|
|
Εμείς και ο soft φασισμός του ΛΑ.Ο.Σ.
(ή πόσο γρήγορα περνάει ο καιρός)
Το θέαμα ως παρούσα κοινωνική οργάνωση της παράλυσης της ιστορίας και της μνήμης, της εγκατάλειψης της ιστορίας που εγείρεται επί της βάσης του ιστορικού χρόνου, είναι η ψευδής συνείδηση του χρόνου.
Γκυ Ντεμπόρ
Έχει περάσει σχεδόν ενάμισης χρόνος από τις εκλογές του 2007. Οι εκλογές μετά τη μεγάλη εθνική καταστροφή (ή μπίζνα;) των καμένων δασών, οι εκλογές πριν την επίσημη αναγγελία εισόδου στο σκοτεινό τούνελ της κρίσης, οι εκλογές που ο ΛΑ.Ο.Σ μπήκε για πρώτη φορά στο Κοινοβούλιο.
Δεν ήταν λίγοι οι σύντροφοι που εκείνη την εποχή αναρωτιόντουσαν: «τι θα γίνει τώρα που μπήκαν οι φασίστες στη Βουλή;». Προβληματισμός αν μη τι άλλο δικαιολογημένος αφού πράγματι φιγούρες σαν το Βορίδη ή τον υιό Πλεύρη (άλλοτε μέλος της Χρυσής Αυγής) έμοιαζαν να υπερφαλλαγγίζουν ακόμη και κραγμένους κοινοβουλευτικούς φασίστες όπως ο Παπαθεμελής ή ο Ανδρεουλάκος. Προβληματισμός όμως ο οποίος έπεσε στο κενό, στο βάραθρο μεταξύ συνήθειας και ευκαιριακής αντιμετώπισης των νέων δεδομένων. Δηλαδή: αν και ο ΛΑΟΣ κλείνει πλέον ένα γεμάτο δεκαοκτάμηνο στο κοινοβούλιο, αυτό το γεγονός ούτε εντοπίστηκε σαν πρόβλημα, το δικό μας πρόβλημα ως αντιφασίστες, ούτε αντιμετωπίστηκε (και αντιμετωπίζεται) με τον τρόπο που του αντιστοιχεί.
Κάνοντας μια σύντομη κριτική στο πως αντιμετωπίζονται οι φασίστες του ΛΑΟΣ όλο αυτό τον καιρό, τόσο από τους οργανωμένους αντιφασίστες όσο και από τον ευρύτερο αναρχικό αντιεξουσιαστικό χώρο, δύο λέξεις θεωρούμε πως συνοψίζουν το περί τίνος πρόκειται: παράδοση και αυτοματισμός. Με άλλα λόγια οι φασίστες του ΛΑΟΣ αντιμετωπίστηκαν όχι σαν αυτό που εδώ και δεκαοκτώ μήνες αντιπροσωπεύουν (μέσα από το πρόγραμμά τους, τις απόψεις τους και τις πρακτικές τους) αλλά σαν αυτό που πάντα ήταν: ακροδεξιοί που κινούνταν πέριξ της Νέας Δημοκρατίας, με μοναδική ιδεολογική σημαία το παραδοσιακό τρίπτυχο «λαός-στρατός-εθνικισμός».
Αυτή είναι μια απλούστευση εξαιρετικά επικίνδυνη. Αφενός γιατί παρακάμπτει εντελώς το γεγονός του ότι πλέον έχουμε να κάνουμε με έναν διακριτό κοινοβουλευτικό σχηματισμό, ο οποίος μπορεί να πιέζει προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση με όρους σαφώς πιο αναβαθμισμένους από αυτούς που είχαν μια χούφτα ακροδεξιών βουλευτών της Νέας Δημοκρατίας. Αφετέρου γιατί υπονοεί ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με τους παλιούς κακούς φασίστες που στην τελική δεν διαφέρουν και πολύ από τους καραφλούς της Χρυσής Αυγής. Γεγονός το οποίο όσο αληθινό κι αν ακούγεται τόσο παραπλανητικό αποδεικνύεται. Δεν υποστηρίζουμε ότι τα βρωμόσκυλα του ΛΑ.Ο.Σ υστερούν εθνικοφροσύνης ή φασιστικών ιδεωδών συγκριτικά με αυτά της Χρυσής Αυγής. Υποστηρίζουμε όμως ότι και μόνο το γεγονός ότι ο ΛΑ.Ο.Σ έχει από πίσω του μερικές δεκάδες χιλιάδες ψήφων (και όχι τους διακόσιους φασίστες πανελλαδικά της Χρυσής Αυγής) πρέπει να υπαγορεύει μια εντελώς διαφορετική αντιμετώπιση.
Δεν έχουμε την πρόθεση να βρεθούμε στην άχαρη θέση του να υποδείξουμε (σε ποιον άραγε, αν όχι πρώτα και κύρια στους εαυτούς μας) το τι πρέπει να γίνει. Νομίζουμε όμως, ότι όσο περνάει ο καιρός γίνεται όλο και πιο σαφές, όλο και πιο ξεκάθαρο ότι απέναντι στους φασίστες του ΛΑ.Ο.Σ πρέπει να αναπτύξουμε μια στρατηγική ουσιαστικής αντιπαράθεσης η οποία να ξεπερνάει τις δοκιμασμένες (άλλοτε επιτυχημένες και άλλοτε όχι) συνταγές του παρελθόντος.
