Αυτονομία

Barricada

 

Κυβέρνηση special forces

Από τη στιγμή που επίσημα ανακοινώθηκε πως η ελλάδα μπήκε στο σκοτεινό τούνελ της κρίσης, ο δημόσιος λόγος υπερκαθορίστηκε από ένα και μοναδικό ζήτημα: τη σωτηρία της χώρας. Η αξιοπιστία κάθε πολιτικής δύναμης, η υπευθυνότητα κάθε πολιτικού προϊστάμενου αξιολογείται –από τότε και μετά- με βάση αυτό το μοναδικό ερώτημα. Αντίστοιχα, αυτό το ερώτημα είναι και ο πήχης, το μέτρο του τι είναι δίκαιο και τι άδικο, τι γίνεται αποδεκτό και τι όχι. Αυτή η από κάθε άποψη «πατριωτική προσέγγιση», που στο κέντρο της βρίσκεται το έθνος, σημαίνει πολλά. Καταρχήν σημαίνει έναν ιδιότυπο κώδικα σιωπής, μια ομερτά στην πολιτική, καθώς οτιδήποτε δεν αφορά τη σωτηρία της χώρας, δεν είναι καν άξιο λόγου. Τα δικαιώματα των μεταναστών για παράδειγμα, όπως ο ίδιος ο υπουργός προ.πο είχε δηλώσει, είναι δευτερεύουσας σημασίας όταν διακυβεύεται η σωτηρία της χώρας. Και πολλά άλλα δικαιώματα μαζί με αυτά των μετανστών. Κατά δεύτερον σημαίνει πως κάθε αγώνας, κάθε διεκδίκηση που αντιτίθεται σε αυτήν θα αντιμετωπίζονται σαν εχθρικά. Και μ’ αυτή την έννοια κάθε υπονούμενο περί ταξικών αναλύσεων και αγώνων είναι εκ προοιμίου καταδικασμένα στο πυρ το εξώτερο. Σημαίνει τέλος και κάτι εξίσου σημαντικό: μια μεταμόρφωση τόσο του τρόπου άσκησης της πολιτικής, όσο και του ίδιου του πολιτικού συστήματος. Η κυβέρνηση Παπαδήμου αποτελεί την πρώτη τυπική εφαρμογή αυτής της τελευταίας συνέπειας. Την οποία θα προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε παρακάτω.

 

