσιγγάνους, ενώ ακόμη και η παραδοσιακά ανεκτική Σουηδία υιοθέτησε σκληρότερη στάση απέναντί τους, καθώς απέλασε εκατοντάδες Ρομά για επαιτεία, αν και η επαιτεία δεν είναι έγκλημα στη χώρα. Στο Βέλγιο περίπου 700 τσιγγάνοι αναγκάστηκαν πρόσφατα να εγκατασταθούν στη Βαλονία αφού εκδιώχτηκαν από τις φλαμανδικές περιοχές. Τέλος στη Βρετανία προωθείται νόμος που θα κηρύττει παράνομους όσους δεν μπορούν να αποδείξουν ότι έχουν μόνιμη κατοικία.Τα γεγονότα και τα σχέδια αυτά έρχονται να προστεθούν στους μόνιμους και διαχρονικούς αποκλεισμούς από εργασία, εκπαίδευση και άλλες δομές πρόνοιας. Μετά απ’όλ’αυτά είναι ξεκάθαρο ότι αυτό που διαχωρίζει το Σαρκοζί από τους συναδέλφους του είναι ότι είναι απλά πιο θορυβώδης.
Με θόρυβο ή χωρίς, με ευρωπαϊκές συνόδους ή χωρίς, ο αντιτσιγγανισμός είναι πλέον επίσημη πολιτική για την ε.ε. και οι απελάσεις των Ρομά είναι ακόμα μία επιβεβαίωση του ότι η Ευρώπη και η Δύση γενικότερα έχουν εισέλθει οριστικά στην επικράτεια της έκτακτης ανάγκης. Αντίθετα με τους μετανάστες που έρχονται απ’έξω και είναι εξ αρχής εκτός του ευρωπαϊκού δικαίου, οι Ρομά είναι κατ’αρχήν και τυπικά τουλάχιστον πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κάτω από φυσιολογικές συνθήκες θα έπρεπε να απολαμβάνουν τα δικαιώματα που έχουν και οι υπόλοιποι πολίτες της ε.ε. με πρώτο αυτό της ελεύθερης μετακίνησης και εγκατάστασης. Στην περίπτωσή τους η ε.ε. καταστρατηγεί το ίδιο το δίκαιο που έχει κατοχυρώσει για την επικράτειά της και τους πολίτες της. Αυτό είναι λίγο πολύ αυτονόητο και λογικά εκεί έχει επικεντρωθεί η προσοχή των μκο και των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Κανείς όμως δεν θα έπρεπε να εκπλήσσεται. Στην ίδια τη Γαλλία, για να μην πάμε μακρυά, όταν ο Σαρκοζί ήταν υπουργός εσωτερικών, στο στόχαστρο είχαν μπει πάλι κάποιοι που ήταν γάλλοι πολίτες: οι κάτοικοι των προαστίων. Τώρα ο υπουργός εσωτερικών της Γαλλίας επανέφερε μία ιδέα που είχε ακουστεί και με την εξέγερση στα γαλλικά προάστια: να αφαιρείται η υπηκοτότητα από οποιοδήποτε άτομο ξένης καταγωγής επιτίθεται σε λειτουργούς της δημόσιας τάξης.
Νέος ρατσισμός για ένα παλιό στόχο
Είναι πλέον ξεκάθαρο ότι οι τσιγγάνοι είναι προνομιακός στόχος του ρατσισμού και των διακρίσεων για διάφορους λόγους. Οι τσιγγάνοι, αντίθετα με κάποιες κατηγορίες μεταναστών, δεν έχουν κάποια χώρα καταγωγής. Δεν υπάρχει ένα κράτος που ανάλογα με τη θέση του, θα διαμαρτυρηθεί και θα επιβάλλει το στοιχειώδη σεβασμό ή θα διαφωνήσει με τις απελάσεις. Οι χώρες μάλιστα που θεωρούνται παραδοσιακά «κοιτίδες» των Ρομά, έχουν πρωταγωνιστήσει στις διώξεις τα τελευταία χρόνια. Συμβαίνει συχνά βέβαια τα κράτη από όπου έρχονται οι μετανάστες να βρίσκονται σε εμπόλεμη κατάσταση ή εν γένει σε δεινή θέση στη διεθνή γεωπολιτική σκακιέρα. Όμως υπάρχουν σίγουρα περιπτώσεις όπου μπορούν να διαμαρτυρηθούν ή να διαπραγματευτούν τη μεταχείριση των υπηκόων τους στις χώρες υποδοχής. Μία πρόχειρη περίπτωση που έχει λειτουργήσει και έτσι, είναι οι Βούλγαροι μετανάστες στην Ελλάδα.