Τι εννοούμε μ' αυτό: μία πρώτη σκέψη στην παραπάνω κατεύθυνση αφορά τα περιεχόμενα, τις ιδεολογικές αναφορές του ΛΑΟΣ. Δηλαδή τι στο διάολο αυτό υποστηρίζει και πως εμείς απαντάμε (καταρχάς στο ιδεολογικό επίπεδο) σε όλα αυτά από θέσεις μάχης. Πρέπει να αναλύσουμε και να κατανοήσουμε τα χαρακτηριστικά του ταξικού εχθρού που παρουσιάζεται σαν ΛΑ.Ο.Σ και να κινηθούμε επιθετικά εναντίον του. Μ' αυτήν την έννοια προσεγγίσεις του στυλ «πρόκειται για αναβιωτές του Χίτλερ ή της χούντας των συνταγματαρχών» μοιάζουν εξαιρετικά άτοπες, αφού τελικά μπορεί να πετυχαίνουν το αντίθετο από αυτό που επιδιώκουν, δηλαδή την ιδεολογική απογύμνωση του ΛΑ.Ο.Σ. Γιατί αν αυτό είναι το βασικό μας επιχείρημα αλλά κάτι τέτοιο δεν προκύπτει από τα όσα δημόσια υποστηρίζουν οι φασίστες του ΛΑ.Ο.Σ, τότε η πολιτική μας θέση όχι μόνο αποδεικνύεται εξαιρετικά αδύναμη αλλά επιπλέον μπορεί και να μας εκθέτει ανεπανόρθωτα καθώς δεν μπορούμε να την υποστηρίξουμε επαρκώς.
Μία δεύτερη σκέψη αφορά στο από τι λογής καθήκια στελεχώνεται ο ΛΑ.Ο.Σ. 'Ολοι και όλες εμείς, περισσότερο ή λιγότερο ταγμένοι/ες στον αντιφαστικό αγώνα, μπορεί να θεωρούμε δεδομένο και αυτονόητο περί τίνος πρόκειται: ο γιος του Πλεύρη και ο μπαμπάς Πλεύρης που έβαζε βόμβες σε κινηματογράφους, ο Μάκης Βορίδης και η διαδρομή του (από την ΕΝΕΚ μέχρι το Ελληνικό Μέτωπο και την εμπλοκή του στην υπόθεση της ΜΑΒΗ) και πάει λέγοντας. Όλα αυτά όμως δεν είναι καθόλου αυτονόητα. Και σ' αυτό το ζήτημα έχουμε τεράστια πολιτική ευθύνη. Γιατί αν και μπορεί να βρεθούν πολλοί και πολλές να υποστηρίξουν ότι πρόκειται για «παλιές ιστορίες» που λογικό είναι να μην τις γνωρίζουν νεότεροι/ες σύντροφοι και συντρόφισσες (πολύ περισσότερο τα όποια υποκείμενα στα οποία απευθυνόμαστε) δεν έχει γίνει σχεδόν καμμία ουσιαστική δουλειά σε αυτή την κατεύθυνση οικοδόμησης της αυτόνομης αντιφασιστικής προλεταριακής μνήμης. Επιπλέον, μια τέτοια προσπάθεια θα είναι πραγματικά σακατεμένη, σημαδεμένη από την κατάρα του ιστορικισμού, αν εξαντλείται στο να υπενθυμίζει ποιο είναι το παρελθόν αυτών των καθαρμάτων χωρίς να επιχειρεί να το συνδέσει με τα έργα και τις ημέρες τους σήμερα, στην τρέχουσα πολιτική πραγματικότητα. Με άλλα λόγια πρόκειται για ένα συστηματικό, επίπονο και αντιηρωικό εντελώς πολιτικό καθήκον, που μοιάζει όμως αρκετά σημαντικό προκειμένου να απογυμνώσουμε ιδεολογικά τους φασίστες του ΛΑ.Ο.Σ.
Οι παραπάνω σκέψεις -το επισημαίνουμε ξανά- δεν επιδιώκουν να αποτελέσουν με κανέναν τρόπο εγχειρίδιο δράσης ή οδηγό πολιτικών καθηκόντων προς τρίτους. Πρόκειται για ένα μικρό μόνο μέρος των δικών μας καθηκόντων, όπως εμείς τα αντιλαμβανόμαστε. Σε σχέση όχι γενικά κι αόριστα με τις ανάγκες του αντιφασιστικού (και όχι μόνο) κινήματος αλλά με το πως αυτές οι ανάγκες αναδεικνύονται και μορφοποιούνται στο παρόν (διαρκώς επιταχυνόμενο) πολιτικό περιβάλλον του νέου ολοκληρωτισμού. Μ' αυτή την έννοια δεν αποτελούν την τελευταία μας λέξη σχετικά με το τι πρέπει να κάνουμε. Το αντίθετο. Πρόκειται για ένα μικρό (μετέωρο) βήμα, που αν θέλει να πατήσει στη γη, στο καυτό έδαφος του ταξικού ανταγωνισμού, έχει πολύ δρόμο ακόμη να διανύσει. Να διανύσουμε. |
|