Ο Παπαδήμος και το Σύνταγμα

Η μεταβατική (;) κυβέρνηση Παπαδήμου εμφανίζεται, με τα παραμορφωτικά γυαλιά της ιδεολογίας, σαν μια κυβέρνηση σκάνδαλο. Οι χαρακτηρισμοί που εξ αρχής της αποδόθηκαν κυμαίνονταν μεταξύ συνταγματικής εκτροπής και «πραξικοπήματος» εκ μέρους της τρόικας. Οι ιδεολογικοί μηχανισμοί –και οι φανατικοί δεξιοί κι αριστεροί ψάλτες της- εννόησαν την κυβέρνηση Παπαδήμου σαν μια κυβέρνηση άνωθεν επιβεβλημένη. Αυτό όμως είναι ένα αρκετά χρήσιμο ψέμα. Στους μεν δεξιούς (πασοκ, λαος, νδ) λειτουργεί ως άλλοθι για την ακόμη πιο βίαιη, ακόμη πιο εντατικοποιημένη υποτίμηση της εργασίας. Γι’ αυτούς ο Παπαδήμος είναι στη χειρότερη ένα αναγκαίο κακό. Στους δε αριστερούς λειτουργεί ως η απόλυτη απόδειξη ότι πρόκειται περί πραξικοπήματος· οπότε δεν είναι και πολλά αυτά που μπορούν να κάνουν. Εμείς από την άλλη υποστηρίζουμε το ακριβώς αντίθετο. Η κυβέρνηση Παπαδήμου είναι μια σχεδόν απόλυτα νομιμοποιημένη κυβέρνηση, τουλάχιστον από ιδεολογικής άποψης. Οι διεργασίες στο εσωτερικό της ελληνικής κοινωνίας που προηγήθηκαν της εκλογής Παπαδήμου αυτό αποδεικνύουν. Δύο πράγματα υπήρξαν καθοριστικά: α) το «τεχνοκρατικό» προφίλ του Παπαδήμου β) η (από τα κάτω) απαξίωση του συστήματος πολιτικής αντιπροσώπευσης.
Ο Παπαδήμος δεν είναι κανένας άγνωστος. Υπήρξε σύμβουλος του Σημίτη στην πρώτη περίοδο πρωθυπουργίας του, πρόεδρος της Τράπεζας της Ελλάδος κι επιπλέον αντιπρόεδρος της ΕΚΤ. Αν «εκτιμήθηκε» κάποιο από τα προσόντά του ήταν ακριβώς αυτό: ότι πρόκειται για μια φιγούρα τεχνοκράτη, αδιάφθορη κι ανεπηρέαστη από τις λαμογιές των μηχανισμών εξουσίας. Στην πραγματικότητα πρόκειται για έναν «μεσσία με διδακτορικά». Φαίνεται πως η συλλογή πτυχίων και αντίστοιχων τίτλων λειτουργεί καθαγιαστικά, εξαγνίζει. Αυτό φυσικά δεν είναι καινούργιο. Για τουλάχιστον δύο ολόκληρες δεκαετίες αποτέλεσε έναν από τους βασικούς πυλώνες της ιδεολογίας. Οι «άνθρωποι της αγοράς», οι αυτοδημιούργητοι επιτυχημένοι, ήταν τα «καλά παιδιά» του φιλελευθερισμού, η απτή απόδειξη ότι το άτομο –και όχι η κοινωνία- είναι που πάνε μπροστά την ιστορία.  