Στην περίπτωση των τσιγγάνων «δικαιώνεται» ένα από τα βασικά δόγματα του διαφορικού ρατσισμού: ότι οι μειονότητες φταίνει για το ρατσισμό που υφίστανται. Ότι δηλαδή οι Ρομά με τον τρόπο που ζουν, σαν νομάδες, φτιάχνοντας «άθλιους» καταυλισμούς, με περιορισμένες συνθήκες υγιεινής και χωρίς σταθερή δουλειά, τελικά είναι μοιραίο όχι μόνο να απομονωθούν αλλά και να υποστούν τον αποκλεισμό ή ακόμα και τις επιθέσεις των ντόπιων. Άσχετα με το αν έχει μία δόση αλήθειας, το στερεότυπο της ανέκαθεν νομαδικής συμπεριφοράς των τσιγγάνων οδηγεί στην εδραίωση του μύθου ότι οι ίδιοι είναι υπεύθυνοι για την τραγική κατάσταση τους (ακόμα και ότι την προτιμούν ή «τους αρέσει να ζουν έτσι»). Η αλήθεια είναι ότι οι Ρομά είναι παγιδευμένοι σε ένα φαύλο κύκλο: ο πολυετής (κοινωνικός και χωρικός) διαχωρισμός τους οδηγεί στη δημιουργία απομονωμένων αυτοσχέδιων καταυλισμών, οι οποίοι με τη σειρά τους δεν έχουν πρόσβαση σε υπηρεσίες κοινής ωφέλειας και σε οποιαδήποτε διαδικασία ένταξης. Έτσι το αποτέλεσμα μίας πολιτικής αποκλεισμού παίρνει τελικά θέση αιτίας.
Δεν είναι όμως αυτός ο μόνος λόγος που οι Ρομά καθίστανται ιδανικός στόχος για το διαφορικό ρατσισμό. Τα επιχειρήματα που στρέφονται εναντίον τους επικεντρώνουν στον τρόπο ζωής, τον πολιτισμό τους, τη δυσκολία ενσωμάτωσης, το μη αφομοιώσιμο χαρακτήρα τους. Χαρακτηριστικές πάνω σ’ αυτό είναι οι δηλώσεις του Ιταλού υπουργού εσωτερικών Ρ. Μαρόνι. Υπερασπιζόμενος τις απελάσεις, διευκρίνισε ότι δεν πρόκειται για επιβολή διακρίσεων αλλά αφορούν κάθε μη Ιταλό πολίτη της ε.ε. που δεν ανταποκρίνεται σε ορισμένα «κριτήρια»: ελάχιστο επίπεδο εισοδήματος, κατάλληλη στέγη, να μην είναι βάρος στο σύστημα κοινωνικής πρόνοιας της χώρας που τον φιλοξενεί. Μ’ άλλα λόγια η Δύση λέει ότι δεν πρόκειται για μία κοινωνική ομάδα που μπαίνει συλλήβδην στο στόχαστρο λόγω της φυλετικής καταγωγής της, αλλά για ένα συγκεκριμένο τρόπο ζωής, μία κουλτούρα που δεν είναι αποδεκτή και δεν μπορεί να συνυπάρξει με τους κανόνες μιας ευνομούμενης πολιτείας.
Οι Ρομά βρίσκονται αθελά τους σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι: στο σημείο όπου ο διαρκής πόλεμος ενάντια στους μετανάστες συναντά τον πόλεμο ενάντια στη φτώχια. Οι αναπαραστάσεις που τους συνοδεύουν φέρνουν στο μυαλό άλλοτε τους μουσουλμάνους, άλλοτε τους μετανάστες γενικά και άλλοτε τους άστεγους ή τους εξαθλιωμένους ανέργους. Στη φιγούρα του τσιγγάνου, μύθοι και στερεότυπα που έρχονται από τα βάθη των αιώνων βρίσκουν τη σχέση τους με το μεταμοντέρνο φασισμό. Για τους Ρομά, ο τωρινός διωγμός είναι ένα ακόμα κεφάλαιο στο βιβλίο της αιματοβαμμένης ιστορίας τους. Για την Ευρώπη όμως είναι μία ακόμα απόδειξη - πλάι σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και τείχη για τους μετανάστες - του οριστικού τέλους του μύθου της ανεκτικότητας. |
|