Όλα αυτά ήταν αρκετά πειστικά, μέχρι που ξέσπασε για τα καλά η κρίση. Τότε, μέσα σε μια νύχτα, τα τσακάλια του χρηματοπιστωτισμού μεταμορφώθηκαν –για λίγο είναι η αλήθεια- σε φτηνούς κομπογιαννίτες, σε κερδοσκόπους που εκμεταλλεύθηκαν την καλή πίστη εκατομμυρίων επενδυτών. Ο μεσσίας Παπαδήμος σ’ αυτή την παράδοση ανήκει. Αυτό όμως ξεχάστηκε. Κι έτσι ο Παπαδήμος εμφανίστηκε στην κεντρική πολιτική σκηνή σαν το αντίδοτο, το γιατρικό, όχι μόνο στην κρίση αλλά και στο διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα. Δεν ήταν η τρόικα που επέβαλε αυτήν την επιλογή. Ούτε αποκλειστικά οι προτεραιότητες του ντόπιου τραπεζιτικού κεφαλαίου. Ήταν επιπλέον το κορυφαίο πολιτικό/ κοινωνικό γεγονός των αγανακτισμένων του Συντάγματος που σήκωσαν το δάχτυλο προς αυτή την κατεύθυνση. Ήταν ο «αυθορμητισμός της πλατείας» που μουτζώνοντας μίλαγε για «κλέφτες». Ήταν το σφιχταγκάλιασμα αφεντικών και εργατών που εκεί στο δρόμο έκανε την εθνική ενότητα πράξη. Ήταν το ανέμισμα της γαλανόλευκης –κοντά σε μαυροκόκκινες- που ανέδειξε την αναγκαιότητα για έναν αδιάφθορο ηγέτη. Μ’ αυτή την έννοια, η κυβέρνηση Παπαδήμου κάθε άλλο παρά άνωθεν επιβεβλημένη είναι. Αντίθετα συνθέτει –μέχρι ενός βαθμού- διάφορα φαινομενικά αντιτιθέμενα συμφέροντα. Καθώς ανταποκρίνεται τόσο στην «αγανάκτηση» των χτυπημένων από την κρίση, όσο και στις επιλογές του ντόπιου χρηματοπιστωτικού συστήματος. Επιπλέον διαθέτει και το εξής μοναδικό πλεονέκτημα σε σύγκριση με τις προηγούμενες κυβερνήσεις. Εκεί που οι εξαγγελόμενες πολιτικές εφαρμόζονται χωρίς τριβές, πρόκειται για έργο αυτής της κυβέρνησεις. Από την άλλη εκεί που αυτές αποτυγχάνουν, πρόκειται για το αποτέλεσμα της συμμετοχής στον κυβερνητικό συνασπισμό στελεχών του «παλαιού καθεστώτος». Έτσι ή αλλιώς η κυβέρνηση Παπαδήμου είναι δικαιωμένη. Κι όταν χάσει τα δίκια της, αυτό δε θα εμφανιστεί σαν αποτέλεσμα της μορφής της. Αλλά σαν αδυναμία στελέχωσής της από τα κατάλληλα πρόσωπα. Πράγμα με πολύ σοβαρές συνέπειες. Γιατί καθώς όλος ο πολιτικός κόσμος είναι σημαδεμένος με το στίγμα της διαφθοράς, είναι μάλλον βέβαιο πως συν τω χρόνω όλο και περισσότεροι μη πολιτικοί θα εγκαλούνται να αναλάβουν τα ηνία της χώρας. Γι’ αυτό νομίζουμε πως δύο πράγματα πρόκειται να συμβούν. Το πρώτο είναι πως η κυβέρνηση Παπαδήμου –ειδικά σα μορφή- μόνο μεταβατική δεν είναι. Το δεύτερο πως οι μη πολιτικοί που κάθε φορά θα έρχονται στο πολιτικό προσκήνιο δε θα είναι και ο ορισμός του δημοκράτη.

 

Μεταβατική κυβέρνηση (;) και υποτίμηση της εργασίας

Γίνεται πολύς λόγος για το χρόνο ζωής της κυβέρνησης Παπαδήμου. Αυτή λέει βασικά θα εξαρτηθεί από το χρόνο εκταμίευσης της επόμενης δόσης. Αυτό όμως είναι ένα φτηνό τρυκ. Καταρχάς η εκταμίευση της επόμενης δόσης δεν είναι μια στιγμή. Είναι αντικειμενικά μια ολόκληρη διαδικασία. Αφορά τις επισκέψεις των επιθεωρητών της τρόικας, τις εκθέσεις τους σχετικά με την κατάσταση της οικονομίας καθώς επίσης και το τι θα ακολουθήσει της εκταμίευσης· ποια κυβέρνηση θα υπάρχει και με ποιους όρους. Από την άλλη, αν θυμηθεί κανείς τι συμβαίνει τα τελευταία δύο χρόνια, θα διαπιστώσει πως η όλη συζήτηση πηγαίνει από δόση σε δόση κι από εκταμίευση σε εκταμίευση. Το μνημόνιο, το μεσοπρόθεσμο, το χ ή το ψ μέτρο δεν είναι παρά συνέπειες, που αφορούν κάποια επόμενη δόση που αφορά τη σωτηρία της χώρας. Και κάπως έτσι η εκταμίευση της δόσης παραμένει μια σταθερά σχεδόν αναλλοίωτη στο χρόνο την ίδια όμως στιγμή που γίνονται περικοπές, ψηφίζονται νόμοι κοκ. Αυτός είναι ο λόγος που φωνές από διαφορετικές μεριές τελικά καταλήγουν στο ίδιο συμπέρασμα. Είτε πρόκειται για τον Καρατζαφέρη που απειλεί με αποχώρηση από τον κυβερνητικό συνασπισμό (μια κίνηση τακτικής για να συγκρατήσει ένα μέρος της δυσαρεστημένης από τη συμμετοχή στην κυβέρνηση εκλογικής του βάσης)· είτε για τον Σαμαρά και μια μερίδα του πασοκ που ζητάνε (για τα μάτια του κόσμου) εκλογές άμεσα, όλοι τελικά καταλήγουν πως η παράταση του χρόνου ζωής της κυβέρνησης Παπαδήμου είναι σχεδόν αναπόφευκτη.
Στην πραγματικότητα δε συμφωνούν ειδικά σε αυτή την κυβέρνηση συνεργασίας. Εκεί μπορεί να υπάρχουν και διαφωνίες που αφορούν τα μπλοκ συμφερόντων που ωφελούνται ανάλογα με την τοποθέτηση των υπουργών στο κάθε πόστο.  Αυτό στο οποίο σίγουρα συμφωνούν είναι ότι το κοινοβουλευτικό σύστημα, με τη μορφή που μέχρι σήμερα γνωρίζαμε, δεν έχει μέλλον. Και τη θέση του πρέπει να πάρουν κυβερνήσεις όχι συνεργασίας αλλά «ειδικών αποστολών». Με τον όρο «ειδικές αποστολές» δεν εννοούμε απλά μια σειρά μέτρων. Αυτά, έτσι κι αλλιώς για καιρό πάρθηκαν και από την κυβέρνηση παοσκ. Και δεν ήταν λίγα. Με τον όρο «ειδικές αποστολές» περισσότερο εννοούμε το πνεύμα, τη λογική που διαπερνά όλα αυτά τα μέτρα. Κι αυτή αφορά τους νέους όρους της καπιταλιστικής συσσώρευσης όχι για τους επόμενους μήνες αλλά για τα επόμενα χρόνια. Ειπωμένο αλλιώς δεν αφορά απλά τα προνόμια τα οποία πιθανά θα χάσει η χ ή η ψ κατηγορία μισθωτών, αλλά το πως συνολικά θα γίνει αντικείμενο διαχείρισης η υποτίμηση της εργασίας.

Αυτή δεν είναι απλά μια διαδικασία που απαιτεί τη σύμφωνη γνώμη όλων των κοινοβουλευτικών εταίρων. Γιατί αυτό, έτσι ή αλλιώς, συνέβαινε και στο παρελθόν. Υπάρχει μήπως κανείς που να πιστεύει ότι υπήρξε έστω και ένα κόμμα που έβαλε φρένο στην υποτίμηση της εργασίας όλα αυτά τα χρόνια; Ούτε τα ίδια τα μέλη ακόμη και του ΚΚΕ δεν πιστεύουν κάτι τέτοιο. Το προσοδικό κοινοβουλευτικό σύστημα μέχρι σήμερα αν προστάτεψε κάτι ήταν τους δικούς του ανθρώπους. Και το τι μέτρα μέχρι πρόσφατα παίρνονταν αυτόν τον κανόνα λάμβανε υπόψη του· ότι θα έπρεπε να είναι τέτοια που να μην πλήττουν «τους δικούς μας ανθρώπους». Έτσι εξηγείται το παράδοξο ότι ενώ η εκμετάλλευση της εργασίας των μεταναστών γινόταν για χρόνια με τους πιο βίαιους όρους, διάφορα «κεκτημένα» της ντόπιας εργατικής τάξης έμεναν ανέγγιχτα. Έτσι εξηγείται επίσης ότι αυτά τα «κεκτημένα» συνήθως αφορούσαν είτε σε τομείς του δημοσίου είτε στους ελεύθερους επαγγελματίες, ενώ στον ιδιωτικό τομέα έπεφταν κορμιά. Σήμερα όμως διανύουμε μια περίοδο που δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από εκείνη που ιστορικά ονομάστηκε πρωταρχική συσσώρευση. Μακριά από φτηνούς ιστορικισμούς, μπορεί να διαπιστώσει κανείς πως –όχι μόνο τα τελευταία χρόνια- μια διαδικασία υποτίμησης της εργασίας σε παγκόσμιο επίπεδο προχωράει με ταχύτατους ρυθμούς. Κι αυτό συμβαίνει παράλληλα με μια πρωτοφανή έκρηξη της παραγωγικότητας της εργασίας –επίσης σε παγκόσμιο επίπεδο. Θεωρητικά, στα πλαίσια της σοσιαλδημοκρατικής διαχείρισης του παρελθόντος κάτι τέτοιο θα έπρεπε να σημαίνει όχι υποτίμηση της εργασίας αλλά ανατίμησή της – τουλάχιστον στο επίπεδο των κοινωνικών παροχών. Όμως και σ’ αυτό το επίπεδο βλέπουμε πως όλο και περισσότερο το κομμάτι της αναπαραγωγής σαν κόστος, φεύγει από τις πλάτες των αφεντικών και μετακυλίεται σ’ αυτήν της εργατικής τάξης. Κι αυτή δεν είναι απλά μια ανατροπή του σοσιαλδημοκρατικού μοντέλου διαχείρισης. Είναι μια τομή, μια ασυνέχεια απ’ αυτές που σπάνια εμφανίζονται στην ιστορία. Η οποία σηματοδοτεί τη βίαιη μετάβαση σε μια περίοδο όπου η συσσώρευση για λογαριασμό των αφεντικών θα πραγματοποιείται με όλο και πιο βίαιους όρους. Αυτή η δύσκολη περίοδος στη φουσκοθαλασσιά της κρίσης απαιτεί άλλου είδους πλοήγηση. Και αντίστοιχα άλλους καπετάνιους.

 

Οι σωστοί άνθρωποι (στις σωστές θέσεις)

Γράφουμε στην αρχή του κειμένου για τον τεχνοκρατικό μεσσιανισμό και τα «χρυσά παιδιά» των ’90 και των ’00. Αυτές οι δύο δεκαετίες δεν ανέδειξαν μόνο αυτά τα ταλέντα. Πλάι σ’ αυτά έζησαν λαμπρές στιγμές κι άλλοι. Το στρατοαστυνομικό σύμπλεγμα που διογκώθηκε τόσο ποσοτικά όσο και σε ό,τι αφορά την ιδεολογική νομιμοποίηση. Οι μαφίες και οι κάθε λογής παρακρατικοί μηχανισμοί. Όλοι εκείνοι που αν και όχι ιδιαίτερα «συμπαθητικοί», έγιναν διάσημοι χάρη στο πρακτικό πνεύμα τους, την αποτελεσματικότητά τους. Αυτοί οι μηχανισμοί σήμερα βρίσκονται στο πολιτικό προσκήνιο. Η ρευστότητα της πολιτικής κατάστασης, τα φαινόμενα ακυβερνησίας που εδώ κι εκεί εμφανίζονται σαν αποτέλεσμα της σύγκρουσης αντιτιθέμενων συμφερόντων μέσα στο ίδιο το κράτος, ευνοούν τους μηχανισμούς. Καθώς είναι αυτοί που διαθέτουν τις δομές, τα μέσα και τον συσχετισμό δύναμης για να επιβάλλουν ό,τι απαιτούν οι περιστάσεις. Δομές και μέσα που ξεκινάνε από το παλιό κακό βαθύ κράτος και φτάνουν μέχρι το οργανωμένο έγκλημα και την αλληλεπίδρασή τους με τους πολιτικούς –και όχι μόνο- θεσμούς. Αυτή η διαδρομή όμως δεν είναι ευθύγραμμη. Περισσότερο πρόκειται για δεκάδες, εκατοντάδες σταυροδρόμια που το παλιό και το καινούριο, το νόμιμο και το παράνομο, συναντιούνται, (ανα)συνθέτουν τις πολιτικές, κοινωνικές, οικονομικές σχέσεις και διαμορφώνουν το νέο πολιτικό τοπίο. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για αυτό που οι αυτόνομοι στην ελλάδα έχουμε ονομάσει κρατικοποιημένο έγκλημα και το πως αυτό αναλαμβάνει τα ηνία της διαχείρισης. Αυτός ο σύνθετος μηχανισμός είναι που σήμερα –αλλά και στο μέλλον θα- έχει το πάνω χέρι. Είναι μήπως μυστικό πως το οργανωμένο έγκλημα βρίσκεται σε πλήρη αλληλεξάρτηση από τις τράπεζες; Μήπως αυτό δεν τους προσφέρει την απαιτούμενη ρευστότητα ενώ την ίδια στιγμή τις έχει ανάγκη για να ξεπλένει το βρώμικο χρήμα του; Ο ευυπόληπτος χρηματοπιστωτισμός πάντα έχει ανάγκη μερικούς «αποφασισμένους» ανθρώπους, είτε για να εισπράττουν από τους οφειλέτες του, είτε για να λύνει τις διαφορές του με άλλους εξίσου ευυπόληπτους κυρίους. Κι έτσι δεν πρέπει να προξενεί εντύπωση η συνύπαρξη κορυφαίων τραπεζιτών όπως ο Παπαδήμος με τσεκουροφόρους υπαλλήλους της ΕΥΠ όπως ο Βορίδης. Αυτή η φαινομενική ασυμμετρία στην πραγματικότητα υποδηλώνει μια πιθανή συμπληρωματικότητα. Η οποία μπορεί και να είναι απόλυτη στο βαθμό που υπάρχουν συνδέσεις και μπίζνες σε εξέλιξη, σε εμάς άγνωστες. Αυτή είναι μια εξήγηση. Η οποία την ίδια όμως στιγμή είναι κι ένας δείκτης της κρισιμότητας της πολιτικής κατάστασης. Αν συμφωνήσουμε πως οι κυβερνήσεις «ειδικών αποστολών» είναι μια εικόνα όχι μόνο του παρόντος αλλά και του μέλλοντος, πρέπει να περιμένουμε πολλά. Αφενός σε ό,τι αφορά τα πρόσωπα που στο κοντινό μέλλον θα εφαρμόζουν τις κρατικές πολιτικές, αφετέρου στα χαρακτηριστικά που αυτές θα έχουν.

Οι παραπάνω εξελίξεις είναι καθοριστικές. Η –έστω- συνοπτική περιγραφή τους είναι για μας τουλάχιστον αναγκαία. Βρισκόμαστε στη δίνη μιας εποχής που τα γεγονότα πολλαπλασιάζονται, ο ιστορικός χρόνος πυκνώνει. Σ’ αυτή η συγκυρία τα αναλυτικά μοντέλα και οι απλουστευτικές εμρηνείες του παρελθόντος είναι επικίνδυνα ανεπαρκή. Επιπλέον, είναι αυτονόητο πως οι ιδεολογικοί μηχανισμοί θα κάνουν ό,τι μπορούν προκειμένου τα νερά να θολώνουν, το άσπρο να γίνεται μαύρο και αντίστροφα. Μ’ αυτή την έννοια, η έγκαιρη και εύστοχη προσέγγιση και ερμηνεία των δεδομένων που κάθε μέρα παρουσιάζονται είναι πρωταρχικής σημασίας. Θα πολεμήσουμε το νέο ολοκληρωτισμό μόνο αν γνωρίζουμε τα φανερά και κρυφά πρόσωπά του. Μόνο έτσι θα πατάμε στα πόδια μας. Μόνο έτσι θα νικήσουμε το φόβο που διαχέεται από κάθε μεριά.

 
 
       

Αυτονομία 2021